Νεμέρτσκα

"ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΡΤΣΚΑΣ"

 του Τάσου Πορφύρη

1. Κώστας Ράπτης

Η μουσική  "ΒΡΟΝΤΑΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ (στ' άρματα - στ' άρματα)" προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»

Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!

   

 


 Τάσος Πορφύρης

Με το μουλάρι κίνησες από τα Φραστανά

Και τις χαράδρες του βουνού που το κυκλώνουν

Καβάλα κι η φύση θάμα γύρω σου: Ωσαννά!

Τα σύννεφα πα στο ποτάμι χαμηλώνουν

 

Νεμέρτσκα Γράμμος Τασκένδη Σιβηρία

Ένα ταξίδι μ’ ανοιχτές πληγές σε κάθε τόπο

Μια ετοιμόρροπη σμπαραλιασμένη γαλαρία

Πώς να την διαβείς; Θα βρεις τάχα τον τρόπο;

 

Στη μνήμη οι μάχες στο Καλπάκι στη Μουργκάνα

Ο στερνός χορός με τον παπά στο χοροστάσι

Κι ο καημός φλογίτσα στο εικονοστάσι

Εκεί που έκλαιγε χωρίς σταματημό η Μάνα.

 

Τα κόκκαλά σου σ’ αφιλόξενα ρουμάνια

Σκορπισμένα γίναν λυγερόκορμες βελανιδιές

Κι οι αετοί φτεροκοπώντας στα ουράνια

Παρηγοριά στις κουρασμένες μας καρδιές!

  


Άρης Βελουχιώτης

Ο Κώστας Ράπτης -καπετάν Νεμέρτσκας- σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς και αποφοίτησε τη χρονιά 1935-36. Στη συνέχεια, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού όπου τιμήθηκε με το Παράσημο Ανδραγαθίας γιατί εξουδετέρωσε ολόκληρο φυλάκιο Ιταλών στον πόλεμο του 1940. Διοικητής του 15ου Συντάγματος του Δημοκρατικού Στρατού στο πρώτο αντάρτικο.

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ένα Πάσχα στο χωριό χόρεψε στην κορφή μαζί με τον παπά του χωριού. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο τον βρίσκουμε στην Τασκένδη. Ήθελε να πάει στην Κίνα· ήταν ζαχαριαδικός και μετά την πτώση του Ζαχαριάδη τον έστειλαν όπως και άλλους ομοϊδεάτες τους στη Σιβηρία. Δούλεψε σαν εργάτης κουβαλώντας υλικά για οικοδομές αλλά δεν άντεξε και πέθανε. Στη Σιβηρία πήγε παντρεμένος κι η γυναίκα του ήρθε στην Ελλάδα, όπου την φιλοξένησε ο αδελφός του Γιώργος που εμπορευόταν χρυσό και ασήμι. Δυστυχώς ο Γιώργος απεβίωσε χρόνια τώρα και δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του αδελφού του Κώστα που θα του είχε εξομολογηθεί η νύφη του.

Ο Χαρίλαος Φλωράκης, ως γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε., σε μια ομιλία του για τους εξόριστους κομμουνιστές αναφέρθηκε στον Κώστα Ράπτη, επαινώντας τον. Κι ο Δημήτρης Χατζής αναφέρει («Θητεία» ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 1940-1950, Αθήνα 1979) πως ο Νεμέρτσκας παράδερνε μήνες με τα παλικάρια του ν’ ανοίξουνε στα Τζουμέρκα οι δρόμοι απ’ όπου πέρασε ο Δημοκρατικός Στρατός.

 

Κεραυνέ αναμενόμενε μετά από την οφιοειδή λάμψη στο αχανές του διαστήματος φωτίζοντας για ελάχιστο χρόνο τις μυστικές διαδρομές των σκοτεινών σου σχεδίων προκαλώντας τρόμο και τριγμούς στο στερέωμα που μας απειλεί παρ’ όλα τα «κλεισίματα» ματιού προς τις καλοκαιρινές νύχτες που με κείνες τις πτώσεις των διαττόντων των πρώτων ημερών της δημιουργίας η μέρα ξημερώνει πλυμένη, ηλιόλουστη, γαλαζοπράσινη με δάση κρύβοντας φωλιές πουλιών, ερπετών και των κάθε είδους υπηκόων τους κι όλα αυτά μοιρασμένα σ’ όλες μας τις αισθήσεις απλόχερα χωρίς περιορισμούς με μια πληρότητα να αγγίζει τα όρια της ευδαιμονίας κρύβοντας τον σπόρο της καταστροφής που προσμένει υπομονετικά την ώρα του. Και κείνα τα παλιά σπίτια στην απότομη πλαγιά, ένα με τα δέντρα πια, τις φωλιές των αγριμιών, τις βραδινές περιπλανήσεις της σελήνης μπαίνοντας απ’ τα ανοιχτά παράθυρα στις περασμένες ζωές με τους περιποιημένους μπαξέδες, τα γκαλντερίμια, τις πέτρινες σκεπές και τα λούκια που οδηγούσαν το νερό στις στέρνες, τα πήγαινε-έλα των καλιγωμένων αλόγων και των άλλων που γύριζαν απ’ τη βοσκή στα κατώγια να μηρυκάσουν με την ησυχία τους την Άνοιξη που είχαν βιαστικά κορφολογήσει από τους γράβους, τις κρανιές· σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Κώστας Ράπτης, ο δάσκαλος και κατόπιν Καπετάν Νεμέρτσκας.

  

Με τον Μιχάλη Γκουντούλη, συγχωριανό και φίλο μου, ξεκινήσαμε από το χωριό μας τον Άγιο Κοσμά γύρω στις 9 η ώρα το πρωί για το τυροκομείο του Βασίλη Πορίχη που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου μπαίνοντας στα Φραστανά, στον όγκο της Νεμέρτσκας. Σε μισή ώρα περίπου από το χωριό μας συναντήσαμε (με το μικρό τετραθέσιο Ρενώ) σε μια στροφή  το τυροκομείο. Οι πρώτες βροχές είχαν πέσει κι όλα ήταν καταπράσινα, καθαροπλυμένα. Αριστερά του δρόμου ήμερες φουντωμένες πλαγιές και δεξιά έπρεπε να σηκώσουμε ψηλά το κεφάλι για να το δούμε -γκρίζα ερειπωμένα σπίτια μ’ ανοιχτά παράθυρα, γερμένα παραθυρόφυλλα στις διαθέσεις της βροχής και του αγέρα σκαλωμένα στις απότομες πλαγιές με τις προσβάσεις αποκλεισμένες από σκραπιά, δέντρα, βατομουριές. Λύκοι, αλεπούδες κι αγριογούρουνα μόνοι κάτοικοι της περιοχής και κοπάδια γιδοπρόβατα, πολλά κοπάδια κυρίως στον κορμό του βουνού τρέφοντάς τα με τη χλωρίδα που το καλύπτει. Με τις δυνατές βροχές τα κοπάδια κατεβαίνουν στους πρόποδες όπου υπάρχουν και οι στάνες να τα φιλοξενήσουν. Το μαγαζί του Πορίχη πεντακάθαρο. Ο Βασίλης μάς υποδέχεται μ’ ένα χαμόγελο φορώντας την άσπρη στολή του καλωσορίζοντάς μας. Τα τυριά όλα σε συσκευασίες· φέτα ενός, δύο τριών και πέντε κιλών σε πλαστικά σκληρά κουτιά με τον ανάλογο ορό για να μην μουχλιάσει, ακόμα και σε μεγάλα δοχεία -αυτά που λέμε λαδιού-, κασέρι, κεφαλογραβιέρα σε αεροστεγείς συσκευασίες λιγότερες του ½ κιλού. Τα τυριά στη συσκευασία τους διατηρούνται περίπου 1½ χρόνο και οι τιμές φθηνότερες από τα σουπερ-μάρκετ και ευκαιρία να τα πάρουμε όταν γυρίζουμε στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη.

 

2. Λεωνίδας Ράπτης

Φραστανά 1911

Μπιζάνι 1946

 

Δίχως τριακόσιους μ’ ένα μπαστούνι από κρανιά

Κι ένα σακούλι σταυρωτά για τη λειψή μπομπότα

Το χώμα ξέρναγε αγκάθια από τη μπότα

Και στις καρδιές μεθοκοπούσε η ερημιά

 

Ψηλός κόντρα τ’ ανέμου στις κορφές και στα χωριά

Τοίμαζες τον ξεσηκωμό ξεχνώντας και τον ύπνο

Ξαλάφρωνες τα στήθια τους διώχνοντας την ανημπόρια

Σε τάιζαν την πίκρα τους και το λιτό τους δείπνο

 

Ξένοι και ντόπιοι λύκοι φρένιαζαν· μουλωχτός

Διάλεγε το μονοπάτι του ο Εφιάλτης

Σου στήσανε καρτέρι στο γιοφύρι Μάρτης

Μπουμπούκι ο γράβος κι η κρανιά κι εσύ ορτός

 

Να σε στεριώνει ο θυμωμένος ποταμός

Κι η πληγωμένη Άνοιξη απ’ τον καιρό του Ρήγα

Στο δρόμο για τα Γιάννενα κι ο μαύρος ο καημός

Να μην μετρά τα λόγια σου τα λίγα

 

Απ’ το Μπιζάνι αντίκρισες στερνή φορά το φως

Μάνα με το σεγκούνι σου και την σφιγμένη ομπόλια

Όσες χιλιάδες οι καρδιές τόσες χιλιάδες βόλια

Το ροζιασμένο χέρι σού φιλούν ο ξένος κι ο δικός

 

Στον κόρφο της Νεμέρτσικας κουρνιάσανε τα Φραστανά

Τρέχει η λαφίνα στις πλαγιές ψάχνοντας τα παιδιά της

Απόκαμε η Μπάμπω έρημα τα χέρια στην ποδιά της

Απ’ τη βροχή γυρνούν μουγκρίζοντας τα ζωντανά

 

Το αίμα δεν σε πρόδωσε κι ούτε θα σε προδώσει

Ο τόπος που σε σκότωσαν γιόμισε παπαρούνες

Το μέλλον π’ ονειρεύτηκες κοπάδια από κουρούνες

Κι οι σύντροφοι έχουν τη μνήμη σου σταυρώσει.

