ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

Η βασιλική των κεκοιμημένων

 

Θανάσης E. Mαρκόπουλος

                                                                                                                               και μην ακούς πάνω και κάτω

κόσμος – είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι.

(Παραλογή, 1993)

 


Μιχάλης Γκανάς

        Ο Μιχάλης Γκανάς ανήκει στην ποιητική γενιά του 1970. Πρόκειται για τους ποιητές εκείνους οι οποίοι, σύμφωνα με τους γραμματολόγους, γεννήθηκαν στα χρόνια 1943-1955 και δημοσίευσαν κείμενά τους λίγο πριν ή λίγο μετά το 1970. Κατά συνέπεια δεν έχουν εμπειρίες και βιώματα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο παρά μονάχα ακούσματα, ενώ, παρόλο που μεγαλώνουν μέσα στο κλίμα του ψυχρού πολέμου και της ανάπηρης ελληνικής δημοκρατίας, ζουν ενγένει πιο άνετα από τις προηγούμενες γενιές, σπουδάζουν περισσότερο και επικοινωνούν με το εξωτερικό ευκολότερα. Η στιγμή της εμφάνισής τους πάλι συμπίπτει με τη δικτατορία του 1967 και την εισβολή της τηλεόρασης και του καταναλωτισμού αλλά και με την έξαρση, σε παγκόσμιο επίπεδο, των αντιπολεμικών κινημάτων και των εξεγέρσεων της νεολαίας: διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, Άνοιξη της Πράγας, Μάης του ’68 στη Γαλλία. Μέσα σ’ αυτές τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και κάτω από τις επιδράσεις των Αμερικανών beatniks (Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ, Κέρουακ), κυρίως όμως της ιθαγενούς παράδοσης, του δημοτικού τραγουδιού και του Παλαμά, του Καβάφη και του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Εμπειρίκου, αλλά και των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, διαμορφώνονται οι νέοι ποιητές του 1970, οι οποίοι, στην αρχή τουλάχιστον, παρουσιάζουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, που τους διαφοροποιούν από την αμέσως προηγούμενη γενιά, τη δεύτερη μεταπολεμική ή γενιά του ’60, όπως είναι η αμφισβήτηση ή, έστω, η λεγόμενη αμφισβήτηση κάθε ιδεολογίας, το χιούμορ και η σάτιρα, η εκφραστική ελευθεριότητα και η ενασχόληση με κοινόχρηστα θέματα ή αντικείμενα. Σ’ αυτήν τη γενιά

ανήκει ο Μιχάλης Γκανάς, που, αν και από τους μεγαλύτερους στην ηλικία, πρωτοεμφανίζεται ωστόσο με συλλογή μόλις το 1978.

       Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε το 1944 στον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας, ενώ το 1948, λόγω Εμφυλίου, βρέθηκε με την οικογένειά του στην Αλβανία κι από κει στην Ουγγαρία. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1954. Έζησε συνεπώς την εμπειρία του πολέμου και της προσφυγιάς μικρό παιδί κι αυτήν την εμπειρία κατέγραψε αργότερα στο σύντομο αλλά εξαιρετικό αφήγημά του Μητριά πατρίδα (1981). Το 1962 φτάνει στην Αθήνα για νομικές σπουδές, που ποτέ δεν τελειώνει λόγω βιοτικών αναγκών. Έκτοτε ζει και εργάζεται στην πρωτεύουσα. Βιβλιοπώλης για δεκαπέντε χρόνια στη «Δωδώνη» (1972-1987), συνεργάστηκε στη συνέχεια με την τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος, ενώ από το 1989 ως το 2005 που συνταξιοδοτήθηκε υπήρξε κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία. Πέρα από το αφήγημα που προαναφέρθηκε, τρεις μεταφράσεις [Νεφέλες του Αριστοφάνη (1991), Επτά επί Θήβας του Αισχύλου (1994), Άσμα ασμάτων (2005) –η μόνη δημοσιευμένη] και μια έκδοση με στίχους μελοποιημένους κι ανέκδοτους (Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς, 2002), έχει δημοσιεύσει τις εξής ποιητικές συλλογές: Ακάθιστος δείπνος (1978), Μαύρα λιθάρια (1980), Γυάλινα Γιάννενα (1989), Παραλογή (1993), Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα (μαζί με τους Ηλία Λάγιο, Γιώργο Κοροπούλη και Διονύση Καψάλη) (1993), Τα μικρά 1969-1999. Άγνωστα και γνωστά ποιήματα (2000), Ο ύπνος του καπνιστή (2003).

