• Εορτασμός Απελευθέρωσης Ιωαννίνων 21 Φεβρουαρίου 2011

    Παναγιώτης Νούτσος
    Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

     

    Κυριακή, 20.2.2011       

                                                                                                   

    ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

     

    τρία «επεισόδια» που διαρκούν έως σήμερα

     

                Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,

     

    Ι. Για την «ιδιοσυστασία» της Ηπείρου: από το παρελθόν στο μέλλον

               


    Παναγιώτης Νούτσος

                Η Ήπειρος, ως σταυροδρόμι λαών, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέθεσε δεδομένα από το ύστερο Βυζάντιο, τις σχέσεις της με τη Δύση (σε μικρή απόσταση από την Ιταλία και γειτνιάζοντας με τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα), την αλληλοδιείσδυση με την Αλβανία και τις επαφές της με την ευρύτερη Βαλκανική (οι Ηπειρώτες σταδιοδρομούσαν σε κέντρα της κεντρικής και ιδίως της νοτιοανατολικής Ευρώπης). Ο βαθμός όμως της «περιφερειακότητας» της Ηπείρου, στους κόλπους της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συναρτήθηκε με τον τρόπο ανάδειξης μιας ακμαίας εμπορικής αστικής τάξης σε ελληνικούς θύλακες, όπως για παράδειγμα, ήταν τα Ιωάννινα, η «μητρόπολις πάσης μαθήσεως». H πρωτεύουσα του πασαλικίου στο τέλος του 18ου αιώνα είχε 3.000 νοικοκυριά, από τα οποία τα 1700 «ρωμαίϊκα» και τα 300 «εβραίϊκα» και συνάμα σχολεία στα οποία «σπουδάζουν υπέρ τους 400 μαθητάς την ελληνικήν και λατινικήν γλώσσαν, την Ποιητικήν, την Ρητορικήν, την Γεωγραφίαν, την Μαθηματικήν, την Φιλοσοφίαν και Θεολογίαν» (Aθ. Ψαλίδας-Κοσμάς Θεσπρωτός, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, επιμ. Aθ. X. Παπαχαρίση, Ιωάννινα 1964, 53).

    Εκτός από τη γιαννιώτικη κοινωνία, που ανασυντάσσεται με βάση την εμπορική και τη βιοτεχνική δραστηριότητα των αυτοδημιούργητων μελών της, αναπτύσσονται ευκρινώς επιμέρους ημιαστικά κέντρα, συμπαγείς αγροτοποιμενικές κοινότητες, συναφείς εστίες μεταναστευτικής ροής και παραθαλάσσια οικιστική ζώνη. Δηλαδή προέκυψε ένα ευρύ σύνολο φυγόκεντρων τάσεων που διατηρήθηκε, grosso modo, τόσο κατά τον 19ο αιώνα όσο και μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου και την ένταξή της στους κόλπους του εθνικού κράτους.

     

    ΙΙ. Κατανοώντας σήμερα το φαινόμενο της «ευεργεσίας» των Ηπειρωτών

     

    Α. Εισαγωγή – Η θέση του προβλήματος

     

    Σπεύδω να διευκρινίσω ότι θα αντιμετωπίσω το φαινόμενο της «ευεργεσίας» των Ηπειρωτών ως ιστορικό ζήτημα. Για τούτο δεν πρόκειται να συμβάλω στον οποιοδήποτε εξωραϊσμό που θα προέκυπτε εκ του ασφαλούς και εκ μεθέξεως μια και είμαστε Ηπειρώτες. Επομένως: ποια είναι η θέση του προβλήματος, δηλαδή ποιοι ιστορικοί λόγοι, κοινωνικοί και υποκειμενικοί,  μπορούν να εξηγήσουν την ευποιία σειράς Ηπειρωτών κατά τους τελευταίους αιώνες; Επιπλέον: σε τι συνίσταται μια «ευεργεσία» ή μια «αγαθοεργία» και ειδικότερα τι είδους «νόστος» συνέχει τους «ευεργέτες»;