 

(από την ποιητική μου συλλογή «Η Πέμπτη έξοδος»,          

Σημειώσεις, Αθήνα 1980)           

 

Τον θυμάμαι εκείνα τα χρόνια! Όταν ερχόταν στο χωριό τον φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας. Κατέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε στον νοντά ψηλός και λιγνός, σαν άγιος. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τον Δεσπότη Σπυρίδωνα Βλάχο, θείο του Λεωνίδα, που όταν ερχόταν στο χωριό -Κυριακές συνήθως- για να επιθεωρήσει τον παπά του χωριού αν κάνει σωστά τη δουλειά του. Η γιαγιά μου από τη μεριά του πατέρα -η Μάκω Σιούλενα- ήταν το γένος Βλάχου και τον φιλοξενούσαμε τις Κυριακές στο σπίτι. Ανέβαινε στον νοντά μετά το φαγητό και το απόγευμα χτύπαγε με την ποιμαντορική ράβδο το πάτωμα τρεις φορές να του πάμε τον απογευματινό καφέ. Όταν κατέβαινε τη σκάλα έπιανε όλο το πλάτος της, σαν μαύρο σύννεφο. Θυμάμαι μια Κυριακή, ήρθε στο χωριό και επισκέφτηκε την εκκλησία την ώρα της λειτουργίας. Πήγε όμως από την πίσω πόρτα που οδηγούσε στον γυναικωνίτη για να μην γίνει αντιληπτός από τους ψάλτες και τον παπά ο οποίος είχε κατεβάσει αρκετά ποτηράκια κρασί για προθέρμανση και όχι μόνον, γιατί μπέρδευε τα λόγια του όταν άνοιγε το βημόθυρο να διαβάσει το Ευαγγέλιο. Ο Δεσπότης από τον γυναικωνίτη κατευθύνθηκε προς το ιερό περνώντας από το αριστερό κλίτος· εκεί τον περίμενε να τελειώσει το Ευαγγέλιο, οπότε ακούγονταν οι διαμαρτυρίες του παπά από το τράβηγμα της γενειάδας του και τα σκαμπίλια που έτρωγε! Ο παπάς βέβαια δεν σταμάτησε να πίνει. Συνεννοήθηκε με τον παππά του Λαχανοκάστρου -του διπλανού χωριού- να τον ειδοποιεί όταν περνούσε ο Δεσπότης, χτυπώντας συνθηματικά την καμπάνα. Όταν ο παπάς άκουγε την καμπάνα, τελείωνε γρήγορα τη Λειτουργία και εξαφανιζόταν για να γλιτώσει «τας παρά μίαν τεσσαράκοντα βιτσιές» κι άλλους τόσους φούσκους.

Ο Λεωνίδας Ράπτης (Φραστανά 1911 - Μπιζάνι 1946), πολιτικός καθοδηγητής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, καταδικάστηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων γιατί δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας. Εκτελέστηκε στη θέση «Αυγό» -πριν τα Γιάννενα- όπου υπάρχει και η προτομή του.

Ό,τι ακολουθεί το οφείλω στον αγαπητό φίλο, πανεπιστημιακό  καθηγητή μουσικής και ταλαντούχο ακκορντεονίστα Κώστα Ράπτη, γιο του ανιψιού τού Λεωνίδα, Άγγελου Ράπτη, εκπαιδευτικού.

Τον Απρίλιο του 2000 (πηγή: ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, 19 Ιουλίου 2000) με πρωτοβουλία της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Γιαννίνων και με τη συνεργασία του Δήμου Αγίου Δημητρίου έγινε η εκταφή των οστών του Λεωνίδα Ράπτη στη θέση «Αυγό» με την παρουσία πολλών φίλων, συναγωνιστών και συντρόφων του. Στη συνέχεια, ο Δήμος Αγίου Δημητρίου παρέδωσε τα οστά σε αντιπροσωπεία των Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και ξεκίνησε πομπή με πούλμαν και ιδιωτικά αυτοκίνητα που τα μετέφερε στην Κάτω Μερόπη (Φραστανά), ιδιαίτερη πατρίδα του Λεωνίδα Ράπτη, όπου και έλαβε χώρα επιμνημόσυνη δέηση. Στην εκδήλωση αυτή χαιρετισμούς απηύθυναν ο Δήμαρχος Άνω Πωγωνίου, η Π.Ε.Α.Ε.Α., το Κ.Κ.Ε. και η λέκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελένη Κουρμαντζή -συγχωριανή μου-. Το ιστορικό για τη ζωή και τη δράση του ανέλαβε με κύρια ομιλία του ο εκπαιδευτικός Άγγελος Ράπτης, πατέρας του Κώστα Ράπτη. Η ενδιαφέρουσα και πολύ εμπεριστατωμένη ομιλία του είναι δημοσιευμένη στην εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ, στο φύλλο της Τετάρτης 5 Ιουλίου 2000. Ο Λεωνίδας Ράπτης ήταν το τελευταίο παιδί του Θωμά Ράπτη και της Αγγελικής Οικονόμου, αδερφής του πασίγνωστου Επισκόπου Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου.

Η ομιλία του εκπαιδευτικού καλύπτει όλη τη ζωή του Λεωνίδα Ράπτη από τη γέννησή του το 1911 έως την εκτέλεσή του το 1946. Παρακολουθούμε βήμα-βήμα, χρόνο το χρόνο, τη ζωή του κρατώντας την ανάσα μας ώσπου να φτάσει στο τέλος της στο «Αυγό» Ιωαννίνων. Ανάμεσα, γνωριμίες που καθόρισαν τη συμμετοχή του στον αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας. Και κυρίως, την πρότασή του να καθιερωθεί η 7η Αυγούστου ως η Μέρα του Αντάρτη γιατί όπως γράφει: «αλοίμονο στο μέλλον της ανθρωπότητας αν λείψουν οι αντάρτες» και: «Σε περίοπτη θέση αυτού του ιστορικού χωριού να ανεγερθεί, με δαπάνη τουλάχιστον Κατωμεροπαίων, ένα σεμνό μνημείο ηθικής αντίστασης που να γράφει: “Κανέναν αφέντη δεν θέλουμε στην πατρίδα μας την Ελλάδα”».  Τελικά, δεν γνωρίζουμε αν έγινε αυτό το μνημείο. Το σίγουρο είναι πως υπάρχει στην πλατεία του χωριού αναθηματική στήλη με 7 ονόματα θυμάτων του Ελληνοϊταλικού πολέμου και 27 -ανάμεσα στα οποία και το όνομα του Λεωνίδα Ράπτη- θυμάτων του Εμφυλίου.

Γιάννινα: Συνταρακτικές δίκες. Θανατικές εκτελέσεις

(υπό Κώστα Π. Ζάκκα),

Από ειδική έκδοση του ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, Ιωάννινα 2000

 


Δίκη της Ευτυχίας Πρίντζου

Όπως είναι γνωστό, από το 1945 έως το 1948 ήταν για τα Γιάννενα πολύ δύσκολα χρόνια. Συνταρακτικές δίκες, όπως των Πανταζή και Λούλα, του Λεωνίδα Ράπτη, της Σοφίας Φαρίδη, της Ευτυχίας Πρίντζου κτλ. συγκλόνισαν την κοινή γνώμη της περιοχής. Δεκάδες θανατικές καταδίκες συμπολιτών και πάνω από 20 εκτελέσεις. Από τις δίκες αυτές που γίνονταν εκεί, φούντωνε όλο και πιο πολύ ο εμφύλιος σπαραγμός, δεν έλειπε ο εκδικητικός χαρακτήρας. Η ηλικία των κατηγορουμένων, νέοι στην μεγάλη τους πλειοψηφία -17 έως 35 ετών-, οι κατηγορίες που συνήθως τους «βάρυναν» και οι δήθεν «αβίαστες» -κατά την άποψη των Αρχών- «ομολογίες» τους, έδειχναν ανάγλυφα το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε στα Γιάννενα και την περιοχή την εποχή εκείνη.

Στη δίκη του Λεωνίδα Ράπτη και των 9 ακόμα συγκατηγορουμένων του, η σύνθεση του Στρατοδικείου ήταν η παρακάτω:

Πρόεδρος, ο Κουραβέλος Ιωάννης, στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος Γ΄ τάξεως Μέλη:

Παπαδόπουλος Γεώργιος, ταγματάρχης πεζικού -το μπουμπούκι της νεώτερης Ελλάδας, ο κατόπιν χουντικός πρωθυπουργός!-,

Τσατέρης Γρηγόριος, ταγματάρχης πεζικού,

Σερβετάς Κωνσταντίνος, λοχαγός πυροβολικού,

Κοκονέτσης Χρήστος, λοχαγός πεζικού.

Βασιλικός επίτροπος ο Κάρτσωνας Νικόλαος, έφεδρος πρωτοδίκης και

Γραμματέας ο Μπελογιάννης Παντελής, ενωμοτάρχης.

Ως συνήγοροι υπεράσπισης παρουσιάστηκαν οι τότε δικηγόροι της πόλης των Ιωαννίνων: Γεώργιος Κωνσταντινίδης, Κωνσταντίνος Στεφόπουλος και Βασίλειος Τσαντής.  

