ΟΜΙΛΙΑ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΚΑΡΟΛΟΥ ΠΑΠΟΥΛΙΑ
ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ
ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΜΕ ΘΕΜΑ ‘ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ’


Ιωάννινα,  12 Νοεμβρίου 2007

 

Σεβασμιώτατε,

Κύριε Πρύτανη,

Κύριε Εκπρόσωπε του Πρωθυπουργού,

Κύριε Αντιπρόεδρε της Βουλής,

Κύριοι  Βουλευτές,

Κύριοι Νομάρχες,

Κύριε Γενικέ Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου,

Κύριοι Δήμαρχοι,

Στρατηγέ – Διοικητά της 8ης Μεραρχίας,

Κυρίες και Κύριοι,

 

Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα η αναγόρευσή μου σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, και του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. Του Πανεπιστημίου της γενέτειράς μου, που κατάφερε να αποκτήσει, χάρη στην ποιότητα του έργου του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού του, και χάρη στη φιλομάθεια και τις πρωτοβουλίες των φοιτητών του, φήμη όχι μόνον πανελλαδική, αλλά και διεθνή. Αξίζει, όμως, να υπογραμμιστεί, επίσης, πως η συνεχής φροντίδα και αγάπη των εκάστοτε αρχών της πόλης για το Πανεπιστήμιο, μα πάνω απ’ όλα του γιαννιώτικου λαού αλλά και όλων των Ηπειρωτών, αποτέλεσε το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο άνθησε το σπουδαίο αυτό λίκνο της γνώσης.

 

Επέλεξα ως θέμα της σημερινής μου ομιλίας τη σχέση της πολιτικής με την ηθική. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Νομίζω πως στη ζωή μου βρέθηκα, με τον έναν ή άλλον τρόπο, μέσα από ποικίλες διαδρομές, αντιμέτωπος με προβλήματα που είχαν έντονη την ηθική διάσταση.

 

Μικρός, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, έζησα τον τιτάνιο αγώνα του λαού μας να επιβιώσει παρά τις απίστευτες στερήσεις, και θαύμασα το ηθικό μεγαλείο της αντίστασής του στους κατακτητές. Ήταν ένα υπέροχο μάθημα ηθικής της ελευθερίας, αυτοσεβασμού, αξιοπρέπειας και πατριωτισμού εκ μέρους των Ελλήνων απέναντι στους δυνάστες της χώρας μας.

 

Αργότερα, οι σπουδές μου στα Νομικά μ’ έφεραν σε επαφή με το πρόβλημα της σχέσης δικαίου και ηθικής. Από φοιτητής πίστευα πως, αντί για μια «στενά» νομική ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων δικαίου, πρέπει να αναζητούμε τα ηθικοπολιτικά θεμέλιά τους. Άλλωστε, οι νόμοι ρυθμίζουν κοινωνικά φαινόμενα, συμπεριφορές του βίου μας, ατομικού και συλλογικού, οπότε η ηθικοπολιτική τους διάσταση είναι προφανής. Η θέση αυτή αποδείχτηκε ορθή, ιδιαίτερα σήμερα που η άνθηση «εκλεπτυσμένων» αντιθετικιστικών θεωριών στη Φιλοσοφία του Δικαίου συνέβαλε στο να μειωθεί και στην Ελλάδα ο αριθμός των υποστηρικτών του νομικού θετικισμού. Αλλά και όσοι έμειναν πιστοί σ’ αυτόν αναγκάστηκαν να ανανεώσουν το θεωρητικό τους οπλοστάσιο, γεγονός ευχάριστο, καθώς προάγει την ποιότητα της επιχειρηματολογίας των δύο πλευρών.