    Ως προς τη διάρθρωση αυτού του μέρους της ομιλίας θα περιορισθώ στον «ευεργετισμό» των Ηπειρωτών κατά την τελευταία φάση της Τουρκοκρατίας, ενώ στο τέλος θα προβώ σε κάποιες επισημάνσεις που αφορούν σημερινές πτυχές του φαινομένου. Ως προς τη μέθοδο και αυτή τη φορά η παρουσίαση είναι ιστορικο–κριτική και η δομή της θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή more geometrico. Πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα θα ήθελα να υπενθυμίσω, για τις ανάγκες της εννοιολογικής αποσαφήνισης, ότι ο «ευεργέτης» αποτελεί τιμητική επωνυμία απονεμόμενη σε πολίτες που ευεργέτησαν την πόλη: «ευεργεσία της πόλεως», κατά τους Νόμους (850Β) του Πλάτωνα ή «ψηφίζεσθαί τινι ευεργεσίαν», δηλαδή αποφασίζεται να απονεμηθεί σε κάποιον πολίτη με ψήφισμα το τιμητικό προσωνύμιο «ευεργέτης».

     

    Β. Πώς συγκροτείται το «έχειν»

     

    Για να δωρίσεις πρέπει να έχεις και να κατέχεις. Επομένως η αρχική τοποθέτηση του ζητήματος της «ευεργεσίας» ξεκινάει από τους τρόπους συγκρότησης του «έχειν» σε σειρά ταξιδεμένους ελληνικής καταγωγής. Προηγείται η συσσώρευση εμπορικού κεφαλαίου για να ακολουθήσει η βιοτεχνία και, αργότερα, το βιομηχανικό κεφάλαιο. Συναφώς, λειτουργεί η τραπεζική πίστη και οι όροι της αποταμίευσης ως προς το κινητό κεφάλαιο. Ήδη από τον Κοραή (1821) οριοθετείται κοινωνικά η «τάξις των πλουσίων», ενώ ο Ερμής ο λόγιος (1819) διαπιστώνει: στις εμπορικές παροικίες αντιλαμβάνονται τους όρους ανάπτυξη του εμπορίου ως «επιστήμης» με «νόμους δυναμένους να διδαχθώσι». Η «Οικονομική» αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας (Κοραής 1803): «Τύχης έργον γίνεται πολλάκις η απόκτησις του πλούτου, αλλ’ η φύλαξις αυτού χρειάζεται νούν φωτισμένον». Η όλη προβληματική τίθεται με τους όρους της σκέψης του Διαφωτισμού. Πρόκειται δηλαδή για μια δυναμική της διακινδύνευσης, εφόσον συγκροτούνται οι φορείς ενός διαρκούς ρίσκου, με όλα τα απρόοπτα του οικονομικού πεδίου, με τις διακυμάνσεις των τιμών και τον κίνδυνο πτώχευσης. Ήταν ένα διαρκές στοίχημα ανάμεσα στον επιθυμητό στόχο και την αβεβαιότητα ως προς την επίτευξή του.

     

    Γ. Οι θεσμοί ανάπτυξης της «φιλο-γένειας» στους χώρους της  Διασποράς

     

    Πού μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια οικονομική δραστηριότητα; Ηδη το 1761 ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ σημείωνε: «όταν λέγω Ελλάδα εννοώ όλας τας διασποράς των Ελλήνων». Ειδικότερα, μια ευκρινής ως προς τους ποσοτικούς και τους ποιοτικούς δείκτες, διασπορά αφορά τις ιταλικές πόλεις – κράτη, με προεξάρχουσα τη Βενετία που αντιμετωπίζεται ως «alterum Byzantium», τη Γαλλία  και τις κάτω χώρες, τα γερμανικά κράτη, την Αυστρία και την «ομόδοξη» Ρωσία, για να προστεθεί στη συνέχεια η Αγγλία και οι αποικίες της.