Για την Παραλογή του τιμήθηκε το 1994 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

        Όπως κάθε ποιητής, έτσι κι ο Μιχάλης Γκανάς επιλέγει τους προγόνους του. Μοντέρνος κατά βάση, δεν αποποιείται τους τρόπους της δημοτικής παράδοσης. Άλλωστε οι τρόποι αυτοί έρχονται από τα βουνά της Ηπείρου, από τα διάσπαρτα οστά των σκοτωμένων του Εμφυλίου, από τους ανθρώπους και τα ζωντανά του γενέθλιου τόπου. Πέρα από το δημοτικό τραγούδι όμως, η ποίηση του Γκανά συνομιλεί και με πολλά άλλα κείμενα κι από την άποψη αυτήν η περίπτωσή του είναι χαρακτηριστική. Αφορμάται από τον ΄Ομηρο και το Σολωμό, περνάει από τον Κρυστάλλη, το Γρανίτσα, τον Παπαδιαμάντη, το Σικελιανό και τον Καρυωτάκη και φτάνει στο Σεφέρη και στην Αμοργό του Γκάτσου, μια συλλογή που πρώτη πάντρεψε το δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο με την υπερρεαλιστική οπτική (1943). Από την πρώτη μεταπολεμική γενιά θυμάται το Σαχτούρη των Παραλογών (1945) και το Σινόπουλο του Νεκρόδειπνου (1972), από τη δεύτερη το Μάρκο Μέσκο κι από τη γενιά του το Χρήστο Μπράβο. Όπως ο Μέσκος αναδεύει μνήμες του ορεινού τοπίου και του Εμφυλίου στο άστυ, έτσι κι ο Γκανάς. Επιπρόσθετα, ο δεύτερος έχει βιώσει το τραύμα της πολιτικής προσφυγιάς, ενώ και η μεταναστευτική ερήμωση του τόπου δεν του είναι αδιάφορη. Μεγαλύτερη ίσως συνάφεια παρουσιάζει ο Γκανάς με το Χρήστο Μπράβο, το φίλο του ποιητή από τη Δεσκάτη Γρεβενών, που χάθηκε τόσο πρόωρα (1948-1987). Και στους δυο υπάρχουν οι μνήμες του γενέθλιου τόπου, εμφύλιες ή μη, και οι απόηχοι του δημοτικού τραγουδιού αλλά και μια εκφραστική ένταση, που έχει κάτι από την αγριάδα των βουνών του τόπου τους και τη σκληρή ζωή των ξεγραμμένων. Είναι αυτή ενγένει η ποιητική που ο ίδιος ο Μιχάλης Γκανάς, στον πρόλογο της μεταθανάτιας συλλογής του Μπράβου Μετά τα μυθικά (1996), ονομάζει ‘‘χερσαία και ορεσίβια’’ και θεωρεί γενάρχη της το ‘‘σημαντικότατο Εδεσσαίο ποιητή Μάρκο Μέσκο’’ [βλ. και περ. Νέα Εστία 1774 (Ιανουάριος 2005) 86]. Τέτοιου είδους συσχετίσεις έχει προφανώς υπόψη του ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, όταν γράφει: «Ο Μιχάλης Γκανάς ανήκει σε μια χορεία ποιητών της νεότερης γενιάς με ιδιότυπο στίγμα: υπαίθριο βίωμα, αγροτικός χώρος, μνήμη του γενέθλιου τόπου είναι ορισμένα από τα πιο βασικά κλισέ που συνήθως χρησιμοποιούνται προκειμένου να περιγραφούν οι εικόνες και τα θέματα αυτής της, ας πούμε, ομάδας» [εφ. «Η Καθημερινή» (2-9-1989)]:

 

Ι

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά

κι ανάτελλε τα ζωντανά του,

καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,

αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην

οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,

στο χιόνι και στον άγριο καιρό

γυάλινα και μαλαματένια.

