Πολιτισμός

"εκδηλώσεις"

ΔΩΔΩΝΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ 2012

Ομιλία: Απόστολος Μπενάτσης

Απόστολος Μπενάτσης

Επίκουρος Καθηγητής

Θεωρίας και Ερμηνείας

της Λογοτεχνίας

Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

Η Δωδώνη στη Λογοτεχνία

 

  

Μιλώντας κανείς για τη Δωδώνη, όπως αυτή εμφανίζεται στη Λογοτεχνία, θα πρέπει να έχει υπόψη του την ακόλουθη διευκρίνιση. Ο ιστορικός και ο αρχαιολόγος ενδιαφέρονται να αποδείξουν  «πώς ήταν πραγματικά» τα γεγονότα του παρελθόντος. Με άλλα λόγια φιλοδοξούν να αναβιώσουν μια εποχή. Η Λογοτεχνία έχει διαφορετικό σκοπό. Κάθε έργο  βασίζεται στις ανησυχίες, τα σύμβολα, τους μύθους, τα θρησκευτικά μοτίβα και τα επιχειρήματα, τις πολιτικές ανησυχίες και τις πραγματικότητες, τις ιδέες, τα μνημεία, τις οικονομικές ανησυχίες και άλλα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του. Ανατρέχει στο παρελθόν, αναπαριστά τα γεγονότα και τα μετασχηματίζει.

Στην πρώτη περίπτωση, ο Ιωάννης Κακριδής μιλώντας για τη Δωδώνη θα επισημάνει: «Η λατρεία του Δία στη Δωδώνη, κάτω από το βουνό Τόμαρος, ήταν από τα αρχαϊκά κιόλας χρόνια γνωστή». Ο Όμηρος στην Ιλιάδα «μνημονεύει τους ιερείς του, τους Σελλούς, που άφηναν τα πόδια τους άπλυτα και κοιμόντουσαν πάνω στο χώμα. Αργότερα αναφέρονται ιέρειες, που τις έλεγαν Πέλιες (= περιστέρες)».[1] Οι ιερείς (ή οι ιέρειες) έδιναν τους χρησμούς των αφού πρώτα άκουαν το θρόισμα της ιερής βελανιδιάς που φύτρωνε μέσα στον ιερό περίβολο. Γνωρίζουμε ακόμη ότι από τις γυναίκες του Δία, η Δία, γνωστή από τα μυκηναϊκά χρόνια «και η Διώνη, με ισχυρότερη λατρεία στη Δωδώνη, αποτελούν το θηλυκό ανάλογο του Δία».[2] Σύμφωνα με μια παράδοση «που την είχαν ιστορή­σει στον Ηρόδοτο οι ίδιες οι ιέρειες της Δωδώ­νης: Κάποια μέρα, δύο περιστέρες μαύρες ση­κώθηκαν από το μαντείο της αιγύπτιας Θήβας· η πρώτη έφτασε πετώντας στη Δωδώνη, κάθισε πά­νω σε δρυ και, παίρνοντας ανθρωπινή λαλιά — όπως στο δημοτικό μας τραγούδι —, έδωσε εντολή στους γύρω κατοίκους να χτίσουν ένα μαντείο στον Δία. Με τον ίδιο τρόπο η άλλη περι­στέρα όρισε στους Λίβυες να ιδρύσουν το περί­φημο μαντείο του Άμμωνα στην όαση του Σιβά».[3]

 

Τη σημασία του Μαντείου της Δωδώνης θα τονίσει με τη σειρά της η Λογοτεχνία και ειδικότερα η Ιλιάδα. Ο Όμηρος στη Ραψωδία Π θα κάνει λόγο για την προσευχή του Αχιλλέα στο Δωδωναίο Δία:

 

 «Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη ’ς την Δωδώνην

πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προσφέρουν

οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία,

    (Ιλιάδα Π, 233-235, Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)

 

Αλλά και η Διώνη δεν απουσιάζει από το ομηρικό κείμενο. Στο Ε της Ιλιάδας ο Διομήδης, ακολουθώντας τη συμβουλή της Αθηνάς, θα τραυματίσει τη Θεά Αφροδίτη. Αυτή με φωνές και θρήνους θα καταφύγει στη μάνα της τη Διώνη:

 

κι η αρχόντισσα Αφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα τής Διώνης,    370

της μάνας της· κι αυτή την κόρη της μες στην αγκάλη επήρε,

και με το χέρι της τη χάιδεψε κι έτσι μιλεί και κρένει:

«Παιδί μου, ποιος απ' τους αθάνατους σου τα 'χει κάνει ετούτα,

άδικα, λες κακό πως έκανες σε όλο μπροστά τον κόσμο;»

   Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη τής αποκρίθη κι είπε:
«Ο λιονταρόκαρδος με λάβωσε γιος του Τυδέα Διομήδης,
το γιο μου τον Αινεία σα γύρευα να βγάλω από τη μάχη,
που του 'χω πάντα την αγάπη μου πιο απ' όλους πα στον κόσμο·
τι δεν παλεύουν τώρα ανέσπλαχνα πια μόνο Τρώες κι Αργίτες,
παρά χτυπιούνται και με αθάνατους οι Δαναοί κει κάτω.»         380

   Κι η Διώνη τότε, η πολυσέβαστη θεά, τής αποκρίθη:

«Υπομονέψου τώρα, κόρη μου, κι αν και πονάς, κρατήσου·

τι απ' όσους ζούμε απά στον Όλυμπο πολλοί τυραννιστήκαν

απ' τούς θνητούς, καθώς τρωγόμαστε κι εμείς αναμεσό μας.

 

Και συνεχίζει η Διώνη μιλώντας για τα βάσανα του Άρη, της Ήρας και του Άδη. Το επεισόδιο τελειώνει ως εξής:

 

Είπε, και το αίμα της εσφούγγιξε και με τα δύο της χέρια,
κι έγιανε ευτύς το χέρι, εγλύκαναν κι οι πόνοι που τη σφάζαν.

( Μετάφραση Καζαντζάκη- Κακριδή)

 

Το περιστατικό αυτό για να ερμηνευτεί πλήρως θα απαιτούσε να ανασυστήσουμε την ιδεολογία της εποχής. Ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να αξιοθετηθεί μέσα στα κοινωνικά, ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενά του. Και ταυτόχρονα οι αναλύσεις και η κατανόησή μας προχωρούν απαραιτήτως από τις δικές μας ιστορικά, κοινωνικά και θεσμικά διαμορφωμένες απόψεις. Μπορούμε έτσι να δούμε εδώ μια σκηνή όπου οι οικογενειακοί θεσμοί υπερτιμώνται και οι ρόλοι της μάνας και της κόρης διαγράφονται ξεκάθαρα. Ταυτόχρονα διαπιστώνουμε την ικανότητα του Ομήρου να εξανθρωπίζει το θείο και να του δίνει ανθρώπινες διαστάσεις.

Μια αναφορά ακόμη θα πρέπει να γίνει από τη αρχαιότητα. Πρόκειται για τις Όρνιθες του Αριστοφάνη όπου τα πουλιά μιλούν για τη δημιουργία του κόσμου και συγχρόνως προβάλλουν φοβερές αξιώσεις. Ας ακούσουμε το λόγο τους σε μετάφραση Φάνη Κακριδή[4]:

 

Πρώτα ήταν το Χάος και η Νύχτα και το μαύρο Έρεβος και ο πλατύς Τάρταρος· και Γη δεν ήταν ούτε Αέρας ούτε Ουρανός· και στους απέραντους τους κόλπους του Ερέβους ανεμογγάστρωτο γεννά το πρώτο πρώτο  αβγό η Νύχτα η μαυροφτέρουγη, από όπου με του καιρού το γύρισμα βλάστησε ο Έρωτας ο πολυπόθητος, αστράφτοντας στην πλάτη με τα χρυσά του τα φτερά, παρόμοιος με γρήγορους ανεμοστρόβιλους. Και αυτός, σμίγοντας με το φτερωτό Χάος στα σκοτεινά στον πλατύ Τάρταρο ανάστησε τη γενιά μας και πρώτη την έβγαλε στο φως. Και πιο μπροστά δεν υπήρχε η γενιά των αθανάτων, ως την ώρα που τα έκανε όλα ο Έρωτας να σμίξουν. Και έτσι που έσμιγαν άλλα με άλλα γίνηκε ο Ουρανός και ο Ωκεανός και η Γη και όλων των θεών των μακαρισμένων η αθάνατη γενιά. Και είμαστε έτσι εμείς πολύ πιο παλιοί από όλους τους μακαρισμένους! […] Και είμαστε για σας Άμμωνας, Δελφοί, Δωδώνη, Φοίβος Απόλλωνας!