    Προφανώς η παρουσία  μιας ανθηρής οικονομικής δραστηριότητας  των Ελλήνων σ’ αυτούς τους τόπους της Διασποράς κυμάνθηκε ανάμεσα στην «ενσωμάτωση» και την «αφομοίωση». Οι συντελεστές που απέτρεψαν ή έστω που επιβράδυναν την πλήρη αφομοίωση ήταν:                                                          

    α) η Ορθόδοξη Εκκλησία˙

    β) οι Κοινότητες που μπόρεσαν να συντηρήσουν την ύπαρξη ενός «δημόσιου χώρου δίχως κρατική εξουσία» που θα εγγυάται την ιδεολογική αναπαραγωγή του εθνικού συνόλου όταν «ξένο» τόπο˙

    γ) η κοινοτική και η εκκλησιαστική εκπαίδευση που εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της βεβαιότητας των μετόχων της ότι ανήκουν στην ίδια εθνοτική ομάδα και

    δ) ο νόστος ως ιδιαίτερος τρόπος επανασύνθεσης γενέθλιου τόπου και χώρων Διασποράς.

     

    Δ. Ερεθίσματα και δομές του νόστου

     

    Αν λοιπόν προϋπάρχει ανθηρή οικονομική δραστηριότητα και λειτουργούν οι θεσμοί που αποτρέπουν ή επιβραδύνουν την πλήρη αφομοίωση, τι δίδει την τελική ώθηση στην ‘ευεργεσία’; Σε κάθε παροικιακό φαινόμενο προτάσσεται η μελέτη της «τοπικότητας» που μεταφέρεται στον «άλλο» τόπο και επομένως πώς λειτουργεί το δίπολο: γενέθλιος τόπος – «ξενιτιά». Τούτο σημαίνει πως εκτυλίσσεται η διαρκής σύγκριση ανάμεσα στο «εκεί» και το «εδώ», το «χτες» και το «σήμερα», με βαθμιαία αντιμεταχώρηση, ώστε η «ξενιτιά» να αποτελεί πια το ανέκκλητο «ενταύθα».

    Σε ένα τέτοια σχίσμα των «ταυτοτήτων» λειτουργούσε ως «έτερος» τόπος η δυτική, κεντρική και ανατολική Ευρώπη, με την αυτονόητη διακύμανση ως προς το χρόνο, την ανάπτυξη, τις διαφορές μεταξύ τους κλπ. Ποιοι επιμέρους δείκτες,  μεμονωμένα και στη συνεπαφή τους, θα μπορούσαν να προσμετρηθούν; Μνημονεύω τους κυριότερους:

    α) έλλειψη εφοδίων στο ξεκίνημα,

    β) οι δυσκολίες της κοινωνικής ενσωμάτωσης στον τόπο σταδιοδρομίας,

    γ) ο μακρύς χρόνος σχηματισμού περιουσίας,

    δ) η απουσία γάμου ή παιδιών,

    ε) η μνήμη της απουσίας των γονιών που έχασαν νωρίς,

    στ) το πνεύμα της οικονομίας,

    ζ) η εντατική εργασία,

    η) η κοινωνική αναγνώριση.

     

    Ε. Η ανατίμηση της «λογιοσύνης»

     