Κι όσο πήγαινε η μέρα,

σαν το βαπόρι σε καλά νερά,

είδα και μιναρέδες κι άκουσα

τα μπακίρια να βελάζουν.

(Γυάλινα Γιάννενα)

 

        Στην ποιητική φόρμα ο Γκανάς παρουσιάζεται πολύτροπος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίησή του μοιάζει με τα «ηπειρώτικα πολυφωνικά τραγούδια», όπως λέει ο ίδιος για τη συλλογή του Ο ύπνος του καπνιστή [εφ. «Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη 286» (19-12-2003)]. Βέβαια το βασικό σχήμα είναι το ελευθερόστιχο κείμενο, ποικίλου μεγέθους, της μοντέρνας ποίησης. Ποίημα της μιας σελίδας συνήθως, ενίοτε καλύπτει και δεύτερη, με στίχο ολιγοσύλλαβο ή πολυσύλλαβο, και στην ακραία εκδοχή καταλήγει να έχει το μήκος μιας ολόκληρης συλλογής, η οποία όμως συντίθεται από επιμέρους άτιτλα κείμενα (Παραλογή).

        Πολύ συχνά το ποίημα παίρνει το σχήμα της μινιατούρας. Η φόρμα αυτή, με στίχους ολιγοσύλλαβους ενγένει, εμφανίζεται στις δύο πρώτες συλλογές (Ακάθιστος δείπνος και Μαύρα λιθάρια), με τίτλο «Ακαριαία» στην πρώτη, «Ακαριαία» και «Μονόξυλα» στη δεύτερη, ενώ στην τέταρτη (Παραλογή) τα μινιμαλιστικά αυτά κείμενα παρατίθενται άτιτλα. Η τιτλοφόρηση «Ακαριαία» αλλά και η συναγωγή αυτών των ποιημάτων μαζί με ορισμένα άλλα, σύντομα και πάλι, στην έκδοση Τα μικρά δεν αφήνουν αμφιβολίες για το νόημα αυτής της γραφής. Η προσπάθεια στόχο έχει να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, την ιδέα, μια εικόνα, μ’ ένα λόγο καίριο, επιγραμματικό, όπως το φλας της φωτογραφικής μηχανής. Πρόκειται για τεχνική που κατάγεται από τα χάικου και τα τάνκα της Άπω Ανατολής και στην Ελλάδα τη φέρνει ο Γιώργος Σεφέρης [Τετράδιο γυμνασμάτων (1928-1937) (1940), Ποιήματα, 171992], αλλά συστηματικότερα ο Δ.Ι. Αντωνίου (Χάι-κάι και τάνκα, 1972). Σ’ αυτήν την πρόσληψη οφείλεται η επίδοση ορισμένων ποιητών στις μικρές φόρμες τη δεκαετία του ’70. Από την άλλη, ο τίτλος της συναγωγής δεν μπορεί παρά να ανακαλεί στη μνήμη του πληροφορημένου αναγνώστη την ομώνυμη έκδοση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (Μικρά ποιήματα, 1975):

 

Ψηλή γυναίκα

μου ρίχνεις τον ίσκιο σου

και σουρουπώνω.

 

Πηγάδι γίνομαι βαθύ

και με πονάνε τ’ άστρα.

(Τα μικρά, σ. 73)

 

 

καίρια σημεία της σημαντικής του, τονίζει το ενδοστρεφές θέμα και το φωτίζει» (Προσωπικά κείμενα, 2000, σ. 86) [τα πλάγια δικά μου]:

 

Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε.

 

Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες

τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ

θροΐζει με πολλά δρεπάνια

αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.

Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται

αόρατο το χέρι που ξηλώνει

και τρέμω μην κοπεί το νήμα.

Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη

σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες

νιφάδα-χνούδι των βουνών

χαλάζι-φυλλοβόλο

κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό

στην κιβωτό της μήτρας.

Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει

αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

 

Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες

στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.

(Παραλογή, σ. 7)

 

        Όσο κι αν η τεχνική αυτή θυμίζει την «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου», που προτείνει ο Νάσος Βαγενάς στο άρθρο του «Η κρίση του ελεύθερου στίχου» [περ. Νέα Εστία 1734 (Μάιος 2001) 721-727], μια αξιοποίηση δηλαδή στοιχείων της έμμετρης προσωδίας για την επαναπόκτηση του ρυθμού από τον πεζολογούντα ελεύθερο στίχο, η περίπτωση του Γκανά ωστόσο φαίνεται άσχετη, καθώς η τακτική αυτή ακολουθείται από πολύ νωρίς, από την πρώτη ακόμα συλλογή, και προφανώς συναρτάται με τα θέματα και την καταγωγή του ποιητή από μια περιοχή με ιδιαίτερα ισχυρή τη δημοτική παράδοση. Από την αγάπη αυτήν προς το δημοτικό ρυθμό αλλά κι από μια αδυναμία, απ’ ό,τι φαίνεται, στους μεσοπολεμικούς ελάσσονες ποιητές της ανανεωμένης παράδοσης, όπως ο Λάμπρος Πορφύρας κι ο Τέλλος Άγρας, εκκινούν τόσο η στιχουργική δραστηριότητα του ποιητή όσο και η τάση του να χτίζει παραδοσιακά στη φόρμα ποιήματα από τη δεύτερη ακόμα συλλογή, τάση που στη δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε μεταμοντέρνα και ακολουθήθηκε από νέους ποιητές, όπως ο Ηλίας Λάγιος, ο Γιώργος Κοροπούλης κι ο Διονύσης Καψάλης (Τριώδιο, 1989), με τους οποίους ο Γκανάς συνέπραξε με δεκαέξι ποιήματα στην Ανθοδέσμη:

 

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία

 

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,

Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,

είκοσι χρόνια σου πληρώνω νοίκι.

 

Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,

νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.

Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα

σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει!

 

Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες

και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,

με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες

 

στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,

ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες

που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.

(Μαύρα λιθάρια)

 

        Όποια φόρμα όμως κι αν επιλέγεται, ο λόγος διακρίνεται για τη διαύγεια και την ευθυβολία του, την τόλμη, την εικονοποιία, το λυρισμό, την ένταση, χαρακτηριστικά που πηγάζουν βέβαια από μια ορισμένη ιδιοσυγκρασία, αλλά κι από μια ποιητική βούληση η οποία προτάσσει το βίωμα, όχι τη γραφή. Άλλωστε ο Γκανάς φτάνει στο άστυ από την Ήπειρο, έναν τόπο με ισχυρές παραδόσεις, όπως οι Γιάννης Δάλλας, Τάσος Πορφύρης, Χριστόφορος Μηλιώνης, Νίκος Χουλιαράς, Βασίλης Γκουρογιάννης, Σωτήρης Δημητρίου, για να μείνουμε στους νεότερους. Είναι εύλογο λοιπόν η τεχνική του να έχει βιωματικές καταβολές. Αυτό σημαίνει πως φέρνει μέσα του έντονες παιδικές μνήμες, οι οποίες συνδέονται όχι μονάχα με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού αλλά και με την πρόσφατη ιστορία του τόπου και τους ανώνυμους ανθρώπους, οικείους και μη, που αποδήμησαν. Οι μνήμες αυτές επηρεάζουν αναπόφευκτα, πέρα από την τεχνική, και τη θεματική του ποιητή. «Στο Μιχάλη Γκανά», συνοψίζει εύστοχα η Μαρία Τσάτσου, «συμπλέκεται η προσωπική αγωνία, με τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, με το δράμα της πατρίδας. Εμφύλιος, μετανάστευση, το χωριό, η πόλη, ζωή και θάνατος. Το έπος μιας οικογένειας συνυφαίνεται με το ιστορικό γίγνεσθαι μιας ολόκληρης χώρας. Γι’ αυτό το απόσταγμα φτάνει σ’ εμάς αβίαστα με νωπές τις δαχτυλιές του χρόνου» [εφ. «Η Καθημερινή» (16-5-1999)].

