Η εικόνα της Ελλάδας του '50

μέσα από μια βιβλιοκρισία του Δημήτρη Χατζή

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Μ. ΒΡΑΖΙΤΟΥΛΗ, ΒΕΡΟΛΙΝΟ      

(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών  -  5. Μαρτίου 2011)       


 Δημήτρης Χατζής (1957)


 Το εξώφυλλο του βιβλίου

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1958 ανατέθηκε στον Δημήτρη Χατζή, ο οποίος εργαζόταν ήδη πάνω από ένα χρόνο ως επιστημονικός συνεργάτης στο ινστιτούτο ελληνορωμαϊκών σπουδών της Ακαδημίας Επιστημών στο Ανατολικό Βερολίνο, η σύνταξη μιας γνωμάτευσης για ένα υπό έκδοση βιβλίο, με θέμα την Ελλάδα. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν «Η Ελλάς δίχως θεούς» (Hellas ohne Götter) με συγγραφείς τους Καρλ Γκας (Karl Gass) και Πέτερ Κλεμ (Peter Klemm). Ο Καρλ Γκας υπήρξε το διάστημα εκείνο καλλιτεχνικός διευθυντής του τμήματος εκλαϊκευμένων επιστημονικών παραγωγών της γνωστής κινηματογραφικής εταιρείας της χώρας DEFA και  ο Πέτερ Κλεμ, συγγραφέας και συνεργάτης σε διάφορες ραδιοφωνικές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Το βιβλίο προγραμματίζονταν να εκδοθεί από τον ανατολικογερμανικό εκδοτικό οίκο Neues Leben και είχε ως θέμα ένα ταξίδι, που είχαν κάνει οι συγγραφείς του, πριν δυο περίπου χρόνια στην Ελλάδα, με σκοπό τη δημιουργία μερικών ενημερωτικών ντοκιμαντέρ για την ιστορική αλλά και τη σύγχρονη Ελλάδα.

Το βιβλίο, στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και η οποία μάλλον δεν πρέπει να διαφέρει πολύ από εκείνη που αξιολόγησε ο Χατζής, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν από τη μια αρχαιότητες και μνημεία, που επισκέπτονται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (με τη σειρά: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Δράμα, Μετέωρα, Ήπειρος, Βόρεια Πελοπόννησος, Ρόδος) καθώς και της  Κύπρου, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν και σχολιάζουν την δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας και ιδιαίτερα την φτώχια ορισμένων κοινωνικών ομάδων που συναντούν (όπως μαρμαράδες, καπνοπαραγωγούς, υπαλλήλους, σφουγγαράδες κ.ά.). Μαζί με την αφήγηση του ταξιδιού στο βιβλίο είχε προστεθεί στο τέλος, ως παράρτημα, μια ενότητα εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα, επιμελημένη από τον γνωστό δημοσιογράφο Θανάση Γεωργίου, με διάφορες πληροφορίες και στοιχεία για την Ελλάδα, ιστορικού, γεωγραφικού, οικονομικού και πολιτικού περιεχομένου.

Οι αντιρρήσεις του Χατζή

Παράλληλα με τον Χατζή κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν για την καταλληλότητα του έργου ένας γερμανός γεωγράφος, μια εκπρόσωπος από το τμήμα εξωτερικής πολιτικής της Κεντρικής Επιτροπής του κυβερνώντος κόμματος SED και ένας κομματικός εκπρόσωπος των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη χώρα (στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για τον Μένιο Νικολαΐδη).  Σύμφωνα με τα σχετικά ντοκουμέντα του τότε ανατολικογερμανικού Υπουργείου Πολιτισμού, που βρέθηκαν στα επίσημα Γερμανικά Κρατικά Αρχεία, η γνωμοδότηση του Χατζή (συνταγμένη στα γερμανικά, πιθανότατα με τη βοήθεια κάποιου συναδέλφου του στο ινστιτούτο) διαφέρει σημαντικά από εκείνες των άλλων βιβλιοκριτικών. Ο Χατζής, στις επτά σελίδες της γνωμάτευσής του, αντιπαρατίθεται μεν, όπως και οι υπόλοιποι, πολιτικά με το έργο, χρησιμοποιεί όμως μέθοδο και κριτήρια και διατυπώνει με αυστηρότητα και σαφήνεια την επί μέρους κριτική του. Δεν επαναπαύεται στη διατύπωση απλών διορθώσεων μόνον, διαφόρων λαθών ή ελαττωμάτων του περιεχομένου, κυρίως ιστορικού, γεωγραφικού ή γλωσσικού χαρακτήρα. Οι παρατηρήσεις του αφορούν τόσο τη δομή της αφήγησης και την ισορροπία των θεμάτων και ενοτήτων της, όσο και τον τρόπο προσέγγισης και ανάλυσης του αντικείμενου και την ουσία του αποτελέσματος, δηλαδή της εικόνας της Ελλάδας, που πρόκειται να μεταφερθεί στον αναγνώστη.    