    Δεν αρκούν οι δείκτες αυτοί για την κατανόηση της «ευεργεσίας» κατά την περίοδο που εξετάζουμε εδώ. Έτσι, αρχικά, θα προστρέξουμε στην ανατίμηση της «λογιοσύνης» ή στους τρόπους με τους οποίους μετατρέπεται το οικονομικό κεφάλαιο σε μορφωτικό κεφάλαιο που με τη σειρά του θα επιστρέψει ως επιταχυντής της οικονομικής και ευρύτερα κοινωνικής διαδικασίας. Ειδικότερα, τόσο στους χώρους υποδοχής και βαθμιαία και στους χώρους προέλευσης, ανατιμώνται οι σπουδές και το πτυχίο καταλαμβάνει τη θέση επένδυσης. Αν στην πρώιμη Τουρκοκρατία είχαν ήδη θεσμοθετηθεί υποτροφίες  για τα γιαννιωτόπουλα να σπουδάσουν στην Ιταλία, τώρα – με  την προώθηση των ιδεών του Διαφωτισμού,  κατά το δεύτερο μισό του  18ου αιώνα – συντίθεται μια αξιολογική κλίμακα που αρχίζει από την απλή «εγγραμματοσύνη» και καταλήγει στη λογιοσύνη. Η, από τον παπά και το δάσκαλο ώς τα σχολεία υψηλότερης στάθμης. Γι’ αυτό και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη: το 1761 ο Μοισιόδαξ σημειώνει ότι η Ευρώπη «πλημμυρεί από αξιολογωτάτας Ακαδημίας» - ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – και το 1819 ο Βενιαμίν Λέσβιος συμπληρώνει: η Ευρώπη «είναι πλήρης ακαδημιών και η Ελλάς έχει ουδεμίαν».

    Ως προς τη δημιουργία των όρων ευδοκίμησης του μορφωτικού κεφαλαίου, σημαντικό ρόλο έπαιξε η τυπογραφία ως θεσμός δημοσιότητας. Ειδικότερα, ο έντυπος λόγος υπήρξε ο κύριος ιδεολογικός μηχανισμός για τη δραστηριοποίηση των διαφωτιστών ως διανοουμένων. Τα συνεπακόλουθα αυτής της ανατίμησης του μορφωτικού κεφαλαίου ήταν ήδη αντιληπτά, τουλάχιστον στα εξής σημεία:

    α) η μέσω των γραμμάτων σπουδών διαρκής σύγκριση: ποιο είναι το «ταυτόν» ή η «ταυτότητά» μας από τον γενέθλιο τόπο και ποιο είναι το «έτερον» στους χώρους σταδιοδρόμησης˙

    β) ποιες είναι οι χώρες των «φώτων» και πού βασιλεύει η «βαρβαρότητα». Από τον Ανώνυμο του 1789 ώς τους όψιμους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού η οθωμανική αυτοκρατορία δακτυλοδεικτείται  ως  «τυραννική»  η  «δεσποτική διοίκησις»˙

    γ) η γλώσσα δεν αποτελεί μόνο τη διαρκή οικείωση του παρόντος, αλλά και το μέσο επανοικείωσης του παρελθόντος˙

    δ) η αρχαιότητα δεν ήταν απλώς να καμαρώνεις για παρελθόν σου, αλλά συνέλκεται με την ευρύτερη – ανά την Ευρώπη – «ανακάλυψή» της που σήμαινε καταξίωση των «νεωτέρων» που προκόβουν˙

    ε) η «παλαιά Ελλάς» είχε αναγνωρίσιμη ζήτηση στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών πολλών ευρωπαϊκών  χωρών, έτσι που  να λέγεται από τον Hume  το 1740 ότι η Ευρώπη αποτελεί απλώς ένα «μεγενθυμένο αντίγραφο» της ελληνικής αρχαιότητας˙

    στ) κατά την ηγεμονική οριοθέτηση της αρχαιογνωσίας στη Δύση ουδέποτε οι Έλληνες αντιμετωπίστηκαν ως «λαός χωρίς ιστορία» και επομένως, όπως σημείωνε ο Locke το 1690, διατηρούσαν το δικαίωμα να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό «οποτεδήποτε έχουν τη δύναμη να το κάνουν».