 

Ο επίλογος στο στρατοδικείο Γιαννίνων

Στις 6 Αυγούστου 1946 εισήχθησαν στο στρατοδικείο των Γιαννίνων οι Λεωνίδας Ράπτης, Βασ. Δήμου ή Σιάρρας, Αλέξ. Κατσουλίδης, Σωτήρης Βλάχος, Κώστας Μπέσιος, Κώστας Τσέφας, Γιάννης Τζούτης, Λάμπρος Γούλας, Φώτης Πάνου και Νικ. Τσίπης. Η δίκη συνεχίστηκε στις 7 και 8 Αυγούστου, έγιναν διάφορα σχόλια. Στις 8 Αυγούστου εκδόθηκε η απόφαση και καταδικάστηκαν ο Λεωνίδας Ράπτης εις θάνατο και οι αντάρτες Σιάρρας, Κατσουλίδης, Βλάχος, Τζούτης, Γούλας σε ισόβια δεσμά. Οι Κ. Τσέφας και Κ. Μπέσιος σε 20 ετών πρόσκαιρα δεσμά. Με ήρεμο μεγαλείο αντιμετώπισε ο Ράπτης τους στρατοδίκες του, η απολογία του είναι κλασική, αποτελεί κορυφαία στιγμή αντιμετώπισης της βίας και της τρομοκρατίας. Όταν ρωτήθηκε πού βρίσκουν οι κομμουνιστοσυμμορίτες τις λίρες άνοιξε το στήθος του και έδειξε στους στρατοδίκες τη φανέλα του.

Στις 13.8 που πέρασε ο μητροπολίτης Σπυρίδων ο Λεωνίδας του είπε: «Πρέπει να σώσεις το ποίμνιό σου απ’ τη σφαγή που το οδηγούν οι ξένοι και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους». Το βράδυ κάλεσε τους συναγωνιστές του και είπε: « Όποιος έχει περισσότερη ανάγκη να πάρει το πουλόβερ μου».

Την αυγή 14.8.46 εκτελέστηκε στο «Αυγό» Γιαννίνων. Ο Λεωνίδας Ράπτης πέρασε στην Ιστορία.

 

Η απολογία του Λεων. Ράπτη

Εκείνο που έχει σημασία απ’ τον αγωνιστή Λεωνίδα Ράπτη είναι η απολογία του στο στρατοδικείο. Είναι ένα μνημείο για πάντα και τη δίνω στη δημοσιότητα εδώ.

Ράπτης: Κύριε πρόεδρε, κύριοι στρατοδίκες, κύριε βασιλικέ επίτροπε. Οι κατηγορίες που αναγράφονται στο κατηγορητήριο είναι οι παρακάτω: 1) Συγκροτήσαμε ένοπλη ομάδα, 2) Επιτεθήκαμε εναντίον του σταθμού χωροφυλακής Γραμμένου, 3) Συνεπλάκημεν με απόσπασμα χωροφυλακής, 4) Κατείχαμε πολεμικά όπλα.

Σε όλη όμως την, πορεία της διαδικασίας -και στη χθεσινή και στη σημερινή - παρουσιάστηκε το φαινόμενο ώστε ολόκληρο σχεδόν το βάρος της κατηγορίας να μην πέσει στο συγκεκριμένο κατηγορητήριο, αλλά να σταθεί... με υποβολιμαίες και σκηνοθετημένες 100% κατηγορίες, όπως των δήθεν όπλων εξ Αλβανίας, τον φόνον των χωροφυλάκων στους Νεγράδες κ.λ.π. κι ακόμα ότι μέσα στις ομάδες αυτοάμυνας ήταν κι ένας Ρώσος.

Πρόεδρος: Δεν ελέχθη τέτοιο πράγμα κατηγορούμενε.

Ράπτης: Ελέχθη κ. πρόεδρε και μάλιστα από το μάρτυρα κ. Φίτσο ο οποίος μίλησε για Σέρβους, Βούλγαρους και Ρώσους.

Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι ολόκληρος η διαδικασία στράφηκε το πολύ σ’ αυτό με αντικειμενικό σκοπό να θίξει το ιστορικότερο και ηρωικότερο κόμμα της Ελλάδας, το Κομμουνιστικό Κόμμα του οποίου από 12 χρόνια είμαι πιστό μέλος και στο οποίο έδωσα τη ζωή μου ολόκληρη.

Επαναλαμβάνω και τονίζω λοιπόν - ύστερ’ από όσα ειπώθηκαν εδώ π.χ. οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αν το ΚΚΕ έδωσε εντολή να συγκροτηθούν ομάδες, αν το ΚΚΕ συνεργάζεται με τα άλλα Κόμματα των Βαλκανίων - ότι είναι ολοφάνερη η προσπάθεια και ο αντικειμενικός σκοπός της δίκης αυτής να κατασπιλώσει το ηρωικότερο Κόμμα της Ελλάδας, το ΚΚΕ.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι στρατοδίκες,

Έγινα μέλος του ΚΚΕ από ηλικίας 17 χρονών. Από τότε δηλαδή που αρχίζουν να διαμορφώνονται στους ανθρώπους οι πολιτικοί προσανατολισμοί. Ήμουν παιδί μικροαστικής οικογένειας, με όχι σοβαρές ελλείψεις. Τάχθηκα όμως στο πλευρό του λαού, της εργατιάς και αγροτιάς, γιατί είδα την οικτρή τους κατάσταση και ένοιωσα τι περίμενε τον Ελληνικό λαό αν δεν εγκαθιδρυθεί στην πατρίδα μας ένα καθεστώς λαϊκό, μια κομμουνιστική κοινωνία. Ο αγώνας λοιπόν γι’ αυτό το σκοπό, έγινε το ιδανικό μου. Ρίζωσε βαθειά στην ψυχή μου. Και ο αγώνας για το λαό ήταν η αιτία να περάσω 12 ολόκληρα χρόνια της ζωής μου στις εξορίες και στις φυλακές. Ολόκληρη δηλαδή την περίοδο της μεταξικής τυραννίας - που τελικά σαρώθηκε κάτω απ’ τις κατάρες του λαού - και αργότερα στα στρατόπεδα των Ιταλών και των Γερμανών. Έκανα πάντα το καθήκον μου. Έβαλα πάνω από τη ζωή μου το καθήκον μου προς το λαό, για τη ζωή και την τιμή του λαού. Δεν συνεργάστηκα ποτέ μου όχι μόνο εγώ, αλλά κανένα μέλος του ΚΚΕ, ούτε με Έλληνες φασίστες, ούτε με Γερμανούς, ούτε με Ιταλούς, ούτε με Αλβανούς, Βουλγάρους και Άγγλους φασίστες.


Δίστομο Νεκροί

Σήμερα όμως - παρ’  όλο τον αγώνα μας - η ένδοξη και μαρτυρική Ελλάδα μας που τόσες θυσίες πρόσφερε στο συμμαχικό αγώνα για τη συντριβή του φασισμού δεν είναι ελεύθερη. Βρίσκεται σκλάβα, κάτω από καινούργια κατοχή και δυστυχώς αυτή τη φορά κατακτητές μας είναι οι ως χθες σύμμαχοι μας Εγγλέζοι. Γι' αυτό θεωρώ καθήκον μου να δώσω και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου για να ελευθερωθεί η πατρίδα μας από κάθε ζυγό, από κάθε εξάρτηση, από κάθε τυραννία. Είτε Εγγλέζος λέγεται ο τύραννος, είτε Αλβανός, είτε Βούλγαρος, είτε Ρώσος. Κανένα ξένο κατακτητή δεν θέλομε στη χώρα μας. Κι αυτά τα λέγω γιατί ειπώθηκαν εδώ περί Πανσλαβισμού και περί... σχεδίων διαφόρων συγκροτημάτων. Και ο σκοπός που ειπώθηκαν και διακηρύσσονται οι θεωρίες αυτές είναι η δημιουργία ενός αντιρρόπου για να σκεπασθεί η πραγματική κατοχή και η σκλαβιά στην οποία βρίσκεται σήμερα η πατρίδα μας, ν’ αποτραβηχτεί η προσοχή του λαού μας από την εγγλέζικη κατοχή και τις συμφορές της.

Οι δυο δρόμοι.


   Μανώλης Γλέζος, Λάκης Σάντας 31η Μαΐου 1941 κατέβασαν από την Ακρόπολη τη σβάστικα
  

Η θέση μας όμως, όπως αποδείχτηκε κι απ’ τα σημειώματα που βρέθηκαν στους συλληφθέντες, είναι πρώτ’ απ’ όλα η συμφιλίωση του ελληνικού λαού, η αγάπη, η ομόνοια, για να απομονωθούν οι Εγγλέζοι και ν’ αποδιωχθούν. Κι αυτό αποδείχτηκε όχι μόνο με λόγια, αλλά με έργα. Περάσαμε πολλά χωριά και μιλήσαμε. Βρήκαμε δεξιούς, ανθρώπους του Κέντρου, άλλους παρασυρμένους ανθρώπους οι οποίοι έκαναν πολλά σε βάρος μας, αλλά δεν πειράξαμε κανένα. Αποδείξαμε στην πράξη ότι ο ελληνικός λαός θέλει ν’ αδελφωθεί για ν’ αποτινάξει τον εγγλέζικο ζυγό και το ζυγό των αγγλοδούλων. Μετά τις εκλογές της 31ης Μάρτη φάνηκε πλέον καθαρά ότι η Ελλάδα οδηγείται στο βάραθρο. Οι σύμμαχοί μας Εγγλέζοι - οι πρώην σύμμαχοί μας -δηλώνουν ότι το δημοψήφισμα δεν θα διεξαχθεί - όπως είχαν συμφωνήσει - το 1948. Αυθαίρετα το προσδιορίζουν την 1η Σεπτεμβρίου. Και ο τρόπος της διενεργείας του είναι πολύ χειρότερος από τον τρόπο των εκλογών της 31ης Μάρτη κι από τον τρόπο του δημοψηφίσματος του 1935.