 

Η ανάμειξή μου όμως στην πολιτική υπήρξε αναμφίβολα το πιο απαιτητικό σχολείο για μένα, αλλά ταυτόχρονα και το πιο γενναιόδωρο – με την έννοια της προσφοράς πολύτιμων διδαγμάτων και εμπειριών. Η συμμετοχή μου στον αγώνα για την πτώση μιας δικτατορίας που αποτέλεσε όνειδος για τον πολιτικό πολιτισμό μας, και, κατόπιν, στην πολιτική ζωή μιας δημοκρατικά οργανωμένης Πολιτείας, όπως και στη δημιουργία μιας ευνομούμενης διεθνούς κοινωνίας, είχε ως τελικό σκοπό μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Όλα τα ζητήματα, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά, έχουν μια ηθική διάσταση. Είναι λοιπόν επόμενο να αναρωτιέται κανείς ποια είναι η σχέση πολιτικής και ηθικής κατά την πρακτική εφαρμογή της πρώτης.

 

Κορυφαία πνεύματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν ασχοληθεί με το ερώτημα αυτό. Ο Θουκυδίδης, στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, μας περιγράφει, ηθικά αποστασιοποιημένος, τη σύγκρουση δύο αντιλήψεων στις διακρατικές σχέσεις. Αυτής που στηρίζεται στη δύναμη, στην πολιτική των κανονιοφόρων, και αυτής που στηρίζεται στην επίκληση του Δικαίου. Ο Machiavelli, με τον «Ηγεμόνα» του, επιχείρησε να διατυπώσει τους κανόνες της αποτελεσματικής διοίκησης στην εποχή του, οπότε ήρθε αντιμέτωπος με το ζήτημα της δημόσιας ευθύνης του Ηγεμόνα να προάγει συνεχώς το καλό της πατρίδας του και των υπηκόων του μέσω της επιλογής των ενεργειών που απαιτούνται γι’ αυτό το σκοπό. Ο Machiavelli δεν διαχωρίζει την ηθική από την πολιτική, ούτε είναι υπέρμαχος του κυνισμού, αλλά θέλει να πείσει τους συγχρόνους του ότι, σε σχέση με την επιδίωξη της χίμαιρας της τέλειας πολιτείας, ορθότερη και συνετότερη είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων και των αναγκών που υπαγορεύονται από τις συνθήκες της πραγματικής πολιτείας.

Οι ερμηνείες που δόθηκαν στο έργο του προέρχονται από ποικίλες οπτικές γωνίες: από συντηρητικούς στοχαστές σαν τον Leo Strauss,  από εκπροσώπους της θεωρίας της απόφασης σαν τον Παναγιώτη Κονδύλη, από μαρξιστές σαν τον Louis Althusser και από φιλελεύθερους σαν τον Quentin Skinner. Σημαντική, όμως, υπήρξε και η μονογραφία του Παναγιώτη Νούτσου, «Machiavelli – Πολιτικός σχεδιασμός και Φιλοσοφία της Ιστορίας», ακριβώς επειδή μόνον στο πλαίσιο της μελέτης της Φιλοσοφίας της Ιστορίας μπορούμε να αντιληφθούμε πώς γεννήθηκε η σκέψη ενός στοχαστή, μέσα σε ποια πνευματική και πολιτική παράδοση εντάσσεται αυτή, τι νέο κομίζει (εάν κομίζει) και, τελικώς, εάν  επηρεάζει ή όχι τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι μεταγενέστεροί του.

 

Η ηθική και η πολιτική δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Η επίκληση της ηθικής δεν είναι πάντοτε ένας τρόπος συγκάλυψης των αξιώσεων ισχύος εκείνου που την επιχειρεί. Μια τέτοια αντίληψη θα απέληγε σ’ έναν ακραίο αξιακό σχετικισμό, που είναι επικίνδυνος τόσο για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή, όσο και για το διεθνές σύστημα. Πιστεύω, άλλωστε, πως αυτός ο αξιακός σχετικισμός ήταν από τις κύριες αιτίες της κατάρρευσης του αρχαίου κόσμου.