     

    ΣΤ. Η απουσία εθνικού κράτους και, μετά το 1830, η ύπαρξη «αλυτρώτων» περιοχών του Ελληνισμού

     

    Έτσι ερχόμαστε στο κύριο πλαίσιο αναφοράς της «ευεργεσίας» που είναι η ώθηση της εθνικής «αναγέννησης» και η δημιουργία ελληνικού εθνικού κράτους. Από την εποχή του Ρήγα ώς τους Φιλικούς και την επανάσταση το μορφωτικό κεφάλαιο και ο χρηματοδότης του, το οικονομικό κεφάλαιο, στρέφονται καθοριστικά προς την «αναγέννησιν των φώτων» και του «Γένους την ανόρθωσιν». ΄Η , όπως σημείωνε ο Κοραής το 1825, «υπέρ αποκτήσεως ή ανακτήσεως πατρίδος».

       

    Ζ. Η πράξη της «ευεργεσίας» ως ειδικός τρόπος επανασύνδεσης γενέθλιου τόπου και Διασποράς

     

     Η «ευεργεσία» λοιπόν αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο επανασύνδεσης γενέθλιου τόπου και Διασποράς, προϋποθέτει την ύπαρξη συγκριτικού πεδίου του ενός με τον άλλο και ωθεί στην επιτάχυνση για την άρση της διαφοράς τους. Παραλήπτης της «ευεργεσίας» είναι μια «τοπικότητα» που αρχίζει να κινείται, να έχει νέους που πρέπει να πάνε στο σχολείο, να διδαχθούν από δασκάλους και να τους διαδεχθούν, όταν μάλιστα στους χώρους σταδιοδρόμησης ανατιμάται  η παιδική ηλικία. Ένας κύκλος με διέξοδο: ανέχεια και τυραννία στα χρόνια της γέννησης – έχειν και οικονομική συσσώρευση στους χώρους σταδιοδρόμησης – επάνοδος στα προβλήματα του καθεστώτος της ανέχειας.

    Πρόκειται  για τρίπτυχο που βαθμιαία γίνεται ενιαίο:

    α) Ο μικρόκοσμος της γενέτειρας: Βρύσες – γεφύρια˙ Εκκλησίες: ενοριακοί ναοί, παρεκκλήσια, μοναστήρια σχολεία: δάσκαλοι, κτήρια, υποτροφίες, βιβλιοθήκες, συντήρηση, οικοτροφεία˙ Φτωχά στρώματα, προικοδότηση απόρων κορασίδων, μέριμνα για τους συγγενείς – γηροκομεία ˙ Ιατρική περίθαλψη, νοσοκομεία, να σπουδάσουν γιατροί˙ βιβλία: αρχαίοι συγγραφείς – ιστορία – γεωγραφία – μεταφράσεις – νεότεροι συγγραφείς με γενική κατεύθυνση: απελευθερώνει η παιδεία  τους μετόχους της «από την πτωχείαν και της πτωχείας την εντροπήν» (Κοραής 1825).

    β) ο μακρόκοσμος της εθνότητας: το «ημέτερον γένος» να «ανακαινισθεί και να  αναπτερυγιάση  από την τόσην απαιδευσίαν» (Σοφιανός 1544) και

    γ) από τη γενίκευση της εκπαίδευσης στην εθνική απελευθέρωση.

     

    Η. Από τη σκοπιά του «ευεργέτη»

     

    Δύο λόγια για το συγκεκριμένο υποκείμενο που «ευεργετεί» στις γενικότερες συνθήκες που μόλις προσδιόρισα:

    α) κάποιοι άλλοι μπορεί να προηγήθηκαν και επομένως να αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση.

    β) υπάρχει η υπαρξιακή συνιστώσα, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία, με το ερώτημα του ποιητή να απευθύνεται σε όλους: «άραγες να ’ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους η ίδια»;

    γ) ζωηρή συχνά παραμένει η μνήμη του γενέθλιου τόπου μέσα από την απώλεια των γονιών, αδελφών ή ενός παιδιού που χάθηκε νωρίς.

    δ) συχνά το αντιστάθμισμα ενός τέτοιου αισθήματος μελαγχολίας είναι, όπως έλεγε ο Kant, η ροπή προς το «υψηλό» ή προς ό,τι υπερβαίνει την καθημερινότητα.