 

Το χαριτωμένο αυτό απόσπασμα κάνει λόγο για τη Δωδώνη και για τη μαντεία, πράγμα που σηματοδοτεί τη σπουδαιότητά της στα κλασικά χρόνια και ταυτόχρονα ακολουθεί μια αντίστροφη κίνηση. Αν στον Όμηρο οι θεοί γίνονται άνθρωποι, εδώ το μικρό και το ασήμαντο αποκτούν το status του θείου. Η κωμωδία προβάλλει μια αντεστραμμένη εικόνα της Θεογονίας.

Στο χώρο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τώρα η Δωδώνη εμφανίζεται στο έργο του Γιάννη Ρίτσου και ειδικότερα στη συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1972). Ειδικότερα στις Επαναλήψεις γίνεται λόγος για «Το τέλος της Δωδώνης»:

Ι

Είχαμε τους βωμούς, τις εκκλησιές μας, τα μαντεία. Με τα ίδια

μας τα μάτια

είχαμε δει τη χρυσή περιστέρα και το πελέκι του ξυλοκόπου

να πέφτει καταγής. Κρυφές λαλιές — τα φύλλα, τα πουλιά κ’ η

κρήνη —

μας λέγαν τι να κάνουμε, τι να μην κάνουμε. Καλό αποκούμπι

οι μάγισσες με τα καζάνια τους και το φλιτζάνι του καφέ. Κι από

πάνου

η βαθύφωνη δρυς.

                                               (Επαναλήψεις, «Το τέλος της Δωδώνης» Ι)

 

Το μαντικό κλίμα μας το δίνουν ανάγλυφα ένα πλήθος στοιχεία:  «μαντεία», «Κρυφές λαλιές», «τα φύλλα», «η βαθύφωνη δρυς». Όλα αυτά προσιδιάζουν στο κλίμα της Δωδώνης, που σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται στην ακμή της. Έχει κανείς την εντύπωση πως ο Ρίτσος μετασχηματίζει σε ποιητικό λόγο στοιχεία που βρίσκονται σε βιβλία μυθολογίας. Ας μη ξεχνούμε όμως ότι τους δίνει μια χροιά ποιητική. Ας προσέξουμε ιδιαίτερα το επίθετο «βαθύφωνη».

Θα ακολουθήσει μια απαρίθμηση ερωτημάτων που υποβάλλονται στο μαντείο:

 

Είχαμε κάπου κ’ εμείς ν’ αποταθούμε, να ρω-

­τήσουμε

για τ’ αρνιά, τα παιδιά μας, τη ροδιά, για τη μονόφθαλμη αγελάδα,

για το γαϊδούρι, το μποστάνι, το τσουκάλι. Κ’ η απάντηση πάντα,

(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:)

σίγουρη, δυνατή, προστακτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως—

άλλοι είχαν την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία.

                                               (Επαναλήψεις, «Το τέλος της Δωδώνης» Ι)

 

Το κλίμα είναι καθαρά λαϊκότροπο. Ο Ρίτσος μεταφέρει τα γνωστά ερωτήματα που γινόταν στο μαντείο στη σύγχρονη εποχή και τα προσαρμόζει στο λαϊκό λόγο. Με τον τρόπο αυτό βρίσκεται στο περιβάλλον που είναι οικείο στον αναγνώστη του χώρου της αριστεράς. Φυσικά το κείμενο έχει και τις πολιτικές του συνδηλώσεις. Αλλά εδώ θα αρκεστούμε στο μαντικό κλίμα.

Τα χρόνια όμως περνούν και το μαντείο οδεύει σε παρακμή μέχρι το τελικό του κλείσιμο.

 

II

Έτσι που γκρεμιστήκαν οι θεοί, δεν ήξερε κανένας κατά πού να

στρέψει.

Οι άρρωστοι μέναν στα κρεββάτια τους με τα μάτια κλεισμένα.

Μες στα παπούτσια τους  σαπίζαν τα τσουράπια τους, και  δυο

λουλούδια στο ποτήρι.

Οι πονηροί προσαρμοστήκαν γρήγορα. Βάλανε πάλι τα καλά τους,

περνοδιαβαίνουν στο παζάρι, συζητούν, εμπορεύονται. Ανάλαβαν

την υπεράσπιση του επιδρομέα. Αλλάξανε τα ονόματα των δρό-­

μων

και των ναών — πρόχειρες αντικαταστάσεις. Ο Δίας κ' η Διώνη

δώσαν τη θέση τους στον Ιησού και στην Παρθένο. Ο Θεοδόσιος

τ' αποτελείωσε όλα — τι βωμούς και τι ιερά, και το μεγάλο εκείνο

δέντρο

το καταστόλιστο απ' τα τόσα αφιερώματα.