        Η μεταφύτευση καταρχήν στο άστυ προκαλεί απαρέσκεια στον ποιητικό υποκείμενο και το οδηγεί στην εσωτερική εξορία. Από τη μια, η δικτατορία του ’67 επιβάλλει ένα κλίμα ανελευθερίας, που στομώνει τα τραγούδια και αφοπλίζει τη λαϊκή ενεργητικότητα. Από την άλλη, ένας τρόπος ζωής αλλιώτικος, τόσο διάφορος από τη ζωή της απομακρυσμένης επαρχίας. Η καταναλωτική τεχνολογία θριαμβεύει. Ο καινούριος κόσμος υψώνεται ερήμην των ανθρώπων και των πραγματικών τους αναγκών. Είναι ο καιρός του τρανζίστορ και της τηλεόρασης, ο καιρός των διαφημίσεων. Τα πλήθη βολοδέρνουν για τον επιούσιο στους δρόμους, ανάμεσα σε πολυκατοικίες που στολίζονται με υφαντά και μπάντες κι εξορίζουν τις μνήμες της παλιότερης ζωής. Άλλοι λησμόνησαν τη φιλία, τα γνήσια αισθήματα, έγιναν δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές, και ζουν πια υποταγμένοι. Δεν αποκαλύπτουν τις πληγές, τις αντιφάσεις,

τους συμβιβασμούς. Προσποιούνται κιόλας, ψεύδονται, γίνονται άλλοι. Βέβαια οι καιροί είναι δύσκολοι και η ανάγκη της επιλογής ανάμεσα στην υποταγή και την ελευθερία επιτακτική:

 

Κάθε πρωί

 

Κάθε πρωί γύρω στις δέκα

μια λάμψη σκοτεινή τον γονατίζει.

Θέλει να τρέξει να κρυφτεί,

θέλει σκοτάδι.

Γύρω τηλέφωνα, πελάτες

κι ένας στα μαύρα,

με σχοινί και με κουβά,

που τον αδειάζει ως τα γόνατα.

 

Ακούει μέσα του τ’ ανήμερο πηγάδι,

τ’ άπιαστο χέλι που βιδώνεται στη λάσπη,

κι ανάβει αργά το δέκατο τσιγάρο.

 

Σαν προσευχή

σηκώνεται ο καπνός

και σαν καπνός

από καμένο σπίτι,

που χρόνια τώρα όλοι έχουν φύγει

κι αυτό καπνίζει μοναχό του

κουφώματα

πατώματα

κρεβάτια...

        (Γυάλινα Γιάννενα)

 

        Κοντά σ’ αυτά, και η μετανάστευση, μια κοινωνική αιμορραγία άλλου είδους. Η μεταπολεμική μαζική έξοδος των Ελλήνων στην Κεντρική Ευρώπη αδειάζει την πατρίδα, γυμνώνει τους λόφους και τις πλαγιές, αφοπλίζει τα πουλιά και τα δέντρα. Όμως ο Έλληνας που ξενιτεύεται, για να επιβιώσει, ερημώνει τον τόπο του για δεύτερη φορά, όταν στην ξένη γη ξεχνάει ποιος είναι και επιστρέφει άλλος:

 

Αυτοί που έφυγαν,

σε δυο σε τρία καλοκαίρια

θα γυρίσουν βαλίτσες,

τρανζίστορ, μαγνητόφωνα,

αφοπλισμένα κλαρίνα.