 Στο μάζεμα του καπνού


 Εργάτες στα νταμάρια
της Πεντέλης

Για τη μέθοδο

Ξεκινώντας με τον σχολιασμό της ακολουθούμενης μεθόδου στην αφήγηση, ο Χατζής κάνει αναφορά στη στοχοθέτηση του συγγραφέα του έργου, που είναι  «να σχεδιάσει μια αντιπροσωπευτική εικόνα της σημερινής Ελλάδας, της φύσης της, των αρχαιοτήτων της και κυρίως του ελληνικού λαού και των προβλημάτων της χώρας»,  για να αποφανθεί  στη συνέχεια, ότι «ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τον σκοπό του με έναν τρόπο, που να μας παρέχει μια σύνθεση, μια περιγραφή ή μια μελέτη για τη σημερινή Ελλάδα, βάσει ενός ορισμένου σχεδίου ή με κάποιο σύστημα. Αυτό που μας δίνει, είναι διάφορες ασύνδετες μεταξύ τους ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σε μια μορφή μωσαϊκού. Μεγάλα τμήματα της Ελλάδας απουσιάζουν εντελώς σ' αυτό το μωσαϊκό ταξιδιωτικών εντυπώσεων: η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος (εκτός της διαδρομής Πάτρας-Κορίνθου), η Κρήτη, όλα τα νησιά του Αιγαίου (με εξαίρεση τη Ρόδο), η Κέρκυρα και όλα τα νησιά του Ιονίου. Αυτό αποτελεί ίσως ένα ελάττωμα, αν αναμένουμε από το βιβλίο μια ολοκληρωμένη εικόνα της Ελλάδας και δεν επιθυμούμε να περιοριστούμε μόνον στις εντυπώσεις, που μας προσφέρονται στο βιβλίο. Όμως ακόμη και μεταξύ των ψηφίδων, που σχηματίζουν το μωσαϊκό αυτών των εντυπώσεων, επικρατεί μεγάλη δυσαναλογία. Η έκταση που καταλαμβάνει μερικές φορές η περιγραφή ενός τοπίου, ενός αρχαίου μνημείου ή μιας ομάδας ανθρώπων, δεν καθορίζεται από την αντικειμενική τους σπουδαιότητα αλλά από την υποκειμενική προτίμηση του συγγραφέα και την συγκίνηση που αισθάνθηκε εκείνη τη στιγμή».

Σαν παραδείγματα αναφέρει εδώ Χατζής την περιγραφή για τα Μετέωρα, που καταλαμβάνει 13 σελίδες, «αν και τα μοναστήρια αυτά βρίσκονται σε πλήρη παρακμή και  (…) σαν κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής έχουν πολύ μικρότερη σημασία από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους ή την ερειπωμένη πόλη του Μυστρά και σαν βυζαντινά μνημεία έχουν πολύ μικρότερη σημασία από τις βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, της Άρτας ή της Αττικής». Σαν άλλο παράδειγμα αναφέρει τη Ρόδο, που της αφιερώθηκαν 24 σελίδες, την οποία θεωρεί μεν ένα πάρα πολύ όμορφο νησί και πολύ ενδιαφέρον για τους τουρίστες αλλά όχι μια αντιπροσωπευτική περιοχή για την Ελλάδα.