(Επαναλήψεις, «Το τέλος της Δωδώνης» ΙΙ)

 

Με ύφος ρητορικό ο Ρίτσος προσπαθεί να δείξει τη συγκίνηση και τη θλίψη του για την κατάσταση. Ας προσέξουμε την έντονη φόρτιση που υπάρχει στο «τ' αποτελείωσε όλα» και το «μεγάλο εκείνο/ δέντρο/ το καταστόλιστο». Μπορούμε να μιλήσουμε εδώ για την ένταση του πάθους, για την  υπέρβαση του μέτρου και την τελική απώλεια.

Το 1999 ο Ηπειρώτης συγγραφέας Βασίλης Γκουρογιάννης γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο Ο θίασος των Αθηναίων. Η υπόθεσή του αφορά το θέμα μας. Το έτος 326 μ.Χ. μαίνονται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι θρησκευτικές και αισθητικές συγκρούσεις μεταξύ των Χριστιανών και των Ελλήνων (ειδωλολατρών).Ο θιασάρχης Θέσπις φιλοδοξεί να αναβιώσει την αρχαία τραγωδία και συγκεντρώνει γι' αυτό το σκοπό στην Αθήνα ηθοποιούς. Δυστυχώς όμως δεν του παραχωρούνται θέατρα για παράσταση τραγωδίας και αυτός καταφεύγει στο ερειπωμένο θέατρο της Δωδώνης. Οι περιγραφές του βιβλίου είναι δηλωτικές:

 

Όταν άρχισαν να μπαίνουν στη βαθιά κοιλάδα της Δωδώνης, από το νότιο μέρος ο τραχύς όγκος του Τόμαρου έκρυβε πλέον την πορεία του ήλιου. […] «Εκεί είναι η Δωδώνη;» ρώτησε ο Θέσπις, χωρίς να του χρειάζεται απάντηση, καθώς στον βραδινό ορίζοντα διέκρινε ακόμη καθαρά τα τείχη και τους πύργους του πολίσματος - μάλιστα ο Τόμαρος χαμηλώνει προς το βορινό άκρο του και το τελευταίο φως ανεμπόδιστο χρύσιζε τους πωρόλιθους των κτισμάτων.

Εν πορεία αναφώνησε:

«Εκείνο αριστερά είναι το θέατρο; Ναι, ναι, το θέατρο είναι, βλέπω το καβούκι του. Αυτό είναι τεράστιο!» απά­ντησε στον εαυτό του.

Αργότερα μόνος του εντόπισε και την ιερή βαλανιδιά, που προεξείχε αρκετά πάνω από τα τείχη, φυτρωμένη στα νότια πρανή του κάστρου.

 

Το ερώτημα είναι αν αυτές οι περιγραφές οφείλονται στην έμπνευση του συγγραφέα ή έχουν κάπου αλλού την πηγή τους. Όπως επισημαίνει ο Greenblatt, η τέχνη συγκροτείται από στοιχεία που είναι κληρονομημένα, διαβιβασμένα, αλλαγμένα, τροποποιημένα, αναπαραγόμενα πολύ περισσότερο από επινοημένα.[5] Με άλλα λόγια ένα συγγραφέας χρησιμοποιεί το υλικό που του παρέχει η γραπτή και προφορική παράδοση και το τροποποιεί και το αναπαριστά σύμφωνα με τις ανάγκες του. Με βάση αυτά τα στοιχεία ας δούμε την περιγραφή της ιερής βελανιδιάς από τον Γκουρογιάννη:

 

Απέναντί του ξεχώριζε το βουνό Τόμαρος, με την απει­λητική, την τραχιά φυσιογνωμία του, ως τη μέση δασωμέ­νο και από κει και πάνω γυμνό σαν μονομάχος. Η πρωινή δροσιά του οροπεδίου τον ανατρίχιαζε. Περπάτησε λίγο α­ριστερά, προς την ιερή βαλανιδιά. Ακούμπησε στο προστα­τευτικό της κιγκλίδωμα, που την διακοσμούσε περισσότε­ρο παρά την περιφρουρούσε. Έστησε μάταια αυτί μήπως συλλάβει κάτι από τους θρυλούμενους παράδοξους ήχους των φυλλωμάτων, ή κάποια ανθρώπινη ομιλία απ' τα κλα­διά, ή την περίφημη δαιμονική μελωδία πνευστού οργάνου που αρκετοί ισχυρίζονταν ότι άκουσαν να βγαίνει από κει. Δρασκέλισε το κάγκελο, άγγιξε τον γιγάντιο κορμό κι έ­βαλε τ' αυτί του ν' αφουγκραστεί. Ένα ελαφρύ βουητό μό­νον έφτανε ως αυτόν, ίσως από το αδιόρατο ανέμισμα των κορφινών κλαδιών.