        («Αφοπλισμός», Ακάθιστος δείπνος)

 

        Παρά τη θλίψη ωστόσο που προκαλεί στο ποιητικό υποκείμενο η κοινωνική συνθήκη, υπάρχει και η καθημερινότητα με τις μικροχαρές της: ο απογευματινός καφές στη βεράντα συντροφιά με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ο πρωινός στην οδό Σόλωνος, τα ούζα στην Ακαδημίας, η ταβέρνα και το κρασί, το τραγούδι, το κάπνισμα. Κοντά σ’ αυτές, και η μεγάλη χαρά του έρωτα, η πιο χαρμόσυνη νότα στο σκοτεινό τοπίο της αστικοποίησης.

        Ο έρωτας του Γκανά είναι κατεξοχήν ευδαιμονικός. Δεν είναι ο παραπονιάρης, μίζερος έρωτας, οι κοπετοί και τα δάκρυα. Είναι φως κι αλάτι, γαλάζιος ουρανός, ελπίδα κι απαντοχή στο δύσκολο καιρό. Η καθημερινότητα, από την άλλη, φθείρει τον έρωτα κι αποδυναμώνει τα αισθήματα, μα η κερδισμένη από την πείρα σοφία παρηγορεί, ενώ η προτίμηση από όλες τις σκλαβιές δίνεται στη σκλαβιά της αγάπης. Είναι ακόμα ο έρωτας το υπέρτατο πάθος που οδηγεί στο έγκλημα και εγκλείει το φονιά «ισόβια στο σώμα του» (Παραλογή, σ. 17). Είναι τέλος ο έρωτας θυσία και υποταγή, απόσβεση του προσώπου και διαρκές μαρτύριο, όχι αγάλματα και προτομές:

 

Θα πιω τη γλώσσα σου ως τη ρίζα

τα λόγια και τα βογγητά σου

λέξεις λεξούλες οιμωγές

προστακτικές και προσευχές

ανάσα μου ρηχή βαθιά πνιχτή

όλο κραυγές και μινυρίσματα

κορμί μου καλομαθημένο

αλάτι γίνε στο μάτι του χιονιού

να το τυφλώσεις γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά

που με φυσάει το βλέμμα σου γλυκά και πάω.

 

Πάω χαμένος.

(Ο ύπνος του καπνιστή, σ. 12)

 

        Η μεγάλη δεξαμενή ωστόσο από την οποία αντλεί τα θέματά του ο Γκανάς είναι η μνήμη της παιδικής ηλικίας και του γενέθλιου τόπου. Το σκηνικό στο οποίο αναπτύσσεται κατά βάση η μυθολογία του ποιητή είναι ορεινό,  ηπειρώτικο: βουνά και ποτάμια, πλατάνια, βροχές, ομίχλη και χιόνι, βελάσματα κι αγρίμια, πουλιά κάθε λογής, κυρίως κοτσύφια. Κι εντός του τοπίου περιστατικά σημαντικά κι ασήμαντα, άνθρωποι, δικοί και ξένοι, χαρές κι αγωνίες,

ντουφέκια και κλαρίνα, όλα βαθιά χαραγμένα στην παιδική ψυχή. «Η ελληνική ύπαιθρος», γράφει ο Μισέλ Φάις, «ασκεί στον Γκανά μια σκοτεινή γοητεία• μια ανεξερεύνητη σαγήνη φορτισμένη με παιδιόθεν τραύματα, κακοφορμισμένες μνήμες της νεότερης εθνικής περιπέτειας (Κατοχή, Εμφύλιος) και αισθήματα απαρέσκειας ή αυτοσαρκασμού για την ερήμωσή της, στο όνομα της βίαιης αστικοποίησης ή της καταναλωτικής ευμάρειας» [περ. Εντευκτήριο 23-24 (Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1993) 191].

