Θανάσης Μαρκόπουλος

 

 

Η ΓΛΥΚΙΑ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ

Άψινθος, «Μελάνι», Αθήνα 2012

  

Η παρουσίαση του βιβλίου στα Γιάννενα       

 


Ο ποιητής και στιχουργός Μιχάλης Γκανάς ανήκει στη γενιά του 1970 (Τσαμαντάς Θεσπρωτίας, 1944). Ως Ηπειρώτης συγκροτεί μαζί με άλλους συντοπίτες την ισχυρή εκείνη ομάδα των λογοτεχνών, οι οποίοι, πέρα από γενιές, τροφοδοτούν αποτελεσματικά, με τον ιθαγενή δυναμισμό τους, την ευρύτερη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία: Χρήστος Χρηστοβασίλης, Κώστας Κρυστάλλης, Γιοζέφ Ελιγιά, Γιώργος Κοτζιούλας, Δημήτρης Χατζής, Γιάννης Δάλλας, Τάσος Πορφύρης, Χριστόφορος Μηλιώνης, Νίκος Χουλιαράς, αλλά και οι νεότεροι, Πάνος Κυπαρίσσης, Βασίλης Γκουρογιάννης, Σωτήρης Δημητρίου, Γιάννης Ζαρκάδης. Εντός της γενιάς του ειδικότερα ο Γκανάς έρχεται να εκφράσει τις ζωντανές δυνάμεις της ελληνικής επαρχίας, οι οποίες φτάνουν στην πρωτεύουσα για σπουδές και δουλειές, αλλά δεν ξεχνούν την καταγωγή τους ούτε και ντρέπονται γι’ αυτήν. Τόσο ο ίδιος όσο κι ο ποιητής Χρήστος Μπράβος, ο γκαρδιακός του φίλος από τη Δεσκάτη Γρεβενών, δε διστάζουν να φέρουν στο άστυ τις μνήμες και τις λέξεις του τόπου τους και σ’ αυτό τους ενθαρρύνει αποφασιστικά ένας ποιητικός πρόγονος της προηγούμενης γενιάς αλλά του βόρειου γεωγραφικού πλάτους κι εκείνος, ο Εδεσσαίος Μάρκος Μέσκος. Ο Γκανάς θεωρεί το Μέσκο γενάρχη της ‘‘χερσαίας και ορεσίβιας ποιητικής’’ που υπηρετεί και ομολογεί πως ο ίδιος κι ο φίλος του βρήκαν σ’ αυτόν «τη χαμένη υπερηφάνεια της μητρικής [τους] γλώσσας» [βλ. περ. Νέα Εστία 1774 (Ιανουάριος 2005) 86].

            Πολύτροπος και μοντέρνος στις φόρμες και τις τεχνικές του ο Μιχάλης Γκανάς, ιδρύει μια ποιητική του χώρου και του χρόνου, η οποία αναδεύει μνήμες της μικρής πατρίδας, αξιοποιεί τα διδάγματα της έμμετρης παράδοσης, λόγιας και δημοτικής, και φτάνει σε μια εκφραστική ένταση, που έχει κάτι από την αγριάδα της Μουργκάνας και την πέτρινη ζωή του τόπου του.

            Βλέποντας συνολικά και συνοπτικά τις συλλογές που εκδίδονται από το 1978 ως το 2003, διαπιστώνουμε μια κίνηση από το παρόν στο παρελθόν. Η πρώτη συλλογή Ακάθιστος δείπνος (1978) διακρίνεται για τη μεγάλη γκάμα, σύγχρονων κυρίως, θεμάτων που πραγματεύεται: η δυσφορία από τη μετοίκηση στο άστυ, η μετανάστευση, οι απόηχοι από τον Εμφύλιο και τη δικτατορία του ’67, η καθημερινότητα με τις μικροχαρές της, ο καταναλωτισμός και τα νέα μέσα επικοινωνίας, η φθορά των αξιών και το σκάρτεμα των ανθρώπων αλλά και η χαρμόσυνη νότα του έρωτα. Στις επόμενες συλλογές, Μαύρα λιθάρια (1980), Γυάλινα Γιάννενα (1989), Παραλογή (1993), Τα μικρά 1969-1999 (2000) και Ο ύπνος του καπνιστή (2003), ενώ δεν απολείπουν οι θεματικές ματιές στο παρόν, οι βασικοί ωστόσο θεματικοί άξονες μετατοπίζονται στο παρελθόν, στο απώτερο μάλιστα παρελθόν, στις μνήμες της παιδικής ηλικίας και του γενέθλιου τόπου. Το σκηνικό, στο οποίο αναπτύσσεται η μυθολογία του ποιητή, είναι ορεινό, ηπειρώτικο: βουνά χαμένα στην ομίχλη, πλατάνια, βροχές και χιόνια, βελάσματα κι αγρίμια, πουλιά αμέτρητα, ιδίως κοτσύφια. Και εντός του τοπίου συμβάντα ποικίλα, σημαντικά κι ασήμαντα, άνθρωποι δικοί και ξένοι, χαρές κι αγωνίες, όλα βαθιά χαραγμένα στην παιδική ευαισθησία.