 

Ασφαλώς η περιγραφή αυτή υποδηλώνει ότι ο συγγραφέας έχει υπόψη του περιγραφές της δρυός από ιστορικές και αρχαιολογικές πηγές. Αλλά ας μη ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία μετασχηματίζει τα γεγονότα.

Η έμπνευση ωστόσο δεν μπορεί να παραμεληθεί στη λογοτεχνία. Έτσι ο Θέσπις με χίλιους τρόπους θα καταφέρει να βρει τρόπο να ανεβάσει Αισχύλο στο Θέατρο της Δωδώνης. Αλλά οι έριδες και οι συναγωνισμοί ανάμεσα στην αρχαία θρησκεία και τον αναδυόμενο Χριστιανισμό είναι πολλαπλές. Η πλάστιγγα γέρνει προς τη μεριά του Χριστιανισμού. Η παράσταση δίνεται, αλλά ο Θέσπις βρίσκεται κρεμασμένος πάνω σε ένα σταυρό. Και οι ιερείς του Μαντείου για να το προστατεύσουν από τη μανία των Γαλιλαίων, των Χριστιανών δηλαδή, φορούν μάσκες ηρώων για να τρομάξουν τους επιτιθέμενους:

 

«… και τότε είδαν... Ω θεοί! Ω θεοί!... Είδαν κάτω από τα χλομά α­στέρια το θίασο να παίζει! Κι αυτός, ω θεοί, ο μέγας Θέσπις, αιμορραγώντας σταυρωμένος να εκφέρει το λόγο του θεϊκού Αισχύλου, κι ολόγυρα του οι άλλοι με τάξη υποδειγ­ματική, σαν να μην είχε τίποτα συμβεί, να περιστρέφονται απαγγέλλοντας, αγγίζοντας επάνω σε νεκρούς. Ήταν πά­νω σ' αυτό το στίχο που η πνοή του Θέσπι δεν άντεξε άλ­λο να γίνεται φωνή. Ήταν αυτός ο τελευταίος λόγος. Αν η άνοιξη λαμπρύνεται από πεταλούδες, είναι γιατί σε κάποιες ρωγμές άφησαν αυγά οι νεκρές τους μάνες. Ο Χορός δεν πήρε απάντηση στην αντιφώνησή του και τότε οι ηθοποιοί δι­πλώθηκαν στα δυο σαν να τραβούσαν απ' τα σπλάχνα τους το βέλος. Καθένας θρηνολογούσε γοερά στη μητρική του γλώσσα κι ήταν στ' αλήθεια σαν να κλαίει όλη η γη!».

  

Το τέλος μιας εποχής στη Δωδώνη περιγράφει ο Γκουρογιάνης που βλέπει δυο περιστέρια να επιστρέφουν στη Λιβύη:

 

«Την κακοσημαδιά να πω και να τελειώνω. Ήρθε η αυ­γή λίγο πριν ξεκινήσω και στην ιερή βαλανιδιά κροτάλιζαν μεταλλικές φτερούγες, θαρρείς ήταν εκεί οι Στυμφαλίδες Όρνιθες και προετοίμαζαν ταξίδι. Γυρίσαμε τα μάτια κατά κει κι είδαμε στις ψηλές κορφές δυο μαύρα περιστέρια, θρηνολογώντας με ανθρώπινη λαλιά, να χύνονται απ' τ' α­ριστερά κατά τα μέρη του νοτιά, εκεί που λέν' οι γεωγρά­φοι ότι πέφτουν τα μέρη της Λιβύης….»