Χιλιάδες είναι οι αγωνιστές του έπους της Εθνικής Αντίστασης, που σαπίζουν στις φυλακές. Κι άλλες χιλιάδες διώκονται με ψεύτικες κατηγορίες. Ολόκληρος ο δημοκρατικός κόσμος της χώρας βρίσκεται υπό διωγμό. Όλοι οι δημοκράτες στην ύπαιθρο τσακίζονται να φύγουν όταν περνούν τ’ αποσπάσματα και κοιμούνται με τον εφιάλτη του καταδότη και κανένας δεν έχει την κάπα στο σπίτι του. Πρόκειται δηλαδή περί διωγμού πρωτοφανούς εναντίον ολοκλήρου του ελληνικού λαού. Έτσι κι εμείς - πρωτοπόροι του Λαού στον αγώνα - καταδιωκόμασταν. Είχαμε να διαλέξαμε τους εξής δρόμους: Ή να σταθούμε να μας κλείσουν στις φυλακές επ’ αόριστον -χειρότερα δηλαδή κι απ’ την 4η Αυγούστου του Μεταξά - ή να συρθούμε στις εξορίες, ή να φύγουμε στην Αλβανία και τ’ άλλα κράτη, ή ν’ ακολουθήσαμε τον τίμιο δρόμο της πάλης.

Απ’ τα κάτεργα της Ελληνικής πλουτοκρατίας είχαμε πικρή πείρα. Τέτοια που προτιμήσαμε καλύτερα να σκοτωθούμε παρά να ξαναπιαστούμε σ’ αυτά. Το δρόμο της εξορίας προς τ’ άλλα κράτη δεν τον θελήσαμε. Και προτιμήσαμε το δρόμο της ένοπλης πάλης. Έτσι πήραμε - καταδιωκόμενοι - το δρόμο του βουνού. Να αγωνιστούμε για να επέλθει στην Ελλάδα μια ριζική μεταβολή, να γίνει συμφιλίωση, να μεταβληθεί αυτό το καθεστώς των φυλακίσεων και των εξοριών, να δοθεί γενική Αμνηστία σ’ όλους τους κρατούμενους και της αριστεράς και της δεξιάς.

Στην ομάδα μου ίσως υπάρχουν και μερικοί που δεν καταδιώκονται.

Πρόεδρος: Όχι ίσως. Απεδείχθη.

Ράπτης: Δεν διώκονται βέβαια επίσημα, αλλά διώκονται από ανεύθυνα στοιχεία. Γι’ αυτό και συγκροτηθήκαμε σε ομάδα για να μπορούμε καλύτερα να υπερασπίσομε τον εαυτό μας. Ο κάθε Έλληνας πατριώτης σήμερα, βλέποντας να διώκονται τα μέλη της Εθνικής Αντίστασης και κάβε δημοκρατικός πολίτης, θα σκεφθεί: Ή ν’ αφήσει αυτά τα παλικάρια να χαθούν, ή να παλέψει να καταποντισθεί ολόκληρο το φασιστικό σύστημα.

Πρόεδρος: Όλοι θαυμάζουν το δικαστήριο που σε ακούει. Να λες πράγματα συγκεκριμένα. Όλα τ’  άλλα που λες είναι κανέλλες και γαρύφαλλα.

Ράπτης: Θ’ απαντήσω. Ύστερ’ από όσα ελέχθησαν εδώ θέλω να τονίσω ότι δεν είχα καμιά εντολή και καμιά επαφή με το ΚΚΕ. Ούτε με το Σιάντο ούτε με άλλα στελέχη του Κόμματος είχα καμιά σύνδεση ή καμιά εντολή. Τίποτα απολύτως. Και τώρα ας έλθομε στο άλλο ζήτημα. Το ζήτημα των όπλων της Αλβανίας.

Το ζήτημα των όπλων.

Επειδή συμβαίνει πολλές περιοχές της Ελλάδας όπως η Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία και Ήπειρος να φλέγονται από το δημοκρατικό πνεύμα οι αρχές του σημερινού κράτους, του νεοφασιστικού κράτους, τις έβαλαν υπό διωγμό. Κι επειδή πολλές απ’ αυτές βρίσκονται στα σύνορα οι φασιστικές αρχές βρίσκουν όλη την ευκαιρία να χύσουν το δηλητήριό τους. Μηχανεύονται όλα τα μέσα για ν’ αποδείξουν ότι, μεταξύ των ομάδων των καταδιωκομένων και του εξωτερικού, υπάρχει άμεσος εξάρτηση. Ο μοναρχοφασιστικός τύπος γράφει καθημερινά ότι εισέρχονται «συμμορίες» από το Μοναστήρι προς τη Μακεδονία ή απ’ αλλού προς άλλα μέρη της Ελλάδας. Γράφει για Οχρανίτες κι ένα σωρό άλλα γράφονται και λέγονται για τις ομάδες αυτοάμυνας με συκοφαντικούς σκοπούς.

Πρόεδρος: Είναι πράξις αυτοάμυνας ο φόνος των χωροφυλάκων, στους Νεγράδες, και η επίθεσις στο Γραμμένο;

Ράπτης: Σεις ο ίδιος είπατε ότι δεν κατηγορούμαστε για τους Νεγράδες. Σκοπός των ομάδων ήταν ο περιορισμός της χωροφυλακής από τις αυθαιρεσίες της.

Εμείς οι κομμουνιστές.

Και τώρα στο ζήτημα του περίφημου σημειώματος. Τέτοιο σημείωμα δεν έδωσα ποτέ στον Τσίπη. Το αρνούμαι, επισήμως. Παρ’ όλο ότι λέτε ότι η υπογραφή έχει κάποια ομοιότητα με τη δική μου. Η ομοιότητα αυτή μπορεί να υπάρχει, αλλά η υπογραφή μου είναι ευανάγνωστη και μπορεί να πλαστογραφήθηκε. Μπορούσε επίσης να γραφεί η λέξη «Τίρανα» ή «Σόφια» ή «Μόσχα» ή οποιαδήποτε άλλη λέξη.

Πρόεδρος (προς τον κατηγορούμενο Πάνου Φώτιο): Ήταν ο Ράφτης στα Τίρανα;

Πάνου:  Ήταν.

Ράπτης: Όλα αυτά είναι συκοφαντίες, γιατί δεν πήγα στην Αλβανία. Αυτός εδώ (δείχνει τον Τσίπη) ίσως ήθελε να ζήσει ελεύθερος στην Αλβανία και μπορούσε να γράψει και Σόφια και Μόσχα. Εγώ δεν είδα ποτέ τέτοιο έγγραφο. Αυτή η υπόθεση περί εγγράφου σημειώματος, όπλων απ’ την Αλβανία κ.λ.π. αποβλέπει στο να θίξει το Κόμμα στο οποίο αφιερώθηκαν 18 ολόκληρα χρόνια. Κι ακόμα να θίξει το Κόμμα αυτό σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη για την Ελλάδα, για τις εθνικές διεκδικήσεις στην περίοδο που συνέρχεται στο Παρίσι η διάσκεψη της Ειρήνης.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα πιστό στις εθνικές παραδόσεις τις πρόσφατες και στο αίμα των παληκαριών που έδωσε κατά δεκάδες χιλιάδες απέστειλε στη Διάσκεψη του Παρισιού υπόμνημα ξεκαθαρίζοντας για πάντα τις συκοφαντίες που εκτοξεύουν εναντίον του. Εμείς οι κομμουνιστές δεν συνεργαστήκαμε ποτέ με τους Γερμανούς, όπως άλλοι δυστυχώς Έλληνες στα τάγματα Ασφαλείας (ζωηρή αίσθηση στο δικαστήριο) με Βουλγάρους και Ιταλούς και σήμερα με Εγγλέζους.

Έτσι ζητούμε από την Αλβανία τη Βόρειο Ήπειρο, τη ζητούμε ενώπιον της Διάσκεψης της Ειρήνης και θα δώσουμε και το αίμα μας αν χρειασθεί όπως και στην περίοδο της επίθεσης του Ιταλικού φασισμού, όπως και στην περίοδο της κατοχής με την υπέρλαμπρη Αντίσταση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα όχι μόνο υποστηρίζει την ακεραιότητα της Ελλάδας, αλλά και διεκδικεί τα εδάφη εκείνα που ζουν Έλληνες: Βόρειο Ήπειρο, Κύπρο, την οποία μας κρατούν πρώην σύμμαχοι, ένα κομμάτι ελληνικό, ένα νησί διαμάντι της Ελλάδας, Ανατολική Θράκη, διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία και επανορθώσεις. Αυτή είναι η υπέρτατη θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Καμιά στρεψοδικία, καμιά συκοφαντία δεν είναι ικανή να μολύνει την τιμή του. Χθες το απόγευμα, όπως και σήμερα, είδα ότι η διαδικασία στράφηκε κυρίως στα όπλα. Δεν έπρεπε όμως να γίνει τόσος θόρυβος.

Βασιλικός Επίτροπος: Πρέπει να μας πείτε τότε πού βρήκες τα όπλα για να βρούμε και τους συνενόχους, αφού δεν προέρχονται από την Αλβανία.

Ράπτης: Καθημερινά ανακαλύπτονται όπλα στα χωριά. Σεις οι ίδιοι καταδικάσατε τους Μπισδουνιώτες, επειδή βρέθηκαν όπλα.

Βασιλικός Επίτροπος: Εσύ πού τα βρήκες;

Ράπτης: Εμένα μου έδωσε όπλο ο καπετάνιος της ομάδας μου. Και τώρα συνεχίζω, κύριε πρόεδρε, την πρωινή μου απολογία κατά την οποία ανέφερα τα ζητήματα που με έκαναν να ενταχθώ στην ομάδα αυτοάμυνας μετά τις εκλογές της 31ης Μαρτίου που φάνηκε πια ότι η Ελλάδα βαδίζει προς τον όλεθρο».

Συνεχίζοντας είπε ότι κατατάχτηκε στην ομάδα τον Ιούνιο γιατί ένα χρόνο καταδιώκονταν, ότι έκαναν περιοδεία στο Ζαγόρι στις 15 Ιουνίου, ότι έμαθε το φόνο των δύο χωροφυλάκων στους Νεγράδες και τόνισε: «Οι χωροφύλακες κι οι στρατιώτες είναι παιδιά του Ελληνικού Λαού, που βασανίζεται. Για μας κύριος και βασικός εχθρός είναι οι Εγγλέζοι, οι πρώην σύμμαχοί μας και εκείνοι, φυσικά, που τους υποστηρίζουν εναντίον του ελληνικού Λαού. Όλοι οι Έλληνες είναι αδέλφια μας και θέλομε να ζήσομε σε ησυχία».

