Πολιτισμός Λογοτέχνες

Γιάννης Μότσιος

ΖΗΤΗΜΑΤΑ  ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ή

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΧΗ

21/11/13

 

Ολόκληρη η παρουσίαση του βιβλίου σε 11 βίντεο
με την επιμέλεια του Ναπολέοντα Ροντογιάννη

 

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, το Τμήμα Πολιτισμού, με επικεφαλής τον σύντροφο Σωτήρη Σιώκο,  οργάνωσαν την αποψινή συνάντηση που την στηρίζουν:  η Λήδα Δημητρίου, ο Λαοκράτης Βάσσης, ο Κώστας Γιαλίνης, ο Αντρέας Λάζαρης.  Ευχαριστώ όλους από καρδιάς. Ευχαριστώ και όλους εσάς, που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση.

Τα περισσότερα από τα πρωτότυπα κείμενα τής συλλογής «ΕΛΕΓΕΙΑ και άλλα ποιήματα» αναφέρονται σε συγκεκριμένο γεγονός του 1948,  στο Γράμο. Η θυσία των τριών παλικαριών έχει για μένα διαχρονική ισχύ: το παράδειγμά τους διδάσκει  την ανάγκη του αγώνα για υψηλά ιδανικά μέχρις εσχάτων. Κι όταν σου αφαιρούν τη δυνατότητα για συνέχιση, να επιλέγεις το δρόμο που σου απομένει:  να θυσιάζεσαι στους βωμούς της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της εθνικής ανεξαρτησίας, της προσωπικής και  της συλλογικής αξιοπρέπειας.

      

 
 Χάρος – Σπανούρα
του Γράμου

Ι.  Η «ΕΛΕΓΕΙΑ» με τον υπότιτλο «Για το χαμό των τριών παλικαριών στο Χάρο –  Σπανούρα του Γράμου» το 1948, αποτελείται από 34 ποιήματα, που γεμίζουν 20 σελίδες· 13 σελίδες είναι οι  ΕΡΩΤΙΚΟΙ,  5 οι ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΕΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, και πάνω από 100 σελίδες είναι οι μεταφράσεις από διάφορες γλώσσες, κυρίως σλαβικές.

Ποιήματα για το Γράμο γράφω από το 1948.

Το καλοκαίρι του 2010, στο Νεστόριο, είχα αναλάβει την ξενάγηση  ομάδας από παιδιά πολιτικών προσφύγων που έχουν γεννηθεί στην Πολωνία. Πενηντάρηδες,  εξηντάρηδες, και βάλε. Όταν πλησιάσαμε στο γκρεμό, τους είπα: «Προσπαθήστε με τη φαντασία σας να δείτε τη συμπεριφορά των τριών παλικαριών. Την έκφραση των προσώπων  τη στιγμή  της  απόφασης να πέσουν στο γκρεμό και να σκοτωθούν, παρά να παραδοθούν. Από μια διμοιρία που αποδεκατιζόταν κάθε μέρα, είχαν απομείνει τρεις άντρες και μια γυναίκα, βαριά τραυματισμένη. Η οποία και σώθηκε.

 Αν δεν καταφέρετε, τόνιζα,  να δείτε αυτές τις εικόνες, η επίσκεψή σας στο χώρο είναι απλός περίπατος. Και τίποτε άλλο ».  

Έλεγα τα λόγια με αποδέκτες τους ακροατές μου. Σε λίγο διαπίστωσα, ότι τα προόριζα για μένα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσα το ύψιστο μεγαλείο τής πράξης. Το ίδιο βράδυ έριξα στο χαρτί τους πρώτους  στίχους.

Έκτοτε, το νόημα τής θυσίας με απασχολεί ακατάπαυστα. Αλλά και το νόημα του δικού μου αγώνα: τότε και τώρα. Αγωνιζόμαστε για μια Ελλάδα νέα, πέρα και έξω από τούτη την πανούκλα του απαίσιου κι απάνθρωπου καπιταλισμού. Και όλων των εξουσιών του.