 

Γενικότερα, δεν βρίσκω πειστικές τις σκεπτικιστικές ή και μηδενιστικές αμφισβητήσεις της αντικειμενικότητας των ηθικών κρίσεων, που συνήθως έχουν ως αφετηρία ορισμένες συνολικές μεταφυσικές απόψεις για τη δομή της πραγματικότητας, τη λειτουργία της γλώσσας και τη σχέση της με τον κόσμο ή την υφή των αξιών, και τούτο παρά το γεγονός ότι κάποιες από αυτές τις απόψεις ασκούν πνευματική γοητεία. Από την άλλη, βέβαια, η κανονιστική ή «ουσιώδης» ηθική, αυτή με την οποία αναζητούμε τους κανόνες της πρακτικής μας, δεν μπορεί να αδιαφορεί και για τη μεταηθική, που αφορά όχι μόνον στη λογική και σημασιολογική διερεύνηση του ηθικού λόγου, αλλά προσφάτως χρησιμοποιείται για να δηλώσει και κάθε γνωσιολογική και οντολογική προσέγγιση της ηθικής. Διότι χωρίς τη μεταηθική είναι δύσκολη η υπεράσπιση της αντικειμενικότητας και της αλήθειας των ηθικών κρίσεων που διατυπώνουμε στο πλαίσιο της κανονιστικής ηθικής.

 

Έπειτα από αυτές τις αναγκαίες γενικές τοποθετήσεις μου για τη φύση των ηθικών κρίσεων, επικεντρώνω πλέον την ανάλυσή μου σε κάποιες σημαντικές παραμέτρους της σχέσης της πολιτικής με την ηθική.

 

Ασφαλώς, η πολιτική δεν ασκείται σε ηθικό κενό. Οι πολιτικοί οφείλουν πρωτίστως να σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, δεν αρκεί όμως μόνον η τυπική τους συμμόρφωση προς το νομικό μας καθεστώς. Πολλές από τις πράξεις τους και τις συμπεριφορές τους δεν τις κρίνουμε μόνον πολιτικά, αλλά και ηθικά. Έτσι, κρίνουμε ηθικά –και όχι μόνον πολιτικά– έναν πολιτικό που θεωρούμε διεφθαρμένο. Επίσης, αποτελεί όχι μόνον παραδεκτή αλλά και αναγκαία «ηθικοποίηση της πολιτικής» η θέσπιση, για παράδειγμα, νόμων για την αποτελεσματικότερη προστασία των κοινωνικά και οικονομικά αδυνάτων, των γυναικών, των παιδιών, των μεταναστών, κλπ.

 

Συχνά, επίσης, λένε ορισμένοι ότι η ηθική είναι υποκειμενική, ενώ συγχρόνως αναφέρονται σε συγκεκριμένες ενέργειες και γεγονότα, για να αποδείξουν ότι αυτά παραβιάζουν την ηθική στις διεθνείς σχέσεις. Δεν συνειδητοποιούν πριν απ’ όλα την έλλειψη εσωτερικής συνέπειας στην επιχειρηματολογία τους. Μια έλλειψη συνέπειας που προκύπτει από το γεγονός ότι ο πρώτος τους ισχυρισμός ανήκει στη μεταηθική τους τοποθέτηση, ενώ ο δεύτερος προϋποθέτει μια συγκεκριμένη κανονιστική αντίληψη της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις, η οποία αντιβαίνει στην πρώτη.

 

Επομένως, βεβαίως και υπάρχει ηθική στις διεθνείς σχέσεις, δηλαδή αξίες και αρχές που τις διέπουν, ανεξάρτητα από το εάν κάποιοι συμφωνούν με αυτές και κάποιοι όχι. Το κρίσιμο θέμα είναι ότι  από την οργάνωση της διεθνούς κοινότητας απουσιάζει το στοιχείο της εκτελεστότητας, ενώ η έννοια της ηθικής και το περιεχόμενο του εφαρμοστέου δικαίου διαμορφώνονται κυρίως μέσα από το πρίσμα των συμφερόντων των ισχυρών. Η συνεπής εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και η ενίσχυση της ουσιαστικής λειτουργίας των Διεθνών Οργανισμών, ιδίως των Ηνωμένων Εθνών, θα ενισχύσουν τις ηθικές βάσεις της διεθνούς κοινωνίας. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκείνα τα κράτη που στο παρελθόν αψήφησαν τις επιταγές της ηθικής και ενστερνίστηκαν την Machtpolitik στη διεθνή τους συμπεριφορά, γνώρισαν αργά ή γρήγορα τη συντριβή, όσο ισχυρά κι αν ήταν. Και αυτό γιατί η ηθική διάσταση εμπεριέχει πολιτική δυναμική, όπως ιστορικά έχει φανεί σε επαναστατικές περιόδους.