Πρόεδρος: Αυτό που φοράς είναι εγγλέζικο και η τροφή που τρως είναι εγγλέζικη, διότι η Ελλάς έχει ανάγκη από τους Άγγλους και από όλους τους άλλους συμμάχους.

Ράπτης: Δεν μας διακρίνει αγνωμοσύνη. Όμως εμείς θέλομε πρώτα τη λευτεριά μας. Θέλομε να έχομε σχέσεις φιλικές με τους Εγγλέζους, αλλά όχι σχέσεις δούλου προς αφέντη.

Στη συνέχεια λέει πώς συναντήθηκε με τον Αλέκο Οικονόμου κι ότι θεωρεί προσχήματα όσα κατέθεσε στο στρατοδικείο ο Γκορτζίδης.

Πρόεδρος: Οι κατηγορούμενοι ομολόγησαν την πράξη τους.

Pάπτης: Μίλησαν για την παρουσία μας στα Άνω Ραβένια, ενώ δεν είναι αλήθεια. Η ομάδα μας δεν έκανε τίποτα ενάντιο στο πνεύμα της ενότητας και της συμφιλίωσης. Όταν πηγαίναμε λέγαμε σε όλους «πέστε ό,τι θέλετε». Εμείς θέλομε να φέρομε ένα καθεστώς στην Ελλάδα στο οποίο να μιλάει και να σκέπτεται κανείς ελευθέρα.

Πρόεδρος (ρωτάει τους κατηγορούμενους για τα καθεστώτα Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας κ.λ.π. και ρωτάει σχετικά τους Τσίπη και Πάνου).

Ράπτης: Σήμερα η Ελλάδα είναι ένα στρατόπεδο φριχτό, τα κάτεργα της Ελλάδας άνοιξαν πάλι χειρότερα από την 4η Αυγούστου. Οι Έλληνες κατατρέχονται από τις συμμορίες της δεξιάς. Έχουν γεμίσει τα κάτεργα από το «Γεντί Κουλέ» ως την Πελοπόννησο και τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Και κανένας δημοκρατικός δεν ξέρει τι τύχη τον περιμένει. Η Ελλάδα, το λέγω αυτό με πικρία, είναι ένα απέραντο στρατόπεδο. Ούτε Ζαχαριάδης της Ηπείρου ήμουν ούτε ηγήτορας. Ήμουν απλό μέλος της ομάδας. Ο κ. Γκορτζίδης τα σταχυολόγησε αυτά από παιδιά 17 - 18 χρονώ τύπου Τσίπη και άλλες καταθέσεις ποικίλων θηραμάτων».

Μετά ο Λεων. Ράπτης, λέει για το Γραμμένο που σκοπό είχαν τον εκφοβισμό. Αν ήθελαν, τονίζει, ανατίναζαν το κτίριο ή με χειροβομβίδα ή όλμο κ.λ.π. «Εμείς είχαμε μόνο όπλα» λέει.

Για τη συμπλοκή στο Δελβινακόπουλο είπε ότι κυκλώθηκαν από αποσπάσματα χωροφυλακής, ότι μ’ εκείνους, που προσπάθησαν να διαφύγουν ήταν κι ο ίδιος, όμως τραυματίστηκε στο γόνατο. Κι ήθελε να φύγει για να μην υποστεί κι άλλα μαρτύρια, όμως η αιμορραγία τον κάρφωσε εκεί. Και συμπληρώνει: «Οφείλω να σας αναφέρω και μια σκέψη μου που μου πέρασε μια στιγμή από το νου μου: Ν' αυτοκτονήσω. Γιατί είχα πείρα από ό,τι έπαθα. Καταδίκασα όμως τη σκέψη μου αυτή με βάση την επαναστατική μου διαπαιδαγώγηση και προτίμησα να υποστώ το χειρότερο θάνατο, αλλά από τους αντιπάλους μου. Και θα τον υποστώ.

Πρόεδρος: Πώς το ξέρεις;

Ράπτης: Τον έχω υποστεί ήδη ύστερ’ από 10 μέρες μαρτύρια. Πέρασα από φάλαγγα. Μου έχουν σπάσει τα πλευρά».

Στη συνέχεια, είπε για το αρχείο που μίλησε ο Φίτσος. Αυτός δεν είχε κάτι τέτοιο μαζί του. Είπε ότι ως το Γενάρη ήταν στην Περιφερειακή Επιτροπή Πωγωνίου που ύστερα διαλύθηκε. Η απολογία συνεχίστηκε με ερωτήσεις και αποκρίσεις. Έκλεισε με τη φράση: «Τη σημερινή δίκη θα την κρίνει η Ιστορία». Και ο επίλογος γράφτηκε στο «Αυγό» Γιαννίνων ώρα 5.30΄ το πρωί της 14ης Αυγούστου 1946 (πηγή: Εφημερίδα «Κήρυξ» Ιωαννίνων, 14.8.1946) μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πήγαν να του δέσουν τα μάτια. Είπε, αποτεινόμενος στον αξιωματικό του αποσπάσματος: «Οι λαϊκοί αγωνιστές δεν φοβούνται το θάνατο». Και αποτεινόμενος μετά στους άντρες τού αποσπάσματος είπε: «Παιδιά, είστε νέοι ακόμα. Έχετε παρασυρθεί και πρέπει να δείτε την αλήθεια, το σωστό δρόμο. Είστε και σεις παιδιά του λαού. Σταθείτε στο πλευρό του. Παλέψτε μαζί μ’ αυτόν για να επικρατήσει στην αγαπημένη πατρίδα μας λαϊκή δημοκρατία που μόνο αυτή μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο». Σήκωσε μετά τη γροθιά του και φώναξε: «Ζήτω το ΚΚΕ, ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω ο λαός, κάτω οι προδότες». Το σώμα του έπεσε διάτρητο στη γη.

Οι υπεύθυνοι της καταδίκης και εκτέλεσης του Λεωνίδα Ράπτη θορυβήθηκαν. Προσπάθησαν ν’ αποσείσουν το μεγάλο έγκλημα με ασέβεια στη μνήμη του αγωνιστή. Έγιναν μάλιστα πλαστογράφοι της υπογραφής του Λεωνίδα Ράπτη κι έγραψαν ότι ο νεκρός πια Λεωνίδας Ράπτης ευχαρίστησε το δεσπότη για το ενδιαφέρον του και ομολόγησε ότι πήγε στην Αλβανία για όπλα.

Στη συνάντηση με το δεσπότη Σπυρίδωνα Βλάχο, θείο από την πλευρά της μάνας του, όταν εκείνος είπε στο Λεωνίδα: «Λυπήσου τη γριά μάννα σου» πήρε την απάντηση: «Δεν με λυπήθηκες όταν με παρέδωσες στους Γερμανούς και μένα και το ποίμνιό σου και τώρα με συμβουλεύεις αυτά; Δεν σε ζήτησε κανένας να με συμβουλεύσεις». Και ο δεσπότης είπε: «Αν και δεν μ’ εζήτησες, ήρθα. Δεν είμαι το νεφέρι της Ηπείρου, άλλοι είναι. Εμένα μου περνάει στην Αθήνα, αλλά δεν θα προλάβω».

 

3. Μήτσος Κεραμίδας (Παλιόπυργος, Μέβγεζα)

Κατηφορίζοντας τις φλέβες του βουνού ρυάκια φωτός

Ανάμεσα σε πίδακες νερού που στραφταλίζουν

Ποτίζοντας τους υπηκόους της Νεμέρτσκας

Μποστάνια αμπέλια κρυμμένα στους κόρφους της

Να ευωδιάζουν ένα γύρω την κατηφοριά κι

Ανάμεσα οάσεις από θάμνους με φωλιές πουλιών

Κι ένα γύρω σκέμπια στρογγυλεμένα απ’ τον καιρό

Θέσεις για τις χλαίνες και τα φυσεκλίκια την ώρα

Των γενικών συνελεύσεων και το βουνό να κρύβει

Τις αποφάσεις της ολομέλειας στα άγρια φαράγγια του

Για τις επιθέσεις στους Γερμανούς στο Κομπότι που

Έσφαξαν και το ζευγάρι των νιόπαντρων που γύριζε από

Την εκκλησιά και τη φωτιά που έβαλαν στο Κεφαλόβρυσο

Στην εκκλησιά την ώρα της Λειτουργίας με τον

Παπα-Γιώργη απ’ το χωριό μας ανάμεσα στο εκκλησίασμα

Μοναχικέ Γλέζο που δεν σεβάστηκες τη σβάστικά τους

Και φωνάζεις και διαμαρτύρεσαι για τις κλεψιές τους και

Τα εγκλήματα σε βάρος ενός λαού που υποφέρει

Από τη μνήμη που αιμορραγεί ακόμα και στην επαφή

Με την πρόσφατη ιστορία του ένα ατελείωτο

Ηπειρώτικο μοιρολόι -η μοίρα του-.

 

(από την ποιητική μου συλλογή «Ισόβια θλίψη»,                   

εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2019)                              

 

Ο Μήτσος Κεραμίδας -ο καπετάν Γενίτσαρης- από τη Μέβγεζα, έλαβε μέρος στις μάχες της VIIIης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού (ΕΛΑΣ). (Εδώ να αναφέρω πως ήταν ο υπεύθυνος για την κατάταξη του Κάρολου Παπούλια στην ΕΠΟΝ. Ο Παπούλιας παρουσιάστηκε στο χωριό Κεράσοβο, έδρα του τμήματος του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στον αξιωματικό οπλισμού Έξαρχο. Εκείνος τον έστειλε στην Καστάνιανη στον Κεραμίδα κι αυτός στην υποδειγματική μονάδα της ΕΠΟΝ).