   


ΛΑΟΚΡΑΤΗΣ ΒΑΣΣΗΣ, φιλόλογος – συγγραφέας Ομιλητής 

ΙΙ.  17, 18 και 19 χρονών ήμουν μαχητής του ΔΣΕ. Η 16-η ταξιαρχία μου (της 9-ης μεραρχίας) τον Αύγουστο του 1948 κρατούσε το Τσάρνο στο Γράμο. Οι μάχες μαίνονταν φονικότατες, γιατί η αλλαγή χεριών κορυφής και οροσειράς  σήμαινε το τέλος τής δικής μας παρουσίας στον ορεινό όγκο με την ταυτόχρονη κατάληψη του Γράμου από τους αντιπάλους μας. Επομένως,  και για τα δυο στρατόπεδα το Τσάρνο ήταν ‘στρατηγικής’, που λένε,  σημασίας. Εδώ (και δεν είναι καθόλου τυχαίο)  για πρώτη φορά, το 1948, οι Αμερικανοί δοκίμασαν τα νέα όπλα τους, τις βόμβες ναπάλμ που χρόνια τώρα είναι απαγορευμένες από τον Οργανισμό Ηνωμένων  Εθνών. Το ‘υγρόν πυρ’ των 1200 βαθμών Κελσίου  κατέστρεφε όχι μόνο ανθρώπους και δάση, αλλά και τον οπλισμό: οι κάνες λύγιζαν κι αχρηστεύονταν. 

Παραμονές τού ελιγμού μας στο Βίτσι, ο πόλεμος είχε ανάψει κυριολεκτικά σε όλες τις βουνοκορφές και τις πλαγιές του κεντρικού και ανατολικού Γράμου. Τα δάση καίγονταν και έβγαζαν μαύρους,  φαρμακερούς καπνούς. Το Τσάρνο είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Καιγόταν  κυριολεκτικά.  Κάθισα και έγραψα ποίημα που αρχίζει με τους στίχους:

 

               -Τι να ’ν’ ετούτος ο καπνός που σκέπασε το Γράμο;

             -Άναψ’ ο Γράμμος, άναψε, πήρε φωτιά το Τσάρνο

Δεν με ικανοποίησε ο 2ος στίχος, ιδιαίτερα η φράση  πήρε φωτιά’, γι’ αυτό και διόρθωσα:

               Άναψ’ ο Γράμος σύγκoρμος και καίγεται το Τσάρνο

  

  «Ειδικά για τις μάχες στο Τσάρνο, στο Γράμο και στον Εμφύλιο, αρκετά κατατοπιστικό είναι το απόσπασμα από τα «Αρχεία του Εμφυλίου», σελ.. 473, του Γενικού Επιτελείου Στρατού: «Αι ριφθείσαι βόμβαι 500 λιβ επί Τσάρνο έσχον ως αποτέλεσμα να αλλάξει η κορυφή του υψοδείκτη, να εξουδετερωθούν τα σοβαρότερα πολυβολεία και να κονιορποιήσει αριθμό πολυβολείων μη εξακριβωμένων λόγω αλλαγής του εδάφους, άνοιξαν κρατήρες διαμέτρου 8-10 μέτρων και 3-4 μέτρων βάθους, πολλά ΝΑΠΑΛΜΣ έχουν κατακαύσει την περιοχή». Το ότι η 16-η ταξιαρχία, μαχητής της οποίας ήμουν και εγώ, υπερασπιζόταν το Τσάρνο για μέρες, κάτω από αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, ήταν πράξη απαράμιλλου ηρωισμού, γιατί από τη μια μεριά πολεμούσαν οι αμερικάνικες βόμβες νεότατης  τεχνολογίας, ενώ από την άλλη σχεδόν γυμνές ψυχές με απόλυτη υπεροχή στις μεγάλες αξίες της ελευθερίας, της λαϊκής εξουσίας, της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Αξίες που δεν έπαψαν να μας συγκινούν και είναι επίκαιρες στην εποχή μας για όλο τον πλανήτη. Παιδαριώδες είναι το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει ο ανιστόρητος ιστορικός για το τέλος του Εμφυλίου που δημοσιεύεται στον 2ο τόμο ΕΛΛΑΣ, του Εκδοτικού Οργανισμού Πάπυρος, στη σελ. 196: Ο Δημοκρατικός Στρατός «Τον Αύγουστο του 1949 υπέκυψε στην καλά οργανωμένη επίθεση του τακτικού στρατού».

                  


  ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΖΑΡΗΣ, διδάκτωρ φιλολογίας Ομιλητής 

ΙΙΙ.  Χρονικά πορεύομαι από το σήμερα προς την αρχή του ποιητικού μου δρόμου.

Φθινόπωρο του 1946  λόχος στρατού ήρθε στο χωριό μας από τα Γρεβενά και έκαψε σπίτια ανταρτών. Πριν παραδώσουν στις φλόγες το σπίτι μας, οι Γιωργουλαίοι από το χωριό Φιλιππαίοι, καπάτσοι πλιατσικολόγοι της παράταξής τους,  ξεχώρισαν αυτά που έπρεπε να γίνουν δικά τους, τα φόρτωσαν στα μουλάρια και έφυγαν για την πολίχνη. Μαζί με τη μάνα μου και τον αδερφό μου Νίκο, φοβούμενοι τα χειρότερα, περάσαμε στο ανταρτοκρατούμενο χωριό Διάκος, όπου άνοιξε το δημοτικό σχολειό με δάσκαλο εμένα. Ήμουν δεκάξι χρονώ.