 Η Εθνική Βιβλιοθήκη


 Στους Δελφούς

«Το ίδιο ισχύει – γράφει ο Χατζής στη συνέχεια - και για την περιγραφή της ζωής των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων στην Ελλάδα: τέσσερις σελίδες καταλαμβάνει η περιγραφή της εργασίας και του τρόπου ζωής των εργατών στα νταμάρια της Πεντέλης. Οι εργάτες αυτοί αποτελούν αριθμητικά ένα εντελώς ασήμαντο κομμάτι της εργατιάς στη χώρα. Πρόκειται για έναν περιορισμένο αριθμό εργατών, ίσως συνολικά 100 έως 200 άτομα. Στους καπνοπαραγωγούς είναι αφιερωμένες σχεδόν δέκα σελίδες. Δίνονται ακριβή στοιχεία για τα εισοδήματα μιας οικογένειας καπνοπαραγωγών και περιγράφεται η καθημερινή τους ζωή. Αυτό είναι σωστό και καλό, επειδή οι καπνοκαλλιεργητές αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού. Όμως, με την έκταση που παίρνει η περιγραφή γίνεται φανερό, ότι απουσιάζει κάθε αναφορά στο επίσης πλατύ κοινωνικό στρώμα, που απασχολείται στη βιομηχανία επεξεργασίας του καπνού, δηλαδή στην καθαρά προλεταριακή τάξη των καπνεργατών στα εργοστάσια τσιγάρων. Ο καπνός είναι σίγουρα ένα από τα κύρια προϊόντα της Ελλάδας και όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, βρίσκουμε σωστή μια εκτεταμένη περιγραφή της ζωής των καπνοπαραγωγών. Την ίδια σημασία για την ζωή της Ελλάδας και τον λαό της έχει όμως και η παραγωγή ελιών και λαδιού, η σταφιδοπαραγωγή καθώς και η παραγωγή εσπεριδοειδών και σ' αυτούς τους κλάδους παραγωγής η Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή αγώνα, όπως και με την καπνοπαραγωγή, με τους αμερικάνους ανταγωνιστές. Πάνω σ' αυτό το θέμα δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο βιβλίο».

Γενικεύοντας, διαπιστώνει ο Χατζής στη συνέχεια, πως «ενώ μικρές και κοινωνικά ασήμαντες ομάδες εργατών (οι μαρμαράδες της Πεντέλης, οι υφαντουργοί στη Δράμα, οι δημοτικοί υπάλληλοι και οι σερβιτόροι στη Θεσσαλονίκη περιγράφονται με χαρακτηριστικό τρόπο, δεν εμφανίζεται πουθενά μέσα στο βιβλίο η εργατική τάξη στο σύνολό της και στα αριθμητικά ισχυρά και σημαντικά της στρώματα (όπως οι βιομηχανικοί εργάτες στον Πειραιά, οι οικοδόμοι, οι μεταλλωρύχοι, οι εργάτες και οι εργάτριες στη βιομηχανία της ένδυσης). Ενώ περιγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο η γραφική και δραματική ζωή των σφουγγαράδων από τη Ρόδο, δεν γίνεται καμία αναφορά σε μια άλλη σπουδαιότερη ομάδα εργατών της θάλασσας, δηλαδή στους κατεξοχήν εργάτες  της θάλασσας, τους ναυτεργάτες».




Στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης

Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις του για τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε στο έργο, ο Χατζής είναι κατηγορηματικός, πως «δεν μπορούμε να περιμένουμε από το βιβλίο μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα της σημερινής Ελλάδας και της ζωής στην Ελλάδα. Απ' ότι φαίνεται, δεν ήταν αυτό και ο σκοπός του συγγραφέα. Επομένως το έργο θα πρέπει να εξεταστεί από Γερμανούς, ως λογοτεχνικό δημιούργημα και μόνο, και μάλιστα από κάποιους, που δεν θα είναι προδιατεθειμένοι από φιλολογική ή αρχαιολογική σκοπιά για την αξία του και οι οποίοι δεν θα έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα».