Κατόρθωσε να βγει ζωντανός από τη λαίλαπα του Εμφυλίου κι έζησε πάνω από τα ενενήντα. Περνούσε τα καλοκαίρια στο χωριό του, τη Μέβγεζα (τώρα Παλαιόπυργος). Περιποιόταν το σπίτι, ζωγράφιζε, καθάριζε και έβαφε τα παντζούρια, έβαζε κάθε χρόνο μποστάνι, κλάδευε τις περγουλιές της αυλής και τις φλαστολογούσε. Λυπόταν που δεν είχε καμιά γίδα και πήγαιναν χαμένα τα βλαστάρια της περγουλιάς. Οι ντεμπίνες και τα μοσχάτα καθώς κρέμονταν συλλογισμένα ήταν χάρμα οφθαλμών. Σε ανταπόδοση μιας επίσκεψης που μας είχε κάνει στο χωριό -τον Άγιο Κοσμά-, μας κάλεσε να πάμε μια Κυριακή μεσημέρι στο χωριό του, τη Μέβγεζα. Μαζί μας πήραμε και τη Τζούλια Rounds που εκείνη την εποχή βρισκόταν στο χωριό και ήθελε πολύ να την ιδεί. Είναι αλήθεια πως η Μυρτώ ταλαιπωρήθηκε με τις πλακόστρωτες κατηφοριές μέχρις ότου βρήκε ένα πλάτωμα και άραξε το αυτοκίνητο. Στη συνέχεια, ποδαρόδρομο ως το σπίτι. Αποζημιωθήκαμε όταν αντικρίσαμε ένα πανέμορφο διώροφο σπίτι με πλακόστρωτη αυλή κι ένα μποστάνι όνειρο! Το γεύμα πλουσιοπάροχο κι όλα φτιαγμένα από τον ίδιο: χορτόπιτα με φύλλα ανοιγμένα με πιτόβεργο, μ’ ένα σωρό λάχανα που φυτρώναν στις άκρες του μποστανιού -ακόμα και τσουκνίδες-, ντομάτες και πιπεριές γεμιστές, ντοματοσαλάτα με φέτα και κρεμμύδι και μπιφτέκια με πατάτες στο φούρνο! Τα θυμάμαι -κι ας πέρασαν τόσα χρόνια- και μου τρέχουν τα σάλια! Και το κρασί μπρούσκο από τα μαύρα σταφύλια της περγουλιάς και στο τέλος κολοκυθόπιτα με ζάχαρη! Το επιδόρπιον!

Για χρόνια μετά, ανταμώναμε στον Μετζιτιέ (Κεφαλόβρυσο) και τα λέγαμε ώσπου ν’ αναχωρήσει το λεωφορείο για τα χωριά μας. Αυτό γινόταν μια φορά την εβδομάδα. Βάδιζε προσεκτικά γιατί, προϊόντος του χρόνου, είχε πρόβλημα με την όρασή του αλλά πάντα καλοντυμένος και με ρεπούμπλικο. Με νότα παρελθόντος, εκείνου του παρελθόντος που έφυγε ανεπιστρεπτί και που το θυμόμαστε με την ευκαιρία της θέασης τέτοιων καταπληκτικών ανθρώπων. Αξέχαστε Μήτσο Κεραμίδα!

Το 2007 κυκλοφόρησε από τις Γραφικές Τέχνες Θεοδωρίδη (Γαριβάλδη 10, Ιωάννινα) το βιβλίο του με τίτλο: «ΜΕΒΓΕΖΑ (Παλαιόπυργος), μικρή συμβολή στην ιστορία της», 261 σελίδων.

Από το πλούσιο περιεχόμενό του αντιλαμβάνεται κανείς το εύρος των ενδιαφερόντων και των ιστορικών γεγονότων που το απαρτίζουν:

Κεφάλαιο Α΄: Ιστορικά

Κεφάλαιο Β΄: Κτίσματα - αρχαιολογικοί χώροι - κοινοτικά έργα

Κεφάλαιο Γ΄: Ήθη και έθιμα της Μέβγεζας

Κεφάλαιο Δ΄: Επαγγελματίες του χωριού

Κεφάλαιο Ε΄: Οικογένειες του χωριού

Παραρτήματα

Παράρτημα 1: Περιγραφή του αρχαιολογικού χώρου από τον αρχαιολόγο κ. Ανδρέου

Παράρτημα 2: Αποσπάσματα από άρθρα του διάσημου ιστορικού N.G.L.Hammond      και των αρχαιολόγων P. Cabanes και Ιωάννας Ανδρέου

Παράρτημα 3: Παροιμίες, γνωμικά

Παράρτημα 4: Σέρβικες και τούρκικες λέξεις στο Πωγώνι

Παράρτημα 5: Τραγούδια

Παράρτημα 6: Γενεαλογικά δέντρα του χωριού

Παράρτημα 7: Φωτογραφίες, βιβλιογραφία

Με λίγα λόγια, πρόκειται για έναν θησαυρό γνώσεων που είναι κρίμα να μην επωφεληθεί κανείς από την ύπαρξή του, καθώς συμμετέχει στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα μιας εποχής που την σημάδεψε ανεξίτηλα και που δυστυχώς από συνεχείς και σκόπιμες παραπληροφορήσεις φτάνουν σε μας δίνοντάς μας μια ψευδή εικόνα που βολεύει όσους έχουν λόγους να κρύβουν την πραγματικότητα  με ανταλλάγματα πολλές φορές που κάνουν τη ζωή τους πιο άνετη με κάθε είδους παροχές. Ο νοών νοείτω!

Ένα από τα τραγούδια που αναφέρει, μου ήταν εντελώς άγνωστο. Ίσως να ’ναι και σε σας, γι’ αυτό το μεταφέρω εδώ:

Παντρέψου Διαμαντούλα μου

Παντρέψου Διαμαντούλα μου, να βγω κι εγώ απ’ την έγνοια

Δεν παντρεύομαι πατέρα, διώξ’ αυτή την συμπεθέρα.

Να πάρεις άντρα μαραγκό. _ Να σκάσεις δεν τον παίρνω

Την αυγή που ξημερώνει παλιοσάνιδα καρφώνει.

Να πάρεις άντρα καλαϊτζή. _ Κι αυτόν δεν τονε θέλω

Την αυγή που ξημερώνει παλιοτήγανα γανώνει.

Να πάρεις άντρα πλοίαρχο. _ Κι αυτόν δεν τονε θέλω

Την ημέρα ταξιδεύει και το βράδυ ορμηνεύει

Να πάρεις άντρα φούρναρη. _ Κι αυτόν δεν τονε θέλω

Την ημέρα φουρναρίζει και το βράδυ ροχαλίζει.

Να πάρεις άντρα δάσκαλο. _ Αυτόν μονάχα θέλω

Την ημέρα γράφει-γράφει και το βράδυ στο κρεβάτι.

Την δεκαετία του ’60 ήρθε το ρεύμα στο χωριό. Ο πατέρας μου με τον θείο Μήτσο είχαν ανακαινίσει το σπίτι και τον περιβάλλοντα χώρο και ανέθεσαν στον Μήτσο Κεραμίδα -που το επάγγελμά του ήταν ηλεκτρολόγος- να καλωδιώσει το σπίτι για την υποδοχή του ηλεκτρικού ρεύματος. Έτσι κι έγινε! Από τότε άντεξε και το ηλεκτρικό ψυγείο που είχε αγοράσει ο πατέρας· ένα μοντέλο της ΙΖΟΛΑ με ειδική εσωτερική βάση εμαγιέ για φρούτα. Μέχρι το 2019 κράτησε, όταν το αλλάξαμε μ’ ένα δίπορτο της BOSCH με ψύκτη και καταψύκτη. Το μοντέλο της ΙΖΟΛΑ θα μπορούσε να κρατήσει ακόμα αλλά μας παίδευε τα τελευταία χρόνια -τα καλοκαίρια- με την κατάψυξη. Κάθε τόσο έπρεπε να το αποψύχουμε. Ευτυχώς χρησιμοποιούσα έναν τρόπο απόψυξης που δεν με ταλαιπωρούσε πολύ: μ’ έναν στεγνωτήρα μαλλιών, το ονομαστό πιστολάκι, σε ελάχιστο χρόνο η απόψυξη ήταν παρελθόν!

Μαζί με το πρώτο ψυγείο, τοποθετήθηκε κι ο θερμοσίφωνας στο παλιό μαγερειό που είχε διαρρυθμιστεί κατάλληλα για μπάνιο, τουαλέττα και πλυντήριο ρούχων. Εκεί που παλιά ήταν το τζάκι αριστερά καθώς μπαίναμε και πλάι του ένα μονό κρεβάτι κι από πάνω του το καντήλι με την εικόνα του Αϊ-Νικόλα και στο βάθος προς την αυλή ο φούρνος που χωρούσε πέντε μεγάλα ταψιά για ψωμιά: στα δυο, καθάριο -σταρένιο- και στα άλλα τρία, καλαμποκίσιο -μπομπότα-! Η Μάνα έβγαζε πρώτο το ταψί με τη μπομπότα, τ’ άφηνε λίγο να ξεκουραστεί, έκοβε φέτες, έριχνε λίγο νερό και από πάνω ζάχαρη για να στέκεται και μας φίλευε. Κι εμείς, αρέντα για το χοροστάσι, με κόκκινα μάγουλα! Ανεπανάληπτες ευτυχισμένες στιγμές!

Το πάτωμα του μαγερειού από φυρές σανίδες -εικοσάρες- κι ερχόταν η ζέστα από τα γιδοπρόβατα καθώς αναμασούσαν την τροφή τους. Η Μάνα κατέβαινε, κρατώντας τη λάμπα πετρελαίου με το μεταλλικό χερούλι -την έχουμε ακόμα-, τη σκάλα που βρισκόταν στη μέση της κάμαρας να ξεγεννήσει όταν χρειαζόταν ή ν’ αρμέξει· δηλαδή, κάθε μέρα. Η σκάλα είχε σκέπασμα από τις ίδιες σανίδες για παραλλαγή. Το κατώι μπαζώθηκε, όπως και τα άλλα στο βάθος της αυλής, στο σύνορο με τον κάτω δρόμο. Τα ζωντανά πουλήθηκαν. Μονάχα στη μνήμη οργώνουν χωράφια, κουβαλούν δεμάτια δημητριακά και καλαμπόκια από τον κάμπο και τα γιδοπρόβατα να φωνάζουν βελάζοντας τα παιδιά τους να βυζάξουν.