 

Η σχέση όμως της πολιτικής με την ηθική στο χώρο των διεθνών σχέσεων γνωρίζει και μια νέα παράμετρο, τα τελευταία χρόνια. Όλο και περισσότεροι στοχαστές, αλλά και πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, συνειδητοποιούν ότι η έννοια της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης πρέπει να λάβει τη μορφή συγκεκριμένων πολιτικών προς όφελος των ασθενέστερων χωρών, σ’ έναν κόσμο όπου εμφανίζονται όλο και ισχυρότερες μορφές εξάρτησης και αλληλουχίας.

 

Ωστόσο, οι ηθικές προκλήσεις για την παγκόσμια πολιτική δεν σταματούν εδώ. Ο κίνδυνος ολοκληρωτικής καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος είναι καταφανής, και η ανάγκη λήψης επειγόντων –και οδυνηρών για τους ισχυρούς– μέτρων είναι δεδομένη, και μάλιστα πιεστική. Εδώ υπεισέρχεται η έννοια της διαγενεακής δικαιοσύνης, δηλαδή της υποχρέωσής μας να νοιαζόμαστε για το τι περιβάλλον θέλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές και να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αναστρέψουμε τη σημερινή πορεία συνεχούς επιδείνωσης της κατάστασης.

 

Το ζήτημα της ασφάλειας και της ταυτόχρονης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια επίσης μεγάλη πρόκληση για τις σημερινές κοινωνίες και τις ηγεσίες τους: μας θέτει ενώπιον τεράστιων πολιτικών, νομικών και ηθικών ευθυνών. Καλό είναι όμως να θυμόμαστε πως η Ιστορία έχει αποδείξει ότι έσφαλαν όσοι πίστεψαν πως με βασανισμούς ή εξευτελισμούς ανθρώπων επιτυγχάνεται η ασφάλεια.

 

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα των σημερινών καιρών είναι οι προκλήσεις που θέτουν στην Επιστήμη, το Δίκαιο και τη Βιοηθική, τον κλάδο αυτόν της Εφαρμοσμένης  Ηθικής, η Γενετική και η Βιοτεχνολογία. Για να αντιμετωπιστούν, απαιτείται ουσιαστική συνεργασία της Πολιτείας με τους επιστήμονες και άνοιγμα προς την κοινωνία, ώστε τα ηθικά διλήμματα που γεννά η ανάπτυξη της Γενετικής και της Βιοτεχνολογίας να καταστούν αντικείμενο ευρείας δημόσιας συζήτησης, πριν από οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμισή τους.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Το ζήτημα της σχέσης της πολιτικής με την ηθική είναι ευρύτατο, και έχει ένα πλήθος από πτυχές. Ήθελα να σας παρουσιάσω ορισμένες μόνον σκέψεις και προβληματισμούς μου, και να εκφράσω την ελπίδα ότι οι κοινωνίες και οι διανοητές όλου του κόσμου θα συνεχίσουν έναν γόνιμο, ερευνητικό διάλογο, που θα τροφοδοτήσει τη σκέψη κάθε πολίτη.

 

Κλείνω την ομιλία μου τονίζοντας ότι, καθώς παραμένω βαθιά ουμανιστής, έχω εμπιστοσύνη στη ικανότητα του ανθρώπου να βρίσκει τελικά πάντοτε τον σωστό βηματισμό για τη συνέχιση της πορείας του, και γι’ αυτό πιστεύω ότι θα αντεπεξέλθει και τούτη τη φορά με επιτυχία στις μεγάλες ηθικές και πολιτικές προκλήσεις της εποχής μας. Θα αντεπεξέλθει όμως μόνον εφόσον όλοι αντιληφθούμε ότι η βάση της πολιτικής πρακτικής τόσο σε εθνικό, όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να είναι άλλη από την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία των αδυνάτων.-

 

 

 

 



 
τον φάκελο "κίνηση ιδεών"
     τον διαβάσανε:

       
 
      αριθμός επισκεπτών