        Ανάμεσα στις παιδικές μνήμες δεσπόζει, όπως είναι εύλογο, ο θάνατος, θέμα που απασχολεί και τον ώριμο Γκανά, έτσι που να ’χει απόλυτο δίκιο ο ποιητής, όταν παρομοιάζει τον εαυτό του με «τρίκλιτη βασιλική», που αντιλαλεί «από φωνές πολλών κεκοιμημένων» (Παραλογή, σ. 26). Μέσα στο σκηνικό ενός άλλου καιρού ο θάνατος είναι πρώτα πρώτα ιστορικού χαρακτήρα: ο θαμμένος αντάρτης στη Φλώρινα του 1949, τα γυμνωμένα κόκαλα των σκοτωμένων, τα σωζόμενα πολυβολεία. Είναι όμως κι ο θάνατος των απλών ανθρώπων, που περιβάλλουν τον ποιητή, του παππού, του φίλου, προπάντων της μάνας. Η μάνα είναι η πιο αγαπημένη μορφή του Γκανά και κατέχει κεντρική θέση στο έργο του, κατεξοχήν στην Παραλογή, μια συλλογή, που, παρά τον αντιαφηγηματικό της χαρακτήρα, παραπέμπει ευθέως στη δημοτική παράδοση του είδους με τις αναφορές της στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» και τα μοτίβα της: απάνω και κάτω κόσμος, ξένα-θάνατος, νεκροί που μιλούν. Είναι η μάνα των παιδικών χρόνων και των γλυκών αναμνήσεων, όπως η ευωδιά των μήλων στην κάμαρα του ’57. Η ανήμπορη μάνα στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Η μάνα που προκαλεί τύψεις στο ποιητικό υποκείμενο, γιατί δεν τήρησε την υπόσχεσή του να πεθάνει μαζί της. Η μάνα είναι ο ισχυρός δεσμός με τη γενέθλια γη κι είναι για χάρη της που ο ποιητής κατεβαίνει στον κάτω κόσμο, σε μια δική του Νέκυια, αναζητώντας την. Ο θάνατος είναι η περίληψη της ως τα τώρα ζωής του ποιητή. Είναι λοιπόν φυσικό που το «Θεμελιακό χρώμα» της είναι το μαύρο (Μαύρα λιθάρια):

 

Να με θυμάσαι – βασιλικά να τρίβεις στις παλάμες

σου για να θυμάσαι – και δάκρυα πολλά να χύνεις

όταν με θυμάσαι – όταν σημαίνει Ναύπακτος–

Αράχοβα-Δεσκάτη – όταν περνάς Γαλήνης 18 –

που δεν περνάς – να με θυμάσαι – εκεί χαρτιά

μισογραμμένα – παιδιά που μεγαλώνουν – Ηλίας –

Γιάννης – τα παιδιά μου – εκεί παράπονο Ερμιόνη –

περαστικός Μιχάλης και Χρήστος των χρωμάτων –

βασιλικά να τρίβεις για να με θυμάσαι όταν

σημαίνει Σάββατο – Μαυρομιχάλη 8 – ο Φίλιππος

μαζί μας – αχ Γεωργία – Γιάννη – Έκτορα – Νίκο –

Γιώργο – να τους πεις... – να με θυμάστε –

Οβρένοβιτς και Παυσανίου – όπου πάτε με Πόπη

και Μυρσίνη και Γιαννάκη – και μη μου γράφεις –

δεν σκέφτεσαι εμένα όταν γράφεις – σκέφτεσαι

αυτό που γράφεις – κι εγώ ζητάω μνή-μη – πεινάω

μνή-μη και διψάω μνή-μη – και μη σας βγάλω απ’

τη ζωή σας – δεν το θέλω – εσύ το θέλησες –

θυμήσου – χωρίς εσένα δεν υπάρχω – χωρίς εμάς

είστε μειοψηφία (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ) χωρίς εσάς οστά

γεγυμνωμένα – και μην ακούς πάνω και κάτω

κόσμος – είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι.

            (Παραλογή, σ. 27)

 

Σημείωση: Το κείμενο αυτό, όπως και του Μάρκου Μέσκου, διαβάστηκαν στην εκδήλωση της Παρασκευής, 17 Μαρτίου 2006,που έγινε προς τιμή του ποιητή στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας και οργανώθηκε από το σχολικό σύμβουλο φιλολόγων Ν. Ημαθίας Θανάση Μαρκόπουλο με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Ημαθίας, της Ένωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης και της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού Βέροιας.

 

 
      αριθμός επισκεπτών