Μια Κυριακή πήγα στο χωριό μας για να δω τη γιαγιά, τη μπάμπω Χρύσω, με τα  τρία μικρότερα αδέρφια μου. Κατά την επιστροφή μου, λίγο έξω από το Διάκο,  κάθισα  ξαφνικά κι έγραψα το πρώτο μου ποίημα σε 15-σύλλαβο στίχο με ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες:

 

Γιατί πατρίδα μου γλυκιά θρηνολογείς και πάλι

και φόρεσες κατάμαυρα σε σώμα και κεφάλι;

Ποιοι τα παιδιά σου αρπάξανε κτλ. κτλ.

 

Γίνεται κατανοητό, ότι  έγραφα ποίημα, φωτογραφίζοντας όχι ορατή εικόνα, όπως, λ.χ., το Τσάρνο στο προηγούμενο ποίημα, αλλά την εικόνα που είχε πλάσει η φαντασία μου.

Τα πρώτα δυο  ποιήματά μου ήταν πολιτικού περιεχομένου κι όχι ερωτικά, όπως θα ταίριαζε στην ηλικία μου. «Γράψε μόνο αυτά που βλέπεις κι ακούς» συμβουλεύει ο Παουστόφσκι, ο μεγάλος Ρώσος σοβιετικός συγγραφέας.

 


 ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΛΙΝΗΣ, συγγραφέας – ηθοποιός Ομιλητής-Απαγγελίες

ΙΥ. Τελευταία περίπτωση. Στα 80-της η μάνα μου είχε αρρωστήσει και επειδή νόμιζε ότι είχε έρθει η ώρα της, με παρακάλεσε να γράψω επίγραμμα για τον τάφο της. Τα γράμματα που είχε μάθει ήταν της Τρίτης δημοτικού, και παραξενεύτηκα με την παράκλησή της, γι’ αυτό και  ρώτησα τί είναι επίγραμμα. Μου το είπε. Και έμεινα κυριολεκτικά άλαλος. Το έγραψα. Έγινε καλά. Στα 90-της με παρακάλεσε να γράψω δεύτερο. Το έγραψα κι αυτό, αλλά τη ρωτώ: -Ποιο σου άρεσε περισσότερο; Απάντηση: -Και τα δυο. Ξαναρωτώ: -Ποιο θέλεις να βάλουμε στο τάφο σου;  Ίδια κι η απάντηση. -Και τα δύο.

Εδώ να πω, ότι η μάνα μου είχε φτιάσει τον τάφο της χρόνια πριν πεθάνει. Από τις δυο μεριές είχε τοποθετήσει τα οστά: δεξιά των δυο αντρών, του πατέρα μου και του δεύτερου αδερφού μου, Βασίλη· αριστερά της γιαγιάς μου, της πεθεράς της, και της μικρότερης αδερφής μου, της Ρόζας. Στην πέτρινη  στήλη είχε βάλει τις τέσσερεις φωτογραφίες και τη δική της στο κέντρο, αφήνοντας κενό για την ημερομηνία του θανάτου της.

 -Μητέρα, της λέω, δεν υπάρχει χώρος για δυο επιγράμματα. Κατεβήκαμε μαζί στο νεκροταφείο του χωριού. Πείστηκε. Διάλεξε το επίγραμμα που το δίνω σε χειρόγραφη μορφή του φίλου Κώστα Γιαλίνη. Οι 4 στίχοι λένε:

 

 

Ερώτηση: γιατί γράφω στίχους; Γιατί, την ώρα εκείνη δεν μπορώ να μη γράψω αυτό που με προστάζει να του δώσω ποιητική υπόσταση, να το φέρω στον κόσμο. Η περιγραφή συντελείται από μια καθαρά δική μου σκοπιά. Αυτό και διαφοροποιεί τον κάθε άνθρωπο της τέχνης. Το ποίημα είναι όπως το μοντέλο που στήνεται μπροστά στο ζωγράφο και του προστάζει απαιτητικά:

 -Ζωγράφισέ με. Κι ο καλλιτέχνης  ζωγραφίζει αυτό που βλέπει με τα μάτια του· και με την ψυχή του. Το έργο τέχνης είναι πάντοτε ανακάλυψη. Και αποκάλυψη  νέων καλλιτεχνικών αξιών: νοημάτων και μορφών ενσάρκωσής τους.


ΛΗΔΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ηθοποιός – θεατρολόγος Απαγγελίες

Μια που αναφέρθηκα σε ζωγράφο. Το 1966, με τη γυναίκα μου και την κόρη μας Αλέκα, μας είχε καλέσει μοσχοβίτης φίλος για να παρουσιάσει το νέο του έργο: το πορτρέτο γνωστής και οικογενειακής φίλης και των δυο μας. Οι οικογένειες, μοντέλου και ζωγράφου, ζούσαν στην ίδια πολυκατοικία.  Συμφωνία τους ήταν: η προσωπογραφία να εκτεθεί για θέαση μόνο, όταν θα ήταν πλήρως ολοκληρωμένη.  Και μάλιστα σε ειδική τελετή.

Είχαμε συγκεντρωθεί καμιά δεκαριά άτομα. Η επίσημη ώρα: η αποκάλυψη της προσωπογραφίας. Ο ζωγράφος αφαιρεί χωρίς βιασύνη το λευκό πέπλο από το έργο ζωγραφικής. Και ξαφνικά ακούγεται μια κραυγή απόγνωσης,  οργής και υστερίας: «Κάθαρμα! Ποιος σου επέτρεψε να χωθείς στην  ψυχή μου και να βγάλεις στη φόρα αυτό, την  ύπαρξή του οποίου ούτε καν υποπτευόμουν;».

Σηκώθηκε κι έφυγε για το σπίτι της θυμωμένη και κλαίγοντας γοερά. Ήταν η Λιούμπα Λιχατσόβα, μεταφράστρια από τα Βουλγαρικά. Έχει όμως μεταφράσει την τριλογία του Βασιλικού -  Το φύλλο, Το πηγάδι και  το Αγγέλιασμα από τα Ελληνικά. Και το «Βασιλιά της Ασίνης» του Σεφέρη.

Το έργο τής αληθινής τέχνης είναι πάντοτε αποκάλυψη νέων αναγνώσεων. Και νέων αντιδράσεων αναγνωστών και θεατών.

Μερικά συμπεράσματα.

Στην αρχή της ποιητικής δημιουργίας είναι η πράξη ή η μνήμη της· και μετά η περιγραφή, η ενσάρκωση της πράξης σε στίχους· με καλλιτεχνικά μέσα. Η απεικόνιση μπορεί να είναι φωτογραφική και άμεση, την  ώρα που συντελείται η πράξη, η οποία και γεννάει το ποιητικό δημιούργημα· μπορεί όμως να είναι και έμμεση, με την  πάροδο του χρόνου, ο οποίος (χρόνος) μπορεί να είναι από λίγος ώς  πολύς. Στη δεύτερη περίπτωση συμμετέχει ενεργά η μνήμη και η  καλλιτεχνική φαντασία μέσα από την αναπαράσταση ή την αναδημιουργία τής πράξης. Αυτή η μέθοδος, μάλλον, είναι η πιο συνηθισμένη και η πιο γόνιμη· πλουσιότερα τα αισθητικά της αποτελέσματα.

Αναφέρθηκα σε δικές μου εμπειρίες, γιατί, καθώς νομίζω, κατά συγγενικό τρόπο  πρέπει να λειτουργούν όλοι οι ποιητές. Αν όντως είναι έτσι, τότε έχουμε να κάνουμε με  πρακτικές γενικότερης φύσης, ίσως και με νομοτέλειες στους χώρους της τέχνης.        

         ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ  ΘΕΡΜΑ     

     

 

ΥΓ.  Παράκληση στους νέους ποιητές μας: γράφτε Ελληνικά και κατανοητά, αλλά ποιητικά· ότι αποτεινόσαστε σε Έλληνες αναγνώστες με την καλή πρόθεση να σας καταλάβουν· και να κάμετε ποιητικό διάλογο μαζί τους. Αν σας ενδιαφέρει, βέβαια,  η κουβέντα. Και η κρίση που τυχαίνει να μην είναι πάντοτε ευθύγραμμη.