Κι ο στεγασμένος χώρος της στέρνας έγινε δωμάτιο-κουζίνα. Στη μέση με ξύλινο καπάκι στρογγυλό -και τραπεζομάντηλο κουζίνας- προσαρμοσμένο πάνω στις τέσσερις μονοκόμματες ακούνητες πλάτες, ένα μέτρο και κάτι ύψος η καθεμία, άλλο τόσο πλάτος και εφτά πόντους πάχος. Κι από την μπροστινή πλευρά που βγάζαμε νερό με το σιούκλο κι η τριχιά του τριβόταν τόσα χρόνια -από το 1823- καθώς ανέβαινε ο σιούκλος, έφκιανε αυλακιές: «Τα δάχτυλα στο φιλιατρό», καθώς έγραφε ο ποιητής. Στη μια πλετρά του δωματίου -πριν το παραθύρι- ένα μπάσι για τους αποσταμένους και στην απέναντι πλευρά το ψυγείο, η ηλεκτρική κουζίνα, ντουλάπια με κατσαρόλες, πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, με πάγκο πάνω τους για δουλειές. Πλάι στην πόρτα που βγαίνει στην αυλή, βλέπεις τη τζαμαρία και ψηλά στο βάθος τις βελανιδιές που κρύβουν τον Αϊ-Λια. Και στη μια πλευρά, ένα «δόντι» για τις παλιές κατσαρόλες και τα ταψιά που τα γανώνανε κάθε χρόνο -ερχόταν από τη Θεσπρωτία οι γανωτζήδες- και στην άκρη η μασίνα για φαγητά κατσαρόλας, κασόπιτες και πίτες -όταν κοβόταν το ρεύμα- και ζέστα όταν μας έπιανε το χινόπωρο τροφοδοτώντας την με ξύλα από τη στρίκα, εκεί που φυλάγαμε διάφορα εργαλεία: φτυάρια, τσάπες, τσουγκράνες, κασμάδες, σκαλιστήρια και ό,τι άλλο.

Και στην αυλή, δεξιά από την πόρτα της κουζίνας, η περγουλιά και στην κάτω αυλή δύο κυδωνιές, μια ροδιά και μια βυσσινιά που θέριεψε και κάθε χρόνο είναι φορτωμένη βύσσινα· κανένας δεν τα μαζεύει από το χωριό κι εμείς είμαστε στην Αθήνα την εποχή που ωριμάζουν. Μονάχα οι τσιάμπες και τα κοτσύφια τα «πελεκάνε». Η βυσσινιά ήταν δώρο της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελένης Κουρμαντζή, το γένος Βάρη, από το χωριό μας. Αισθάνθηκε υποχρεωμένη γιατί ένα βράδυ την φιλοξενήσαμε στο σπίτι του χωριού όταν για χρόνια παιδευόταν ν’ αγοράσει ένα σπίτι εκεί ή έστω ένα οικόπεδο να το χτίσει. Οι εκάστοτε δημοτικοί σύμβουλοι «αγρόν ηγόραζαν», ώσπου είδε κι απόειδε, έψαξε κι αλλού και βρήκε ένα σπίτι στα Φραστανά, έτοιμο για πούλημα σε καλή τιμή και κατάσταση με τις κουρτίνες πλυμένες και σιδερωμένες στη θέση τους, όπως μου είπε.

Κι από κάτω από το σπίτι στον Άγιο Κοσμά, ο δρόμος -ο κάτω δρόμος- με τα σπίτια τα πορφυράτικα, ανάμεσα εκκλησιά και χοροστάσι. Απέναντι από το σπίτι η Κούλα και στην κορφή της το διατηρητέο σχολείο -δημοτικό- του χωριού μας που χρόνο με το χρόνο καθώς ψηλώνουν τα δέντρα της γραβιάς εξαφανίζεται από τον ορίζοντά μας. Και το βλέμμα να γυρίζει πίσω στη μεγάλη αίθουσα του εξαταξίου-μονοταξίου την ώρα που ο δάσκαλος έγραφε αριθμητικές πράξεις στον πίνακα με την κιμωλία και κατόπιν τις έσβηνε με λαγοπόδαρο.

 

4. Ηλίας Δελλάρης

Ο Ηλίας Δελλάρης γεννήθηκε στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου το 1934. Γονείς του, ο Αριστοκλής (Κλης) Δελλάρης από τον Άγιο Κοσμά και η Ευνομία Μπετζούνη από τη Ρουψιά Πωγωνίου, γειτονικό χωριό απ’ όπου καταγόταν και η Μάνα μου, Καλλιρρόη Μπετζούνη, όπως και ο Επίσκοπος Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων Βλάχος, κατόπιν επίσκοπος Ιωαννίνων και στας δυσμάς του βίου του, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Η οικογένεια Κλη Δελλάρη διέμενε στην Πωγωνιανή (Βοστίνα) από το 1923 μέχρι και το 1934 και για 21/2 χρόνια στην Αθήνα όπου ο Κλης άνοιξε εστιατόριο-ταβέρνα στην οδό Δώρου κοντά στην Ομόνοια. Εκεί έλαβε χώρα -αν θυμάμαι καλά- και η ιδρυτική συνεδρίαση της Αδελφότητας του Αγίου Κοσμά. Για δεύτερη φορά στην Αθήνα το 1935 για έναν χρόνο και κατόπιν πίσω στη Βοστίνα, όπου ο Κλης ανακαίνισε το ξενοδοχείο-εστιατόριο (χάνι) το οποίο κάηκε από τον Εθνικό Στρατό τον Φεβρουάριο του 1948. Όσοι βρεθείτε στην Πωγωνιανή τώρα, μην το αναζητήσετε· έγινε πλακόστρωτο μέρος της πλατείας όπου χορεύουν τα πανηγύρια κι ούτε μια πινακίδα να θυμίζει την πρόσφατη ιστορία μας. Το όνομα του εστιατορίου-ξενοδοχείου: «ΒΑΚΧΟΣ».

Την πρώτη ημέρα του πολέμου που μπήκαν οι Ιταλοί στη Βοστίνα, δεν έμοιαζαν καθόλου με κατακτητές· μάλλον με τουρίστες! Έφαγαν στον ΒΑΚΧΟ, πλήρωσαν και τραγούδησαν δικά τους άσματα, τα περισσότερα από τα οποία, μεταγλωττισμένα, αργότερα έγιναν επιτυχίες της εποχής με την Σοφία Βέμπο! Ένας Ιταλός πήρε τον Ηλία, τον ανέβασε στο τραπέζι και τους τραγούδησε το τραγούδι που αργότερα, μεταφρασμένο, είχε ως εξής: «Σαν πάει με το γαϊδουράκι τα φρούτα της στην αγορά» και του χάρισε μια φυσαρμόνικα. Από τότε -ίσως- και η αγάπη του Ηλία για τη μουσική. Ένας τραυματίας Ιταλός έδειχνε στη γιαγιά τού Ηλία οικογενειακές του φωτογραφίες με τα δυο μικρά παιδιά του, λέγοντάς της ανάμεσα σε λυγμούς: «Piccolo, piccolo», δείχνοντας τα παιδιά του και τη γυναίκα του με τα δ΄χτυλά του και λέγοντας: «Ιtalia ego, Εllada μπαμ-μπουμ, γιατί;»!    

 Ο Ηλίας θυμάται τη νύχτα της έναρξης του πολέμου. Κοιμόταν με την πρώτη του ξαδέρφη, τη Θεανώ, στο σπίτι τους στη Βοστίνα. Η γιαγιά τους πήγε κοντά τους στο κρεβάτι, λέγοντάς τους:

_ Μωρέ μαύρα γενίδια, κοιμάστε; Ξυπνήστε, πόλεμος!

_ Όχι, ρε  γιαγιά, τι πόλεμο λες· μπουμπουνίζει όξω!

Θυμάται επίσης τον τραυματία Έλληνα στρατιώτη που βρέθηκε σε μια ρεματιά στην θέση Αγία Ελένη της Βοστίνας. Σε μια κουβέρτα τέσσερις Βοστινιώτες, με κίνδυνο της ζωής τους, τον μετέφεραν στο σπίτι της γιαγιάς Δημητρούλας (κόρης του Θανάση Κιτσώνα), όπου κάτω από τη μύτη των Ιταλών φασιστών δέχτηκε τις φροντίδες του γιατρού Ζωίδη (Τζέτη) και της γιαγιάς Δημητρούλας, της κόρης της Ελένης και του γαμπρού της Αντώνη Λίβα. Ήταν και αυτή μια πράξη ηρωισμού, όπως πολλών Ελλήνων εκείνη την εποχή -"όλα για τη Νίκη"-! Ο Ηλίας τον επισκεπτόταν κάθε μέρα. Είχαν γίνει φιλαράκια· ήταν και καλός ζωγράφος, τού είχε γεμίσει το τετράδιο της ιχνογραφίας με ζωγραφιές. Μετά την υποχώρηση των Ιταλών, τον πήγαν στα Γιάννενα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Ο Ηλίας δεν θυμάται τ’ όνομά του.

  Το 1941, αναχώρηση για τη Ρουψιά όπου έβγαλε την Ε΄ και Στ΄ τάξη του Δημοτικού στο χωριό της Μάνας του, Ευνομίας. Μετά στο Γυμνάσιο Πωγωνιανής για 2 χρόνια και μετά 30 χρόνια προσφυγιάς στη Σοβιετική Ένωση και στη Ρουμανία.