  Μιχάλης Γκανάς

            Ανάμεσα στις παιδικές μνήμες δεσπόζει ευλόγως ο θάνατος, θέμα που απασχολεί και τον ώριμο Γκανά, έτσι που να ’χει απόλυτο δίκιο ο ποιητής, όταν παρομοιάζει τον εαυτό του με τρίκλιτη βασιλική, που αντιλαλεί από φωνές πολλών κεκοιμημένων (Παραλογή, σ. 26). Μέσα στο σκηνικό ενός άλλου καιρού ο θάνατος είναι πριν απ’ όλα εμφύλιου χαρακτήρα: ο θαμμένος αντάρτης στη Φλώρινα του ’49, τα ασπρισμένα οστά των σκοτωμένων, τα σωζόμενα πολυβολεία. Είναι όμως κι ο ιδιωτικός θάνατος των απλών ανθρώπων, που περιβάλλουν τον ποιητή, του παππού, του φίλου του Χρήστου Μπράβου, της μάνας. Αν και ο πρόωρα χαμένος φίλος επανέρχεται συχνά σε αφιερώσεις και ποιήματα, η μάνα είναι η πιο αγαπημένη μορφή του Γκανά και κατέχει κεντρική θέση στο έργο του, κατεξοχήν στην Παραλογή, μια συλλογή που παραπέμπει στη δημοτική παράδοση όχι μονάχα με τον τίτλο και τις αναφορές στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» αλλά και με τα μοτίβα «απάνω και κάτω κόσμος», «ξένα-θάνατος», «νεκροί που μιλούν». Είναι η μάνα των παιδικών χρόνων και των γλυκών αναμνήσεων, η μάνα της βιοπάλης, η ανήμπορη μάνα του νοσοκομείου, που φεύγει από τη ζωή επώδυνα και πριν την ώρα της. Η μάνα είναι ο ισχυρός δεσμός με τη γενέθλια γη και είναι για χάρη της που ο ποιητής κατεβαίνει στον κάτω κόσμο, σε μια δική του Νέκυια. Πατρίδα και μνήμη λοιπόν είναι, θα λέγαμε, οι βασικές συντεταγμένες της ποίησης του Γκανά:

 

Χλωρίδα μου πατρίδα μου

γέννημα θρέμμα σου βορά των ψυχανθών

βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας

σγουρό μελισσοβότανο της μνήμης

που το φυσώ κι έρχονται σμήνος οι σκιές

στη βουερή κυψέλη του κορμιού μου

κάνοντας το πικρό-γλυκό

τον κόσμο μέλι.

 

Πανίδα μου πατρίδα μου

αειθαλή αγρίμια

και φυλλοβόλα χρώματα της νύχτας

ισόβια παραμυθία μού σταθήκατε

με τ’ άσπρο δόντι πεινασμένου λύκου

το κανελί της αλεπούς το γκρίζο της αρκούδας

κραυγές σκουξίματα και αίμα

με χιόνι φεγγαρόφωτου και πάχνη αστροφεγγιάς

ραντίζοντας το μακελειό της φύσης

κάνοντας τα μονά-ζυγά

δικοτυλήδονο τον κόσμο.


Γέννημα θρέμμα του κι εγώ

βορά της μνήμης άθυρμα της αγάπης

άλλοτε πάνοπλος από φωνές και βλέμματα

κι άλλοτε κάμπος θερισμένος

χωρίς τον ψίθυρο μιας καλαμιάς.