 

Έχουμε εδώ το τέλος ενός κόσμου και την ανάδυση μιας νέας εποχής. Τα παλιά σύμβολα καταστρέφονται και νέα έρχονται να πάρουν τη θέση τους. Τα χρόνια πέρασαν. Ο αρχαίος κόσμος χάθηκε· μαζί του και η Δωδώνη. Στην εποχή μας  όμως ο τραγικός λόγος ξανακούστηκε στη Δωδώνη. Μια τέτοια στιγμή παρουσιάζει το παρακάτω ποίημα του Γιάννη Δάλλα που έχει τον τίτλο «Ιεροεξεταστής και τροχονόμος» από το οποίο αποσπούμε χαρακτηριστικούς στίχους:

 

Η Ανδρομάχη στη Δωδώνη

 

Κάπου κυμάτιζα κ' εγώ σ' αυτή την κίνηση

Σαν φίδι ο δρόμος κουλουριάζοντας

—στροφή κι αντιστροφή—

χορός αρχαίας τραγωδίας

 

Απάνω γέρνοντας ο ήλιος, σε μεγέθυνση  Πλάτες και δίτροχα

και κλάξον όλα αστράφτοντας κι ο ήλιος κασσιτερωτής όλη τη μέ­-

ρα σταυροπόδι εκεί μπροστά στο μαγαζάκι τ' ουρανού τα γυάλιζε

και τώρα πήγαινε σκυφτός και ροδοκόκκινος με το δισάκι του στην

πλάτη πίσω απ’ τα χαλκωματένια τα βουνά

 

Ο δρόμος έτσι φιδωτός με λέπια λάμποντας

μέσα στα λέπια εμείς στο βάθος η Ανδρομάχη

 

Το ποίημα με το χαρακτηριστικό του στίχο —στροφή κι αντιστροφή—  παραπέμπει σαφώς στην αρχαία τραγωδία.  Ταυτόχρονα με το στίχο «Ο δρόμος έτσι φιδωτός με λέπια λάμποντας» περιγράφεται ο δύσκολος δρόμος της ανάβασης στη Δωδώνη. Το ποίημα, το οποίο έχει το χαρακτήρα ενός στιγμιότυπου και εμπνέεται από το χώρο,  αναφέρεται σε μια παράσταση στη Δωδώνη. Σε επίπεδο βάθους ωστόσο εκφράζει το αίτημα για μια τοποθέτηση των πραγμάτων στη σωστή τους θέση, για μια θεατρική αναβίωση που θα έχει όλα τα στοιχεία της ιεροπρέπειας και του θαυμαστού.

Προσπαθήσαμε σ’ αυτή την ανακοίνωση να δούμε το θαύμα της Δωδώνης μέσα από τη ματιά της Λογοτεχνίας. Ανακαλύψαμε ότι σ’ αυτήν διαπλέκονται ιδέες και θεσμοί που ξεκινούν από την ομηρική εποχή και φτάνουν ως τις μέρες μας. Η Δωδώνη είναι εδώ και το πολιτιστικό της μήνυμα υπερβαίνει την κάθε συγκεκριμένη εποχή. Αποτελεί ηχείο και αντανάκλαση του ανθρώπινου δράματος, αλλά και της ελπίδας σε κάθε εποχή. Η Δωδώνη λοιπόν είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Την αναφέρουν ο Όμηρος και ο Αριστοφάνης μεταξύ άλλων. Αλλά και η Νεοελληνική Λογοτεχνία αφιέρωσε κείμενά της στο σπουδαίο αυτό χώρο, ο οποίος αν και βρίσκεται στην Ήπειρο μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και τότε και τώρα, εκπέμπει το δικό του μήνυμα και έχει το δικό του βάθος. Η Δωδώνη αποτελεί ένα χώρο έμπνευσης σε κάθε εποχή.

 


[1] Ι.Θ. Κακριδής «Ο Δίας, Γενικά», στο Ι.Θ. Κακριδής (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία,τόμ. 2, Οι Θεοί, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1986, σ. 73.

[2] Ε.Ν. Ρούσσος, «Οι έρωτες του Δία, Γυναίκες και παιδιά του Δία», ό.π., σ. 82.

[3] Ι.Θ. Κακριδής «Ο Δίας, Γενικά», ό.π., σ. 73.

[4] Φάνη Ι. Κακριδή, Αριστοφάνους, Όρνιθες, Ερμηνευτική έκδοση, Αθήνα: Έκδοση Φ. Κακριδή, 1974, σσ. 139,141, 143-144.

[5] Stephen Greenblatt,  Shakespearean Negotiations: The Circulation of Social Energy in Renaissance England, Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1989, σ. 13.

 

  
   αριθμός επισκεπτών
       --