      Όταν λέω ‘Ελληνικά’, εννοώ, βεβαίως, το γλωσσικό όργανο και το ποιητικό ύφος που θα ανακαλύψετε, αλλά και την ποιητική παράδοση, που πάνω της θα στηριχτείτε για να χτίσετε τους δικούς σας στίχους. Εννοείται, ότι δε θα είσαστε κουφοί στις φωνές και στις επιτεύξεις των ξένων στην τέχνη της ποίησης. Μην  ξεχνάτε όμως ότι ο δικός σας αύξων αριθμός αρχίζει από τον Όμηρο και φτάνει σε σας. Αυτή τη γραμμή συνεχίστε, προσθέτοντας το προσωπικό σας χρώμα στην ελληνική ποιητική λαλιά. Οι αναγνώστες θα σας διαβάζουν. Οι στίχοι σας  δε θα στοιβάζονται στα ράφια να τα τρώει η σκόνη τής μη χρήσης: της αχρηστίας.

Ο ελληνικός πολιτισμός, συστατικό και πολύτιμο στοιχείο του οποίου είναι η λογοτεχνία (σε πρώτη σειρά η ποίηση) είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών του ελληνισμού. Η δύναμή του συνίσταται στην αφομοιωτική ικανότητα δάνειων στοιχείων με την παραπέρα ένταξή τους στον δικό του κορμό. Οι πρακτικές υποχώρησης, ακόμα χειρότερα συνθηκολόγησης κι απόλυτης υποταγής σε ξένα πρότυπα, συμβαίνουν σε εποχές πολιτισμικής (εννοείται και κοινωνικής) παρακμής ή απώλειας εμπιστοσύνης στους εαυτούς μας. Στο δρόμο της αυτοπεποίθησης, της πίστης στις δημιουργικές δυνάμεις,  στις αστείρευτες πηγές για τη δημιουργία νέων αξιών μεγαλούργησε και θα μεγαλουργεί ο ελληνισμός. Αυτή είναι η λεωφόρος όχι μόνο κι όχι τόσο για τη διατήρηση, αλλά για την μεγαλύτερη δυνατή ισχυροποίηση της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων.

     Τα λέω αυτά με το δικαίωμα των 84 χρόνων. Κι ακόμα – ακόμα, με τη σιγουριά της γλώσσας και της παράδοσης. Ότι είμαστε ο μοναδικός λαός στην ιστορία του πολιτισμού και στην ιστορία τής τέχνης τού λόγου, που δεν έχουμε μήτε έναν αιώνα (από τον Όμηρο και δώθε) χωρίς ποιητική παραγωγή: άλλοτε καλή, άλλοτε μέτρια κι άλλοτε πολύ καλή.

     Μάλλον είμαστε και η μοναδική χώρα που έδωσε δυο πανανθρώπινους πολιτισμούς: τον  αρχαίο ελληνικό και τον βυζαντινό. Μα και οι επόμενοι αιώνες δεν είναι ευκαταφρόνητοι ως προς την ποιητική παραγωγή: το έπος του Διγενή Ακρίτα, το ιπποτικό μυθιστόρημα, η Κρητική Αναγέννηση, ο Χριστόπουλος και ο Βηλαράς, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Βρεττάκος, ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Χρήστος Μπράβος κατατάσσονται στα μεγάλα αναστήματα της ποίησης. Και είναι πολλοί για μια μικρή χώρα· για μια γλώσσα που την μιλούν μόνο 10 εκατομμύρια άνθρωποι.

Να υπογραμμίσω, ότι η ελληνική ποίηση, μέσα σε τρεις δεκαετίες, τιμήθηκε με πολλά Διεθνή Βραβεία. Τα αναφέρω στη σειρά απονομής τους: 1959, βραβείο Λένιν στον ποιητή Κώστα Βάρναλη· 1962, ο Γιώργος Σεφέρης τιμάται με το βραβείο Νόμπελ· 1974 ο Γιάννης Ρίτσος   κερδίζει το  Διεθνές Βραβείο Δημητρόφ, 1976 δυο Διεθνή Βραβεία Ποίησης στην Ιταλία, 1977 το δεύτερο για τη  ελληνική λογοτεχνία Βραβείο Λένιν και το 1979  το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για τον Πολιτισμό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης· το 1979 ο Οδυσσέας Ελύτης φέρνει στην  Ελλάδα το δεύτερο βραβείο Νόμπελ.

      Αυτό είναι το σπίτι μας και η πραμάτεια μας. Ευλογημένα και τα δυο. Για την ποίηση: γλώσσα – παράδοση (πρωτίστως δικής μας, αλλά και ξένη) – προσωπική συνεισφορά. Και πίστη στο αθάνατο πνεύμα του λαού μας· του ελληνισμού στο σύνολό του.

   

20 Φεβρουαρίου 2014 

Πεδινή Ιωαννίνων

 

Επιστροφή στον Γιάννη Μότσιο

   

      αριθμός επισκεπτών