      (Παραλογή, σ. 34)

 


Θανάσης Μαρκόπουλος

            Αυτήν την εικόνα έρχεται να ανατρέψει ριζικά η τελευταία συλλογή. Η αλλαγή είχε προαναγγελθεί από το 2010 ακόμα. Τη χρονιά αυτήν ο ποιητής εκδίδει μια συλλογή πεζογραφημάτων, με τίτλο Γυναικών και υπότιτλο Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, η οποία διαφοροποιείται ουσιωδώς τόσο μορφολογικά όσο και θεματολογικά από το αφήγημα Μητριά πατρίδα, που είχε κυκλοφορήσει πριν χρόνια, το 1981. Ενώ η Μητριά πατρίδα αξιοποιούσε τους τρόπους της λαϊκής αφήγησης και θέμα της είχε τις εμπειρίες του μικρού Γκανά από την οικογενειακή εξορία των χρόνων 1948-54 στην Ουγγαρία αλλά κι από τη ζωή του στο χωριό μετά την επιστροφή, στις Γυναίκες του ο ποιητής περνάει στα σύντομα πεζά και εγκαταλείπει κατά βάση τις μνήμες του μακρινού παρελθόντος, στρέφοντας το βλέμμα του στο παρόν και στα πρόσωπα νέων και ηλικιωμένων γυναικών του άστεως. Κατά βάση, γιατί μνήμες απώτερες αναδύονταν και πάλι σε τρία τουλάχιστον από τα δεκαέξι κείμενα. Αυτές οι πεζογραφικές αναλογίες διαπιστώνονται ενγένει και στο επίπεδο της ποίησης με την πρόσφατη έκδοση, η οποία τιτλοφορείται Άψινθος και έρχεται εννιά χρόνια μετά τον Ύπνο του καπνιστή, εφτά μετά την ελεύθερη απόδοση του Άσματος ασμάτων και δύο από τα πεζά των Γυναικών.

            Η συλλογή, πέρα από τον ωραίο ηχητικά και συμβολικά τίτλο, διακρίνεται για τη θεματική της στροφή αλλά και για τις συνθετικές της προθέσεις. Και εννοώ το πέρασμα σε ένα μείζον ζήτημα του καιρού μας αφενός και την ανάπτυξη ενός θέματος αφετέρου με άτιτλα ποιήματα, τακτική που ακολουθείται από τα Μαύρα λιθάρια ακόμα και κατεξοχήν στην Παραλογή και τον Ύπνο του καπνιστή.

            Παρόλο που άψινθος λέγεται συνήθως το φυτό αψι(ν)θιά, απ’ όπου βγαίνει το αψέντι, το ποτό των καταραμένων Γάλλων ποιητών του 19ου αιώνα, κι από την άποψη αυτήν θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι ο τίτλος υποδηλώνει την έκσταση που προκαλεί η γραφή και η ανάγνωση, άψινθος ενπροκειμένω είναι το αστέρι της Αποκάλυψης, που, πέφτοντας στη γη, δηλητηριάζει τα νερά και πεθαίνουν οι άνθρωποι. Έτσι ο τίτλος υποβάλλει το θέμα της συλλογής, που δεν είναι άλλο από την οικολογική κρίση, η οποία οφείλεται, ως γνωστόν, στο καταναλωτικό μοντέλο, που υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από τις λεγόμενες κοινωνίες της αφθονίας και συνιστά έκφραση της ύβρης που διαπράττει ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, προκαλώντας ο ίδιος τη μοίρα του. Η ρύπανση του περιβάλλοντος, η εξάντληση των φυσικών πόρων και η εξαφάνιση σπάνιων φυτών και ζώων, η καταστροφή, με άλλα λόγια, που απειλεί τον πλανήτη, ευλόγως κινητοποιεί τους ευαίσθητους ανθρώπους, όπου γης, καλλιτέχνες και μη. Πρόκειται για ζήτημα που στη δημοσιογραφική καθημερινότητα και την πολιτική ατζέντα των ημερών έχει καταντήσει κοινότοπο μέχρι βαρεμάρας κι έχει φθαρεί τόσο από την κούφια ρητορεία του κυρίαρχου λόγου, ώστε να είναι δύσκολη η μετάπλασή του σε ποίημα. Δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη, αν πρόκειται για το Μιχάλη Γκανά.