Για την εικόνα

Στη συνέχεια ο Χατζής σχολιάζει την εικόνα που αποκομίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο και αναφέρει:

«Η εικόνα που μας παρέχει ο συγγραφέας διαμορφώνεται ουσιαστικά από δυο παράγοντες: αφενός από την εξάρτηση της Ελλάδας από το εξωτερικό και αφετέρου από την φτώχια της χώρας. Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα πιστεύω, ότι ο συγγραφέας είδε και τοποθέτησε τα πράγματα σωστά: η Ελλάδα παρουσιάζεται στο έργο σαν μια χώρα υπό την κυριαρχία των Αμερικανών και ταυτόχρονα ως μια στρατηγική βάση τους. Ως προς τον δεύτερο παράγοντα, νομίζω, ο συγγραφέας είδε το πρόβλημα περισσότερο με τα μάτια ενός τουρίστα και λιγότερο από πολιτική σκοπιά. Από όλο το έργο βγαίνει το συμπέρασμα, ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ φτωχή χώρα. Αυτό είναι και το κυρίαρχο μοτίβο σε όλες του τις περιγραφές».

Στο σημείο αυτό ο Χατζής καταθέτει την ένστασή του και εξηγεί:

«Η φτώχια δεν είναι όμως το κύριο χαρακτηριστικό της Ελλάδας. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι περισσότερο η μεγάλη ανισότητα των εισοδημάτων. Ενώ στην πραγματικότητα ο εργαζόμενος λαός της έχει, ίσως, το χαμηλότερο επίπεδο ζωής στην Ευρώπη, υπάρχει παράλληλα στη χώρα αυτή μια αριθμητικά αρκετά μεγάλη πλουτοκρατία, η οποία συγκαταλέγεται στις πλουσιότερες και πιο ασύδοτες της Ευρώπης. Η ελληνική πλουτοκρατία κατέχει σήμερα μια περίοπτη θέση, ακόμη και μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ο τρίτος μεγαλύτερος στον κόσμο. Τα ελληνικά δεξαμενόπλοια είναι τα μεγαλύτερα του κόσμου. Το καζίνο του Μόντε Κάρλο ανήκει σε έλληνες πλουτοκράτες. Η ελληνική πλουτοκρατία είναι μέτοχος στις βιομηχανίες του Krupp».


Η μπροσούρα για την Ελλάδα

Αφού, στη συνέχεια, ο Χατζής αναφερθεί σε ορισμένα σημεία που δικαιολογούν τους ισχυρισμούς του, κλείνει τη γνωμάτευσή του με την διαπίστωση ότι το βιβλίο «προβάλλει αδιάλειπτα την αξιοπερίεργη εικόνα μιας φτωχής χώρας και αποχρωματίζει με τον τρόπο αυτό την πραγματική εικόνα της κοινωνικής ανισότητας που επικρατεί στη χώρα και με την οποία εξάλλου εξηγείται και η σφοδρότητα με την οποία διαδραματίστηκαν οι κοινωνικοί αγώνες τα τελευταία 25 χρόνια».

Η έκδοση

Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε είκοσι χιλιάδες αντίτυπα τον επόμενο χρόνο (1959). Η καλοτυπωμένη έκδοση με σκληρό εξώφυλλο και περίβλημα, περιέχει 174 σελίδες, 88 ασπρόμαυρες και 8 έγχρωμες φωτογραφίες. Πολύ πιθανόν, η κριτική του Χατζή να οδήγησε τελικά στην προσθήκη στο βιβλίο του υπότιτλου "Εντυπώσεις από ένα ταξίδι στην Ελλάδα" (Streiflichter einer Griechenlandreise), πράγμα που απάλλαξε μάλλον τους συγγραφείς από μια εκτενέστερη επεξεργασία του κειμένου τους. Δεν είναι γνωστό, αν η περίπτωση του βιβλίου αυτού έπαιξε στη συνέχεια κάποιο ρόλο στην απόφαση του Χατζή, να εκδώσει λίγους μήνες αργότερα, σε συνεργασία με τον Θανάση Γεωργίου,  ένα μικρό, (62σέλιδο, σε μορφή μπροσούρας και με αρκετές φωτογραφίες) εκλαϊκευμένο τεύχος της ενημερωτικής σειράς Land und Leute με θέμα και τίτλο την Ελλάδα, στο οποίο οι δυο συγγραφείς παραθέτουν συνοπτικά μια δική τους εκδοχή για την εικόνα της χώρας.

(Σημείωση: οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο «Hellas ohne Götter»)

 

Φωτογραφίες από την Ελλάδα του '50

 
      αριθμός επισκεπτών