    ε) η υστεροφημία την οποία εξασφαλίζει μια φιλογενής γενναιοδωρία συναρτάται και με την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίωση και

    στ) η ευεργεσία σκηνοθετεί μια μορφή θεοδικίας με σημείο αιχμής το θάνατο ή το αντίδοτο στον «mors immortalis» είναι κάτι που θα μείνει, ένα όνομα  και επομένως ένα μνημόσυνο. Το τελευταίο σημείο αναδεικνύει ο πλούτος των διαθηκών,  πέρα από το κοινό νομικό μέρος που αναπαράγεται.

     

    ΙΙΙ. Για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

     

    Το φθινόπωρο του 1964 ιδρύθηκε η Φιλοσοφική μας Σχολή, ως παράρτημα αρχικά του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και στο μεθεπόμενο ακαδημαϊκό έτος η Φυσικομαθηματική Σχολή. Επρόκειτο για την απαρχή του «τρίτου» Πανεπιστημίου της χώρας, όπως ήδη από τη δεκαετία του ’50 αξίωνε επιτακτικά τη δημιουργία του η Δημοτική Αρχή και οι πνευματικοί φορείς της πόλης μας.

                Οι όροι της συζυγίας Πανεπιστημίου και τοπικής κοινωνίας συγκροτήθηκαν εξυπαρχής, παρά τις κάποιες διακυμάνσεις, με έκτυπο τρόπο. Μνημονεύω τα κυριότερα σημεία αυτής της συστοίχησης: την ιστορική παράδοση του τόπου, ιδίως στο πεδίο των γραμμάτων, την οποία το αρτισύστατο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ανασυντάσσει, ανανεώνει και εμπλουτίζει. τη χρονική συγκυρία ανάδυσής του («δημοκρατικό διάλειμμα» των ετών 1963−1965) και τα πρώτα του βήματα που σφράγισαν την κατοπινή του σταδιοδρομία, αν συνυπολογίσουμε προφανώς την αρχική του στελέχωση και το πνεύμα που συνείχε τη σύλληψή του. κι ακόμη τη γεωγραφική ιδιαιτερότητα που θα καθιστούσε το Πανεπιστήμιο «περιφερειακό» ή όχι.

                Χωρίς να ολισθήσουμε σε μια «μεταφυσική» των δομών ή των θεσμών, μπορούμε με διακριτικό καμβά τη συζυγία τοπικής κοινωνίας και Πανεπιστημίου να αναδείξουμε τους σταθμούς της πορείας του, με κύρια υπόθεση εργασίας που συνοψίζεται στην εξής ερευνητική πρόταση: το σύνολο των πτυχών αναδιάταξης του Πανεπιστημίου, ιδίως εκείνου που αναπτύσσεται στην περιφέρεια, έχει σαφείς επιπτώσεις στους όρους συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας που με τη σειρά της μπορεί να επιταχύνει ή να επιβραδύνει – όχι πάντως να αναστείλει ή να ματαιώσει – αυτήν την αναδιάταξη.

     

    Συμπεράσματα

     

    Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,

     

    κλείνοντας θα ήθελα να υπομνήσω πόσο σύνθετο ερευνητικό αντικείμενο είναι η «ευεργεσία», με τον συνυπολογισμό όλων των παραμέτρων του φαινομένου, από την οικονομία και την εθνική ολοκλήρωση ώς την υπαρξιακή ανάγκη αντιμετώπισης της φθοράς. Συνάμα είναι ένα θέμα που μπορεί να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την κατανόηση των κοινωνιών μας. Ό,τι προηγείται και ό,τι έπεται του κυρίου μέρους αυτής της ομιλίας απλώς μας εισάγει στους ιστορικούς όρους κατανόησης της Ηπείρου και ιδιαίτερα των Ιωαννίνων.

     

    Σας ευχαριστώ. 

          

     
            αριθμός επισκεπτών