Ο πατέρας του, Κλης, κρυβόταν το 1945 στη Θεσσαλονίκη και μετά πήγε στη Βοστίνα όπου ανακαίνισε με δυσκολίες το μαγαζί. Το 1947 εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. Το 1948 ο Ηλίας με τη Μάνα του, για να αποφύγουν τη σύλληψή τους -όπως αρκετοί στη θέση τους- φύγανε για την Μουργκάνα, όπου ήταν το αρχηγείο της VIIIης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Κατόπιν οδηγήθηκαν στους Γεωργουτσάτες στη Βόρειο Ήπειρο και μείναν εκεί για 2 μήνες. Όταν φύγανε και χάθηκε το Μπόζοβο από τα μάτια τους, έπιακαν οι γυναίκες ένα μοιρολόι που έσκιζε καρδιές! Πήγαν στο Αργυρόκαστρο για 30 μέρες. Το σκυλί που ακολουθούσε τον Ηλία, όταν φτάσαν στα σύνορα με την Αλβανία, γύρισε πίσω στη Βοστίνα τρέχοντας. Από το Αργυρόκαστρο σε καμιόνια και στο στρατόπεδο Πρένιες, όπου υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες. Τα μικρά παιδιά τα πήγαν σε παιδουπόλεις και οι μεγαλύτεροι μείναν στο στρατόπεδο. Το 1948 όλα τα Ελληνόπουλα στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία έμειναν 7 ώρες μέσα στο χιόνι με πολύ κρύο, για να μη συναντηθούν οι Αλβανοί με τους Γιουγκοσλάβους, λόγω της κακής συνεννόησης και της διαφοράς με το Κόσσοβο.  Τα φορτηγά  των Γιουγκοσλάβων που θα μετέφεραν αργότερα τα Ελληνόπουλα, είχαν μείνει στο χιόνι και τα παιδιά ταξίδεψαν μέσα στον πάγο και βρεγμένα μέχρι το Μοναστήρι (Μπίτολα). Από κει, στα τραίνα για διάφορες ανατολικές χώρες (Λαϊκές Δημοκρατίες): Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία κλπ. Ο Ηλίας βρέθηκε στη Ρουμανία, στην πόλη Οράντεα. Τον Ιανουάριο του 1949, ένας καθοδηγητής τούς είπε ότι όποιος (πάνω από 13 χρονών) θέλει να ενταχθεί στον Δ.Σ., να κάνει αίτηση. Όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας δέχτηκαν να ενταχθούν στον Δ.Σ.

Κατόπιν, στην πόλη Σινάγια και πάλι τραίνο και στην Μπερκόβιτσα της Βουλγαρίας. Παραμονή 15 ημέρες και κατόπιν με καμιόνι του Δ.Σ., μέσω Σκοπίων, στις Πρέσπες, στον Άγιο Γερμανό, όπου και η εκπαίδευση για 15 ημέρες. Διαμαρτυρήθηκαν οι γονείς των παιδιών γιατί ήταν πολύ μικρά και έφτασε κάποιος καθοδηγητής με το ψευδώνυμο «Κίσσαβος» και είπε: «Όσα παιδιά θέλουν ας μείνουν, όσα θέλουν ας φύγουν». Μείναν 40 κι ανάμεσά τους και ο Ηλίας με φύλλο πορείας για την πρώτη γραμμή ένοπλος. Αποτέλεσμα, η εξοικείωση με τις μάχες και να μην τους κάνουν εντύπωση τα σακατεμένα, τα τσιαλιασμένα κορμιά· κι ήταν μονάχα 15 χρονών!


βόμβες Ναπάλμ

Ο Ηλίας υπηρέτησε στην 105η Ταξιαρχία του Δ.Σ. με συμμετοχές στις μάχες στο Βίτσι και στον Γράμμο, την άνοιξη του 1949. Τότε με τις βόμβες Ναπάλμ σε μάχες διάρκειας ολίγων μηνών. Με την υποχώρηση ο Δ.Σ. μπήκε στην Αλβανία στο στρατόπεδο Μπουρέλι. Κατόπιν, σε καμιόνια, τον Σεπτέμβριο του 1949 στο Δυρράχιο και μετά Μαύρη Θάλασσα, στην πόλη Σότσι και σε 4 εικοσιτετράωρα θερμή υποδοχή στην Τασκένδη από τη νεολαία της πόλης, την Κομσομόλ.

25.000 αντάρτες σε καραντίνα σε πολιτείες για 3 μήνες, για λόγους υγιεινής, κατόπιν ρουχισμός, τραγιάσκες και ταχτοποίηση ως εργάτες σε εργοστάσια και άλλες δουλειές και το βράδυ μαθήματα ρωσικής γλώσσας. Ένα μέρος αυτών πήγε σε Στρατιωτική Σχολή, όπου φοίτησαν για 2 χρόνια και μετά στις οικοδομές και νυχτερινό γυμνάσιο.

Ο Ηλίας σπούδασε στη Μέση Μουσική Σχολή  Χαμζά της Τασκένδης για 4 χρόνια. Αποφοίτησε με άριστα ως «Δάσκαλος Μουσικής και Διευθυντής Χορωδίας». Μετά στην Ανώτατη Μουσική Σχολή (Κονσερβατόριο) Τασκένδης και πενταετής φοίτηση στο τμήμα Διεύθυνσης Χορωδίας και Ορχήστρας. Αποφοίτηση το 1962 τον Μάιο στις 25 και διορίστηκε τον Μάιο του ιδίου έτους, στις 27, στην πόλη Νουκούς ως Μαέστρος Χορωδίας στο Μουσικό Θέατρο και καθηγητής στη Μέση Μουσική Σχολή και στην Παιδαγωγική Σχολή της πόλης.

Οι γονείς του βρίσκονταν στη Ρουμανία. Τον κάλεσαν και πήγε και τους αντάμωσε μετά από 12 χρόνια. Διορίστηκε εκεί αμέσως στο ελληνικό Λύκειο ως καθηγητής μουσικής και συντονιστής πολιτιστικών εκδηλώσεων στον  σύλλογο πολιτικών προσφύγων Ρουμανίας. Έγραψε την παιδική οπερέττα «Το όνειρο της Ρηνούλας» σε λιμπρέττο του Βασίλη Πηγή. Παίχτηκε 2 φορές στα Καρπάθια στην πόλη Σινάγια, στο παλάτι του βασιλιά της Ρουμανίας και μία σε θέατρο του Βουκουρεστίου. Επίσης, έχει γράψει κι άλλα μουσικά έργα μεταξύ των οποίων και το συμφωνικό  ποίημα «Άνοιξη». Στη Ρουμανία, τον αντάμωσε και ο θείος μου, αδελφός της Μάνας μου, Νίκος Μπετζούνης σε μια μουσική εκδήλωση -όταν είχε επισκεφθεί ως τουρίστας εκεί-· το κλάμα πήγε σύννεφο!


  Συμφωνία της Βάρκιζας


Δημοτική Χορωδία Κερκύρας

Ο πατέρας του, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, κρυβόταν -όπως όλοι οι αριστεροί- από τους Εθνοφύλακες που ρήμαζαν την ύπαιθρο, βασανίζοντας όλους τους αριστερούς για να παραδώσουν τα όπλα που δήθεν είχαν κρύψει παραβιάζοντας τη «συμφωνία». Όμως, βάσει της συμφωνίας, οι πολιτικοί κρατούμενοι έπρεπε να αμνηστευτούν αμέσως. Όμως, οι ύπουλοι μηχανισμοί της δεξιάς τούς μετέτρεψαν σε ποινικούς κρατούμενους, φορτώνοντάς τους φόνους φανταστικούς. Αρκούσε μια κατηγορία έστω και ανώνυμη εναντίον αριστερού και αμέσως ο φάκελος φούσκωνε και ο κατηγορούμενος στηνόταν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στη σύνθεση των τότε στρατοδικείων φιγουράρουν και τα ονόματα των Γεωργίου Παπαδόπουλου και Στυλιανού Παττακού!

Θάνατος του πατέρα του το 1971 στη Ρουμανία, 73 ετών. Το 1976 επαναπατρισμός στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα του που έφυγε από τη ζωή το 1995, 90 ετών. Ο Ηλίας παιδεύεται, χρόνια τώρα από την επιστροφή του στην Ελλάδα, να φέρει τα οστά του πατέρα του και να τα αποθέσει στο οστεοφυλάκιο του Αϊ-Νικόλα στον Άγιο Κοσμά αλλά σκοντάφτει σ’ ένα σωρό δυσκολίες γραφειοκρατικές. Ελπίζει και ελπίζουμε να τα καταφέρει.

Δραστηριότητές του στην Ελλάδα:

  • Καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο, στο Κεντρικό Ωδείο και στο Ωδείο Δήμου Ελληνικού

  • Διευθυντής Δημοτικής Χορωδίας Κερκύρας 1980-1994

  • Διευθυντής Χορωδίας Δήμου Ελληνικού

 

Η γνωριμία των γονιών του Ηλία με τους δικούς μου έγινε το 1930 στα «Πιστρόφια» των δικών μου. Αυτός είναι ο «σύνδεσμος» ανάμεσα σε μένα και τον Ηλία.

Ο Ηλίας ήρθε σε γάμου κοινωνία με την Αγγελική Παπαλουκά όταν γύρισε από τη Ρουμανία στις 7/7/1977 στην Αγία Τριάδα του Βύρωνα. Κουμπάρα, η δασκάλα από τον Άγιο Κοσμά, Αλεξάνδρα Παππά. Τα καλοκαίρια, μόνιμη διαμονή του ζευγαριού, το σπίτι της μητέρας του Ηλία, Ευνομίας, στη Ρουψιά και το χειμώνα στο σπίτι τους στον Βύρωνα. Το 2019 έδωσε χρήματα στην Εκκλησιαστική Επιτροπή του Αγίου Νικολάου στον Άγιο Κοσμά για να χτιστεί ένα μέρος της μάντρας του προαυλίου της εκκλησίας -υπάρχει και η σχετική εντοιχισμένη πλάκα που το γράφει-.

Τώρα ο Ηλίας ζει πια μόνος του, στη Ρουψιά τα καλοκαίρια και στον Βύρωνα τους χειμώνες, με τις αναμνήσεις του, έχοντας χάσει εδώ και αρκετά χρόνια -στις 9 Νοεμβρίου 2012- την αγαπημένη του σύζυγο, Αγγελική.

  


 

 

    

      αριθμός επισκεπτών