            Στην υπέρβαση αυτήν συντελεί καταρχήν η δόμηση της συλλογής. Η έκδοση μοιράζεται σε δύο μέρη, τα οποία συνίστανται από τρεις και μία ενότητες αντίστοιχα. Οι τρεις πρώτες αναφέρονται στην απειλούμενη φύση και τις ευθύνες του ανθρώπου και η τελευταία απλώς σε πρόσωπα αγαπημένα, ζώντα και τεθνεώτα (μάνα, φίλος, αγαπημένες του έρωτα και της συγγραφής). Όλες τους πάντως εισάγονται με μότο, εκτεταμένα τα περισσότερα, κάτι που ο ποιητής δε συνήθιζε άλλοτε. Στην πρώτη προτάσσονται δύο παραθέματα, το ένα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και το άλλο από τους «Κούφιους ανθρώπους» του Eliot, τα οποία παραπέμπουν αντίστοιχα στη φυσική καταστροφή του κόσμου και την ηθική φθορά του ανθρώπου. Μάλιστα στο δεύτερο μότο (Έτσι τελειώνει ο κόσμος. / Όχι μ’ έναν πάταγο αλλά μ’ έναν λυγμό) ο Γκανάς δανείζεται τον πρώτο στίχο από την απόδοση του Σεφέρη ως πιο άμεσο και το δεύτερο, στον οποίο μάλιστα παρεμβαίνει για λόγους ευφωνίας (ένα-ν, ένα-ν), από τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη ως πιο παραστατικό. Στις άλλες δύο ενότητες προτάσσονται δύο αποσπάσματα από το ποίημα «Πού είναι τα πουλιά;» της ομώνυμης συλλογής του Γιώργη Παυλόπουλου (2004), στα οποία αναζητείται εναγώνια η φύση που χάθηκε και οι άνθρωποι που ναυάγησαν. Και στις τρεις αυτές ενότητες τα ποιήματα καταλαμβάνουν τη δεξιά σελίδα, ενώ στην αριστερή παρατίθενται φράσεις ή μικρές προτάσεις από την Αποκάλυψη, οι οποίες προσημαίνουν το επερχόμενο τέλος του κόσμου ή προϊδεάζουν για το θέμα του ποιήματος που ακολουθεί. Η τελευταία ενότητα εισάγεται με δύο μότο, που και τα δύο προτείνουν το λόγο της αγάπης, το ένα από την Παραλογή του ποιητή και το άλλο από το ποίημα του Matthew Arnold «Η παραλία του Ντόβερ». Αυτή η εκτός οικολογικού πλαισίου ενότητα έρχεται, κατά τα λεγόμενα του ποιητή, να αντισταθμίσει με τη φωτεινότητα της αγάπης τη σκοτεινότητα της κρίσης (εφ. «Η Καθημερινή-Κ 490», 21-10-2012), παρότι, όπως γράφει κι ο Σεφέρης, μιλώντας για την Έρημη χώρα του Eliot, «η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών» [Δοκιμές, Α΄ (1936-1947), 41992 (1944)].

            Η δομή της συλλογής είναι βέβαια ενδιαφέρουσα, αλλά υποστηρίζεται κι από ποιήματα που θυμίζουν ή και υπερβαίνουν τις καλύτερες στιγμές του Γκανά. Εύστοχη είναι αρχικά η ιδέα να αντικριστεί ο ποιητικός λόγος με το βιβλικό, στον οποίο ο ποιητής κατέφυγε και άλλοτε με άλλους όρους (Άσμα ασμάτων), αλλά και να συναρμοστεί με τα καίρια μότο αγαπημένων δημιουργών, δένοντας έτσι με την παράδοση της γραφής και της ανθρώπινης αγωνίας. Η επιλογή δεν εκπλήσσει, γιατί ο Γκανάς είναι ποιητής αδίστακτος. Μπροστά στην αισθητική τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει: συνθετική ανησυχία, ισχυρή εικονοποιία, γοητευτικός λυρισμός, απόηχοι δημοτικοί, διαύγεια εκφραστική, τολμηρές λεκτικές συνάψεις, αιφνίδιες γεφυρώσεις χώρου και χρόνου, απρόσμενες απορίες, χιούμορ και παιχνίδι συνειρμικό με την ηχητική των λέξεων, γλωσσική ευφορία, στοιχεία όλα αυτά τα οποία, ενταγμένα σε ένα λόγο υψηλής ρυθμικότητας, ανανεώνουν τη φόρμα και την καθιστούν δραστικότερη. Ακόμα, εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ο Γκανάς αποκαλύπτει τις συγγραφικές του αγάπες και διαλέγεται απροκάλυπτα με κείμενα αγαπημένα, που άλλοτε έχουν τη μορφή μότο και άλλοτε δηλωμένων παραθεμάτων και υπαινιγμών: Σολωμός, Lorca, Σκαρίμπας, Σεφέρης, Ελύτης, Χατζής, Καρούζος, Δημουλά, Θεοφίλου (Νάσος), Μπράβος. Εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ο Γκανάς δε διστάζει να κρίνει και να επικρίνει τον αδιέξοδο πολιτισμό, μόνο που αυτό γίνεται αποκλειστικά με τους όρους της τέχνης. Σε κάθε περίπτωση είναι εκπληκτικό πώς ο Γκανάς καταφέρνει να είναι τόσο άμεσος και ταυτόχρονα τόσο μοντέρνος. Αυτός είναι νομίζω και ο λόγος που εξηγεί την αναγνωστική του απήχηση και τον αναδεικνύει σε μια από τις πιο διακριτές φωνές όχι μονάχα της γενιάς του αλλά και της νεότερης ελληνικής ποίησης.

            Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην παραθέσω τρία παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την καταστροφή του περιβάλλοντος και τον αντίκτυπό της στον ψυχισμό του ποιητή. Έκφραση ποικιλόμορφη, αλλεπάλληλες επαναφορές, αιχμηρή κριτική, τρυφερός λυρισμός:

 

Προσφάτως τεχνητή βροχή

εσχάτως  όξινη βροχή

προσεχώς κά-τά-κλύ-σμός.

Κατά ζεύγη τα ζώα

κατά μόνας τα φυτά

κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν.

Κατά μάνα κατά κύρη.

 

Τρέχουν τα δάκρυα βροχή.

Βροχή μου.

Βροχούλα μουσκεμένη.

      (Βροχή  ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή)

 

Το δεύτερο αναφέρεται ευθέως στους ενόχους της κρίσης και αποκαλύπτει την αναισθησία τους μέσα από τον περιπαικτικό χειρισμό του «δεν», τις επαναλήψεις και τις συγκοπές του:

 

Αυτοί παιδί μου δεν

δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους

όλο δεν και δεν και δεν-

τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους

δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο

γυναίκα άσχημη και στερημένη

      (Αυτοί παιδί μου δεν)

 

Το τελευταίο παράδειγμα αποδίδει εύστοχα τη μετάβαση από την ελευθερία της φυσικής ζωής στη σκλαβιά της βιομηχανικής. Έξοχος συνδυασμός αρχέτυπων και σύγχρονων εικόνων, αιφνίδιο πέρασμα των αλόγων από τη φύση στην ιπποδύναμη του αυτοκινήτου, ρυθμός επιταχυνόμενος, αντίστοιχος της κίνησης των αλόγων:

 

Χαμηλή πτήση με ελικόπτερο πάνω από τη Δρακόλιμνη της Τύμφης. Καταπράσινο οροπέδιο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά. Στην όχθη της λίμνης ένα άλογο πυρρό ξεδιψάει. Αλαφιάζεται. Τρέχει. Τρέχουν μαζί του και τ’ άλλα λευκά φαιά πυρρά σίβα μαύρα εκατόν πενήντα άλογα κάτω από ένα καπό στον δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης.

      (Κεφαλή αλόγου σκύβει να πιει νερό)

 

            Ο Μιχάλης Γκανάς μας δίνει με την τελευταία του συλλογή μια ενδιαφέρουσα σύνθεση και ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματα που έγραψε ως τώρα, ενώ την ίδια στιγμή απομακρύνεται από το παρελθόν της μικρής πατρίδας και στρέφεται γλυκά στο παρόν, ανανεώνοντας ριζικά τη θεματολογία του, όπως έκανε άλλωστε και στις πεζογραφικές του Γυναίκες. Απομακρύνεται βέβαια από μια άποψη, γιατί από μια άλλη επιστρέφει και πάλι σε μέρη γνώριμα από την πίσω πόρτα, στο βαθμό που η οικολογική θεματική ανακαλεί αναπόφευκτα εικόνες της φύσης, τις οποίες εκείνος ως Ηπειρώτης γνωρίζει από πρώτο χέρι. 

 

Μια συντομευμένη μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε

στην εφημερίδα «Η Αυγή της Κυριακής-Αναγνώσεις» στις 20-1-2013

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών