ΓΙΑΝΝΕΝΑ  ΠΟΛΗ  ΤΩΝ  ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ

Ευεργέτες


Α΄ ΟΙ ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ


       Αρχική κοιτίδα κι ορμητήριο της παλιάς και μεγάλης Ηπειρωτικής οικογένειας των Ζωσιμάδων ή Ζωσιμάτων, της οποίας τελευταίοι απ’ ευθείας επιφανείς απόγονοι εστάθηκαν οι αοίδιμοι εθνικοί ευεργέτες αδελφοί Ζωσιμάδες, υπήρξε αναντίρρητα «η κλεινή κώμη» Γραμμένου.
       Τη σχετική είδηση, που υπήρξε ζωντανή παράδοση του καιρού τους, μας διέσωσαν αρκετοί τον περασμένου αιώνα αξιόπιστοι Ηπειρώτες συγγραφείς από τον Ψαλίδα και τον Κουτσαλέξη ως τον Αραβαντινό και το Λαμπρίδη, κανένας δε, καθόσο γνωρίζω, απ’ όσους παλαιότερα ασχολήθηκαν με τους ευεργέτες αδελφούς δεν παράλειψε, αναφέροντας τ' όνομά τους, να μνημονεύσει ταυτόχρονα σαν τόπο καταγωγής τους και το χωριό το παραπάνω.
       Και τούτο για να λυθεί μια για πάντα το πρόβλημα της γέννησης και καταγωγής των Ζωσιμάδων, που περίπλεξε κινούμενος μάλλον από πνεύμα τοπικιστικό, αντί να διαφωτίσει, ο μακαρίτης καθηγητής της Ζωσιμαίας Φ. Σεγκούνης. Δημοσιεύοντας ο ίδιος στα «Ηπειρωτικά Χρονικά (τόμ. ΣΤ' - Η ‘ ) την ανέκδοτη εκ του Αρχείου Φίλιου αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, προσπάθησε με βάση ήσσονος σημασίας στοιχεία και ιδίως ομολογίες έμμεσες του τελευταίου απ' αυτούς Νικολάου, να αποδείξει γνήσιους Γιαννιώτες τους αδελφούς, παραγνωρίζοντας την ισχυρότερη τοπική παράδοση του καιρού τους και τις σχετικές εξ ίσον ισχυρές ιστορικές βασιζόμενες σ' αυτή μαρτυρίες των σύγχρονων τους λογίων, (έγγραφο επίσημο δεν υπάρχει), από τις οποίες βγαίνει αβίαστα, πως κατάγονται μεν οι ευεργέτες από του Γραμμένου, γεννήθηκαν όμως κατά πάσαν πιθανότητα όλοι τους στα Γιάννενα, καταλήγει δε «μετά πολλής μελάνης χύσιν», καθώς θάλεγε κι ο Κοραής, στον υποβιβασμό της αναμφισβήτητης καταγωγής των ενεργειών ατό του Γραμμένου, σε απλόν, αναμφίλεκτο δε «σύνδεσμον τινά της γενεάς των» προς αυτό.
       Παραθέτω στη συνέχεια τις αναφερόμενες στο θέμα πληροφορίες των λογίων, Ηπειρωτών και μη, μόνες ικανές να ανατρέψουν αυτόν τον ισχυρισμό.
       Ο διδάσκαλος Ψαλίδας, γέννημα, καθώς είναι γνωστό, και θρέμμα των Γιαννίνων, στη διασωθείσα χειρόγραφη Γεωγραφία του (1812) και σ' εποχή που τρεις από τους αδελφούς Ζωσιμάδες εξακολουθούσαν να ζουν ακόμη, γράφει: «Η περιοχή όμως Κούρεντα έχει δύο χωριά οπού την κάνουν ακουστή εδώ και παντού. Την Ζίτσα δια τα πολλά κρασιά και του Γραμμένου, όπου κατά καιρούς έβγαλε πολλούς και μεγάλους πραματευτάδες φιλογενείς και φιλοπάτριδες, οι οποίοι καταξόδευαν και καταξοδεύουν την περιουσίαν όπου με πολλούς κόπους απόχτησαν εις ανέγερσιν Σχολείων της πατρίδος των, πλουτισμόν των βιβλιοθηκών, έκδοσιν ελληνικών βιβλίων και εις ελέη ορφανών και πτωχών πλουσιοπάροχα. Και τέτοιοι εστάθησαν οι αιωνίας μνήμης Ζώης Καπλάνης και η αδελφότης των Ζωσιμάδων Γραμμενιάταις και οι δύο..). Κι αλλού στο ίδιο έργο που εξέδωκε τελευταία (1964) η Ε.Η.Μ. (σελ. 60) λέει: «Ταύτα τα Γραμμενοχώρια είναι μύρμηγκες της γης και έμποροι καλοί, απ' εδώ εβγήκαν και οι θαυμάσιοι έμποροι Ζωσιμάδες και Ζώης Καπλάνης, όπου είπαμε».
       Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων Θεσσαλός, διαπρεπής εκκλησιαστικός ρήτορας και δάσκαλος, σε λαμπρό εκφωνηθέντα κατά το πρώτο τελεσθέν στην Αθήνα πρωτοβουλία των λογίων της ολίγο μετά το θάνατο του Νικολάου μνημόσυνο (5-4-1842), έλεγε: «Αυτών των μεγάλων ευεργετών οι αείμνηστοι γονείς Παύλος (sic) και Μαργαρίτα εκαλούντο και το γένος είλκον εκ κώμης Ηπειρώτιδος Γραμμένου καλουμένης». Λίγο αργότερα ο επίσης Γιαννιώτης, καταγόμενος από τα Πεστά Ξηροβουνίου, Αλέξης Κουτσαλέξης, στα γνωστά με τον τίτλο «Ενδιαφέροντα και περίεργα τινά ιστορήματα» Απομνημονεύματά του, αναφέρει: «Εξήλθεν (1820), λέει εκεί, η οικογένειά μας και επορεύθη εις το χωρίον Γραμμένου απέχον από τα Ιωάννινα δύο ή δύο και ημίσειαν ώραν. Το χωρίον τούτο είναι η πατρίς των αειμνήστων Ζωσιμάδων». Ο Αραβαντινός επίσης, ο ιστορικός της Ηπείρου, αναφερόμενος στον πατέρα των αδελφών Ζωσιμάδων Παναγιώτη, τον και Χατζή λεγόμενο από το προσκύνημά του ίσως στα Γεροσόλυμα, γράφει: « Ο Ζωσιμάς ούτος ην ο ένδοξος γεννήτωρ των πολυκρότων ευεργετών Ζωσιμάδων μετοικήσας εις Ιωάννινα εκ της κώμης των Γραμμένων μετερχόμενος το εμπόριον των γουνών». Και αλλού βιογραφώντας το δάσκαλο Ζαφείρη Χριστοδουλίδη: «Γέννημα του Γραμμένου, λέει, (ο Χριστοδουλίδης) της κλεινής ταύτης κώμης, όπου εγεννήθησαν ο πατριάρχης της αειζώου Ζωσιμαίας Αδελφότητος και οι Καπλάναι».
       Ο δε Αναστάσιος Γούδας συγγραφέας των «Παραλλήλων Βίων», παρ' ότι Γραμμενιάτης, δικαιότερος και περισσότερο σαφής γράφει στη σχετική με τους Ζωσιμάδες πραγματεία του: «Oι δε Ζωσιμάδες κατάγονται μεν, ως πασίγνωστόν τε και υπ' αυτών τούτων μετά τινος ευγενούς Υψηλοφροσύνης ομολογούμενον, εκ του χωρίου Γραμμένου, αλλ' ούτε ούτοι εγεννήθησαν εν αυτώ ούτε ίσως ο πατήρ των. Ούτε είναι γνωστή η εποχή καθ' ην οι πρόγονοί των μετώκησαν εις Ιωάννινα ένθα βεβαίως εγεννήθησαν αλληλοδιαδόχως άπαντες περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος» και συνεχίζει: «Εν τω χωρίω Γραμμένου κατά την μεσότητα αυτού σώζεται μόνον άχρι της σήμερον (1870) ο προγονικός των Ζωσιμάδων οίκος, εις όν επί μεν της παιδικής ημών ηλικίας κατώκει Σιορλίγκας τις ήδη δε κατοικεί, φρονούμεν, Μπούστρος τις».
       Τέλος ο Λαμπρίδης, αναφέρομαι στους Ηπειρώτες ιδίως λογίους του περασμένου αιώνα, που έζησαν εντονώτερα την ακτινοβολία του έργου των Ζωσιμάδων και αισθάνθηκαν βαθύτερα τη γοητεία του ονόματός τους γνωστούς δε για την εγκυρότητα και τη βαρύτητα της γνώμης τους γράφει: «Από των αρχών του ΙΗ' τουλάχιστον αιώνος το εμπόριον των μηλωτών εν Ιωαννίνοις και αλλαχού μετήρχοντο και τινες εκ των Γραμμενοχωρίων, οίον οι πρόγονοι των Ζωσιμαδών, των Μαικηνών τούτων τής νεωτέρας Ελλάδος, ο Κρεμμύδας, οι Λέγγαροι, Ζ. Καπλάνης, ο Γ. Γοργόλης εκ Κοβήλιανης κ.λ.». και αλλού ο ίδιος: «Ο Νικόλαος Ζωσιμάς εν τη διαθήκη αυτού εμνήσθη και της ιδιαιτέρας πατρίδος του πατρός αυτού του χωρίου Γραμμένου» ή «άλλ' άραγε η ιδιαιτέρα των μεγάλων του έθνους τούτων ευεργετών πατρίς τουτέστιν η κώμη Γραμμένου... κ.λ.». Δεν παραλείπω με την ευκαιρία να προσθέσω, πώς ο αείμνηστος Σπύρος Λάμττρος, ο Ηπειρώτης ιστορικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου, νεώτερος από τους προμνησθέντες, άγνωστο από που αντλών την πληροφορία, αβάσιμη άλλωστε, φέρει τους αδελφούς Ζωσιμάδες, τους ευεργέτες, ως γεννηθέντες στου Γραμμένου. «Και γενέτειρα μεν, γράφει, των Ζωσιμαδών υπήρξε κατά σύμπτωσιν περίεργον το αυτό εκείνο χωρίον τής επαρχίας Ιωαννίνων το Γραμμένον, εξ ου κατήγετο και ο Ζώης Καπλάνης».
       Οι παραπάνω γραπτές ειδήσεις, που έχουν την ισχύ ιστορικής μαρτυρίας πλέον, θεμελιώνουν την αλήθεια για τον τόπο της καταγωγής των Ζωσιμάδων, την οποία κανένας, καθόσο γνωρίζω, άλλος δεν τόλμησε βάσιμα ν' αμφισβητήση.
       Αρχαιότερη, γραπτή το ίδιο, μαρτυρία αναφερόμενη στους προγόνους των Ζωσιμάδων, που ορμήθηκαν από του Γραμμένου και άγνωστο πότε ακριβώς το εγκατέλειψαν οριστικά για να εγκατασταθούν στα Γιάννινα, αποτελεί γράμμα εκκλησιαστικό υπό χρονολογία 24/6/1735 υπογραφόμενο από το μητροπολίτη Ιερόθεο και τους άρχοντες της πόλης αφορών δε διαφορά χρηματική μεταξύ των Ιωάννη Ζωσιμά και Αναστασίου Χατζηντόκου, πεθερού αργότερα μιας από τις αδελφές των ευεργετών, της Αλεξάνδρας. Το γράμμα «κατά πολλά ασαφές την φράσιν και πλημμελές την τε γραφήν και την σύνταξιν», εφύλαγε ο ανεψιός των Ζωσιμάδων Γιαννιώτης γιατρός Θεοδόσιος Λαμπαδάρης, απ’ όπου το παρέλαβε και το δημοσίεψε ολόκληρο ο Γούδας.
       Σ' αυτό μνημονεύονται αρχικά ο Ιωάννης Ζωσιμάς εμπορευόμενος στα Γιάννινα και ο Στέφανος Ζωσιμάς, ίσως αδελφός του, έμπορος στη Νίζνα της Ρωσίας μέχρι το 1734, χρόνο που πέθανε χωρίς ν' αφήσει απογόνους. Ο Ιωάννης Ζωσιμάς όμως είχε τρία παιδιά αρσενικά, πραματευτάδες όλα, τον Παναγιώτη, πατέρα των ευεργετών, στο Βουκουρέστι, τον Ζαφείρη στη Νίζνα και το Χρήστο στα Γιάννινα.
       Ανάμεσά τους ύπαρχε στενή, καθώς φαίνεται, εμπορική ανταπόκριση και συνεργασία.

ΙΙ

       Από τα πιο πάνω παιδιά του Ζωσιμά άρρενες απογόνους είχε, καθόσο γνωρίζουμε, ο Χρήστος, τον Ιωάννη ή Γερμανό, που συναντιέται έμπορος κι αυτός στα Γιάννινα (1794 και 1808) και την Τριπολιτσά (1797), κι ο Παναγιώτης, για τον οποίο δεν ξέρουμε που (Γιάννινα ή Γραμμένου) και πότε ακριβώς γεννήθηκε και ο οποίος από το περί το 1750 τελεσθέντα στα Γιάννινα γάμο του με τη Γιαννιώτισσα αρχοντοπούλα Μαργαρίτα το γένος Μιχ. Τσουκαλά, απόχτησε εννιά όλα - όλα παιδιά, εξ αγόρια και τρία κορίτσια κατά την ακόλουθη οριζόμενη από τον ίδιο Νικόλαο Ζωσιμά σε γράμμα του της 20/6/1841 προς τους επιτρόπους του των Γιαννίνων σειρά: Την Αλεξάνδρα, που παντρεύτηκε αργότερα τον έμπορο Κυριάκο Χατζηντόκο, τον Ιωάννη, που πέθανε νεώτατος στη Νίζνα, τον Αναστάσιο, τη Ζωΐτσα που πήρε τον επίσης Γιαννιώτη Σπ. Κουμτιούλη, το Θεοδόσιο, το Νικόλαο, το Ζώη, το Μιχαήλ και την Αγγελική τέλος, που έγινε γυναίκα του Κων. Παπαθανάση Λαμπαδάρη.
       Αυτήν ακριβώς τη σειρά γέννησης για τους τέσσερες τουλάχιστον αδελφούς υποδηλώνει πιστεύουμε, και η στερεότυπα επαναλαμβανόμενη στους τίτλους των απ' αυτούς εκδόσεων των έργων του Βούλγαρη φράση: «υπό δε της τετρακτύος των αυταδέλφων κυρίων Ζωσιμάδων Α(ναστασίου) και Ν(ικολάου) και Ζ(ώη) και Μ(ιχαήλ) ιδία φιλοτίμω δαπάνη τύποις εκδοθείσα...».
       Ποιόν όμως χρόνο γεννήθηκε ο καθένας χωριστά από τους αδελφούς Ζωσιμάδες ακριβώς δεν παραδίδεται. Ο μακαρίτης καθηγητής Σεγκούνης, που προανέφερα, βασιζόμενος πάντοτε σε στοιχεία από το Αρχείο Φίλιου, την αξιολογώτερη για την οικογένεια και τη ζωή των Ζωσιμάδων πηγή, τοποθετεί χονδρικά το γεγονός της γέννησης των αδελφών μεταξύ των ετών 1748--1766 και δεν φαίνεται ν' απέχει πολύ από την αλήθεια. Ο δε Αγαπητός, αναφερόμενος στη γέννηση τον Νικολάου, πληροφορεί, χωρίς όμως να κατονομάζει και την πηγή απ’ όπου άντλησε, πώς «εγεννήθη (ο Νικόλαος) εν Ιωαννίνοις τω 1759 μετά τον Ιωάννην, όστις ήτο ο πρωτότοκος, από τον Αναστάσιον και τον Θεοδόσιον, ήτο δε πρεσβύτερος κατά τέσσερα περίπου έτη τον Ζώη και Μιχαήλ διδύμων όντων».
       Από προσεκτική όμως μελέτη των δύο δημοσιευμένων περί της οικογενείας των Ζωσιμάδων χειρογράφων του Αρχείου Φίλιου, μπορεί να καθορισθεί με πλήρη ακρίβεια η γέννηση του πρώτου τουλάχιστον παιδιού των Παναγιώτη και Μαργαρίτας Ζωσιμά δηλ. της Αλεξάνδρας συζύγου Κυρ. Χατζηντόκου. Το πρώτο από τα έγγραφα αυτά λέει πως η Αλεξάνδρα, όταν παντρεύτηκε η εγγονή της Ελένη Γρ. Μπαλανίδου το 1805, εζούσε, «η οποία πέθανε 60 ετών εις τους 1827». Προφανώς κάνει λάθος από το οποίο πηγάζουν και οι σε συνέχεια εσφαλμένοι χρονικοί υπολογισμοί του εκδότη. Γιατί το δεύτερο έγγραφο λέει πώς «ή Χατζηντόκοβα (δηλ. η Αλεξάνδρα) πέθανε εις το 11» (1811) που είναι και το ορθό. Πέθανε λοιπόν το 1811 σε ηλικία 60 ετών άρα γεννήθηκε το 1751. Αλλά και αυτού του Μιχαήλ, του νεώτερου από τους αδελφούς Ζωσιμάδες και του Ζώη, αν ήταν, καθώς ο Αγαπητός γράφει, δίδυμοι, μπορεί να εντοπισθεί ο σωστός χρόνος γέννησής τους από το γεγονός ότι ο Μιχαήλ πέθανε στο Λιβόρνο το 1809 σε ηλικία 47 ετών. Γεννήθηκε δηλ. το 1762 όντας, πράγματι 3-4 χρόνια μικρότερος του Νικολάου.
       Το βέβαιο, σε τελευταία ανάλυση, είναι πώς, καθώς και ο ανώνυμος βιογράφος τους στο σχετικό προτασσόμενο της διαθήκης του Νικολάου σημείωμά του αναφέρει, κατά πληροφορίες του ερανισμένες «μετά πάσης επιμελείας» και βασισμένες «επάνω εις τας μαρτυρίας αξιοπίστων υποκειμένων» οι αδελφοί Ζωσιμάδες εγεννήθησαν εις τα Ιωάννινα της Ηπείρου μεγαλόπολιν περί τα μέσα της ΙΗ' εκατονταετηρίδος - ως υποθέτουν όσοι τους εγνώρισαν - λέει, διότι αυτοί ποτέ δεν ωμίλουν περί της παρελθούσης ζωής των ούτε άφησαν περί αυτής την παραμικράν είδησιν » (υπογρ. δική μου), γεγονός που καθιστά ανέφικτη τη σύνθεση ολοκληρωμένης και πλήρους βιογραφίας των ευεργετών. Γιατί εκτός από το προλογικό εκείνο σημείωμα της διαθήκης, τις ολίγες σχετικές ειδήσεις του Γούδα και το μετά 100 περίπου χρόνια από τη Διαθήκη εκδοθέν μέρος του Αρχείον Φίλιου, τίποτε σχεδόν άλλο δεν ήρθε να προστεθεί ως σήμερα στις γνώσεις μας διαφωτιστικό για τη ζωή τους.
       Σε ένα ακόμα θα πρέπει να διορθώσουμε με την ευκαιρία τον ειδικά με τους Ζωσιμάδες ασχοληθέντα απ’ αφορμή την έκδοση του Αρχείου Φίλιου μακαρίτη καθηγητή της Ζωσιμαίας. Τη συνοικία της πόλης, όπου οι αδελφοί Ζωσιμάδες γεννήθηκαν κι αυτή δεν είναι βέβαια, καθώς αναφέρει, οι γνωστές Καμάρες (τώρα οδός Αβέρωφ), όπου και το σ' αυτές ως τελευταία σωζόμενο πατρικό τους σπίτι, στο οποίο φαίνεται να εγκαταστάθηκαν αρκετά αργότερα, αλλά το Κάστρο. Γιατί παλιά ενθύμηση του 1781 περιέχουσα ονόματα Γιαννιωτών «διαμένοντα εν τω κάστρω και μνημονευόμενα υπό των εφημερίων του Αρχιμανδρείου, που δημοσίεψε ο αείμνηστος μητροπολίτης Αθηναγόρας, φέρει την οικογένεια του Παν. Ζωσιμά, ως τον παραπάνω τουλάχιστον χρόνο, κάτοικο του Κάστρου, τόπο, όπου και γεννήθηκαν βέβαια οι ευεργέτες αδελφοί.
       Κάπου εκεί στο φρούριο λοιπόν επέρασαν τα παιδικά τους χρόνια οι Ζωσιμάδες και εκεί διδάχτηκαν τα πρώτα γράμματα. Να φοίτησαν στη μόνη τότε υπάρχουσα στην πόλη μας ανώτερη Σχολή, τη Γκιουματική, που διηύθυνε ο Κοσμάς Μπαλάνος, δεν φαίνεται απίθανο αν και τα σωζόμενα κείμενα μερικών απ' αυτούς (επιστολές ιδίως) μαρτυρούν ότι ήσαν μάλλον άμοιροι ανώτερης παιδείας. Αναφέρω μόνο το Νικόλαο, τον πιο ίσως ολιγογράμματο απ' όλους, που υπόγραφε: «Νηκόλαος Ζοσημας». Ο Γούδας παραθέτων αυτούσια την αφιερωτική επιστολή την προτασσόμενη τής Α' έκδοσης (Μόσχα 1796) των Κυριακοδρομίων του Θεοτόκη συνταγμένη δε, καθώς λέει, εξ ολοκλήρου και υπογραμμένη από τον Αναστάσιο, ορθά γνωματεύει, πώς ο τελευταίος αυτός ήξερε καλά γράμματα. Γι' αυτό, καθώς βλέπω, και υπογράφει εξ ονάματος και των άλλων αδελφών τα προς διαφόρους επίσημους και μάλιστα δασκάλους γράμματά τους.
       Βάσιμος εν τούτοις λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει ν’ αποκλείσουμε την υπό το Μπαλάνο ποικίλη σε χρονική διάρκεια μαθητεία των Ζωσιμάδων είναι η ιδιαίτερη επιδειχθείσα απ' αυτούς και μάλιστα από το Θεοδόσιο εύνοια προς τον ίδιο Κοσμά και τη Σχολή του κατά τα μετέπειτα χρόνια, όπου τον μεν πρώτο με ιδιαίτερο σεβασμό αναθυμόνταν και προσαγόρευαν -«σοφώτατέ μοι Διδάσκαλε» τον αποκαλεί σε γράμμα του (4-2-1805) ο Μιχαήλ - τη δε δεύτερη με επί τούτο αδρές χορηγίες, βιβλία και όργανα εποπτικά κατεπλούτισαν.

ΙΙΙ

       Είναι παρά ταύτα φανερό, πως ο πατέρας των Ζωσιμάδων δεν τους προόριζε για το ιερατικό ή διδασκαλικό στάδιο αλλά για το εμπορικό, στο οποίο και ο ίδιος υπέρ πάντα άλλον διέπρεπε, και όπου τους εισήγαγε όλους από τα εφηβικά τους ακόμα χρόνια. «Ο πατήρ των, λέει ο προμνησθείς ανώνυμος της Διαθήκης, ήταν έμπορος, άνθρωπος ευσεβής, γνήσιος χριστιανός, περιφλεγής πατριώτης και προικισμένος από πολλά πλεονεκτήματα. Τα ευγενή αισθήματά του αυτός επροσπάθησε να μεταχύση εις τους απαλούς κόλπους των τέκνων του και να καθαρίση το πνεύμα των με επιμελημένην ανατροφήν...».
       Πράγματι ο Π. Ζωσιμάς, που, καθώς είδαμε, είχε χρηματίσει νεώτατος ανταποκριτής του εμπορικού οίκου του πατρός του στο Βουκουρέστι, εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του οριστικά στα Γιάννινα, όπου μετέφερε και το κέντρο των εμπορικών του επιχειρήσεων και όπου δυνήθηκε να επιμεληθεί της ανατροφής των τέκνων του. Τούτο εξάγεται από δημοσιεύματα τελευταία από τον αείμνηστο Κ. Μέρτζιο άγνωστα στοιχεία, που αναφέρονται σε υπόθεση εμπορική αυτού του Παναγιώτη Ζωσιμά και Νικ. Άρτη Γιαννιώτη επίσης εμπόρου και συνεργάτη του. Συγκεκριμένα οι παραπάνω είχαν στείλει το 1772 από τα Γιάννινα χρήματα στους εις Κέρκυρα αντιπροσώπους τους Ιωάννη Τσουκαλά ο πρώτος, αδερφό της γυναίκας του και Αλέξ. Σιάτη ο δεύτερος να τα παραδώσουν στους εκεί εγκατεστημένους εμπόρους αδελφούς Νίκα για προμήθεια λαδιού κι εκείνοι τους τάφαγαν δηλώσαντες πτώχευση. Τα έγγραφα που μιλούν παραπέρα για τις δραστήριες και επίμονες ενέργειες του Ζωσιμά στις Τούρκικες και Βενετικές Αρχές με σκοπό την επιστροφή αυτών των χρημάτων του, μαρτυρούν «ότι είχεν (ο Ζωσιμάς) αρίστας σχέσεις με τους πασάδες των Ιωαννίνων και πάντα λίθον εκίνησε και εν Ιωαννίνοις και εν Βενετία και εν Κωνσταντινουπόλει, ίνα επιτύχη μετά πολυετείς αγώνας την πραγματοποίησιν των δικαίων απαιτήσεών του». Τα έγγραφα αυτά (του 1772 και 1782), καταλήγει σχολιάζοντάς τα ο Μέρτζιος, μας παρουσιάζουν τον πατέρα των μεγάλων ευεργετών «ως ένα δραστηριώτατον έμπορον, τολμητίαν, θαρραλέον, επίμονον και νοημονέστατον και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι ο δυναμικός τούτου χαρακτήρ επέδρασε και επί τής διαμορφώσεως του χαρακτήρος των μεγάλων υιών του».
       Από τέτοιον λοιπόν πατέρα μυημένοι στα μυστικά του Κερδώου Ερμή οι αδελφοί Ζωσιμάδες ξενιτεύτηκαν με σκοπό να τον υπηρετήσουν νεώτατοι, και οι μεν τρεις Θεοδόσιος, Νικόλαος και Μιχαήλ εστάλθηκαν αρχικά στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου ανθούσε ακόμα από τότε πολυάριθμη Ηπειρωτική παροικία μεγαλεμπόρων (Μοσπινιώτες, Πάλληδες, Πατρινός κ.ά.) οι δε άλλοι τρεις Ιωάννης, Αναστάσιος και Ζώης στη Νίζνα της Ρωσίας, αρχαία εμπορική εστία της οικογένειας, όπου επίσης άκμαζε μεγάλη και προνομιούχα εμπορευόμενων Ελλήνων κοινότητα (ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας λίγο αργότερα θα πει πώς «είναι κατοικούμενη από μόνον Έλληνας»), γνωστότερη με το όνομα «Νιζναίον Γραικικόν Μαγιστράτον».
       Να ορίσουμε ακριβώς το χρόνο αποδημίας των αδελφών προς Ρωσία και Ιταλία δεν είναι βέβαια εύκολο για την παντελή έλλειψη μαρτυριών εγκύρων. Φαίνεται εν τούτοις πώς πρώτος ταξίδεψε, υπό τις ευλογίες και προτροπές του πατρός πάντοτε και για τις εμπορικές του ασχολίες, ο πρεσβύτερος Ιωάννης προ του 1770, ο οποίος και πέθανε στη Νίζνα τον άλλον αμέσως χρόνο (1771), αν η πληροφορία του Αρχείου Φίλιου, πώς δηλ. έζησε 19 μόνο χρόνια, είναι αληθινή.
       Τη θέση του θα πάρουν λίγο αργότερα και πιθανώτατα μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή (1774), όταν το εμπόριο ανάμεσα στην αχανή Ρωσία και τη ΝΔ Ευρώπη από τα Δαρδανέλλια παρουσιάζει λαμπρές προοπτικές, οι Αναστάσιος και Ζώης, προς το Λιβόρνο δε οι Θεοδόσιος, Νικόλαος και Μιχαήλ.
       Μια τέλος είδηση, που δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε, μας επιτρέπει να καθορίσουμε χοντρικά το χρόνο εγκατάστασης του Θεοδόσιου μόνο στο Λιβόρνο. Σε δημοσιευόμενο απολογισμό του 1790 έτους της εκκλησίας «των Γραικών του Ανατολικού δόγματος στερεωθείσης εις την πόλιν της Λιβόρνος υπό την επωνυμίαν της Αγίας Τριάδος» διαβάζουμε: «Από τον Γουβερνατώρον κ. Θεοδόσιον Ζωσιμάν δια σάλδον δρήτων (εξόφλησιν δικαιωμάτων της εκκλησίας) έως τέλος Δεκεμβρίου 1788 τ. 374' ' 3' ' 2». Για να είναι δε δ Θεοδόσιος Ζωσιμάς Γουβερνατώρος, πρώτος δηλ. εκλεγμένος επίτροπος και διοικητής της κοινότητας των Λιβορνησίων Ελλήνων το 1788, μ' άλλα λόγια πρώτος πολίτης της, πρέπει να είχε εγκατασταθεί εκεί το λιγότερο γύρω στα 1780.
       Ο Καθ. Ζ. Τσιρπανλής δημοσιεύει στη μελέτη του με τίτλο «Μαρτυρίες για το εμπόριο του Ελληνικού βιβλίου» (π. «Δωδώνη», Γιάνν. 1981, σελ. 150 σημ. 1 και 3) αποσπάσματα δύο επιστολών του Θεοδοσίου Ζωσιμά από το Λιβόρνο της 12/9/1873 και 19/9/1783 προς τον εις Βενετία πρώτο εξάδελφό του (οι μανάδες τους ήταν αδερφές) Παύλο Φίλη με τις όποίες διαβιβάζει παραγγελία (για βιβλία) τον Μεσολογγίτη εμπόρου Στάμου Ραζή με τη θερμή παράκληση να φροντίσει για την εκτέλεσή της. Γράφει λοιπόν στο πρώτο ο Θεοδόσιος:
       «Δια την φατούρα όπου σας έστειλα να ψωνήσεται δια λογαριασμόν του Στάμου Ραζή από Μησολόγκη, εάν είσαι εις καιρόν δόσε απέρασιν έως άλλην μου ορδεινίαν, επειδή έχω να πληρώσω εις το μπαστειμέντω του αρκετά σολδία να το διορθώσουν με το να έλαβεν εις την εδώ σπιάγκια αρκετήν ζημίαν από μίαν λιμπητζάτα (άνεμος λίβας) όπου ακολούθησεν την επελθούσαν εβδομάδα, η δε και εψονίσθη, επάγη καλώς και ας σταλθή καθώς της έγραφα...».
       Και στο δεύτερο κοντά στα άλλα για το ίδιο ζήτημα:
       «...Δια την ορδεινίαν του Στάμου Ραζή όπου μου λέγεται να την επειμένεται βάνοντας εις έργον, ώντας ούτως ακολουθάται να την αιτημάσεται με το κόμοδόν σας και εις τον καιρόν να την σπυδήρεται ως της εφανέρωσα...».
       Θα σημειώσω με την ευκαιρία, πώς καθώς δείχνουν τα παραπάνω κείμενα του Θεοδ. Ζωσιμά, τα ελληνικά του ήταν μάλλον φτωχά διανθισμένα με το πλούσιο ιταλικό εμπορικό λεξιλόγιο της εποχής του.

ΙV

       Στις πόλεις λοιπόν αυτές της Δύσης και του απώτατου Βορρά «ήρξαντο, καθώς γράφει ο Γούδας, οι αδελφοί Ζωσιμάδες να εμπορεύωνται ουχί πωλούντες και αύθις εν τω τόπω το εμπόρευμα, όπερ εν αυτώ ηγόραζον, αλλά πέμποντες αυτό εις τόπον έτερον πολύ μεμακρυσμένον, ένθα η κατανάλωσις εγένετο με ασυγκρίτως μεγαλύτερον κέρδος. Ολίγοι τότε, συνεχίζει ο ίδιος βιογράφος τους, κατανοούσαν τα πλεονεκτήματα του είδους αυτού του εμπορίου και μεταξύ των ευρωπαίων ακόμη. Οι εν Ρωσία συνέλεγον εμπορεύματα τα επικερδέστερα της Κίνας και της Ανατολής και έπεμπον την αξίαν των ρωσσικών προϊόντων εις προϊόντα της Δύσεως και ιδίως εις βαρύτιμα μεταξωτά υφάσματα».
       Μεγαλέμποροι, Ηπειρώτες κυρίως, εκτός της Ρωσικής επικράτειας με τους οποίους συναλλάσσονταν οι Ζωσιμάδες, αναφέρονται οι Π. Σκουμπουρδής, Γ. Μελάς και αδελφοί, και Κροκίδας - Οικονόμου και Σία στην Πόλη, Σταύρος Ιωάννου και αδελφοί Ποστολάκα στη Βιέννη, Μοσπινιώτης και Πατρινός στο Λιβόρνο, Ζ. Μαρούλης στην Τεργέστη, Κ. Τασίκας και Θ. Τοσίτσας στην 'Αλεξάνδρεια.
       Με τη σπάνια εργατικότητα που τους διέκρινε, την ευφυΐα την οικονομία και την απεριόριστη μεταξύ τους αγάπη και σύμπνοια, κατώρθωσαν μέσα σε βραχύ σχετικά χρονικό διάστημα ν' αποχτήσουν οι Ζωσιμάδες περιουσία τεράστια. «Θεία χάρις συνέτρεχεν εξ ύψους τα επιχειρήματά των και δαψιλώς έστεψε την φιλοπονίαν και τους αγαθούς σκοπούς των».
       Περί το 1771 κι όχι το 1786, καθώς στη γνωστή έκθεσή του σημειώνει ο Κων. Οικονόμου, πεθαίνει στη Νίζνα ο πρεσβύτερος τους Ιωάννης (έφερε κατά παλιά ηπειρωτική συνήθεια, σαν πρωτότοκος, τ' όνομα του πάππου του) «άγαμος και συνέμπορος και ομότιμος των αδελφών και δια την αρετήν μάλιστα τιμώμενος υπ' αυτών». Εις μνημόσυνόν του οι άλλοι αδελφοί θα χτίσουν αργότερα (1820) σ' αυτήν την πόλη εκκλησία εις τόνομα τιμώμενη Ιωάννη του Προδρόμου.
       Αρκετά μετά του Ιωάννη το Θάνατο κλήθηκε στη Νίζνα από το Λιβόρνο ο Νικόλαος περί το 1790 έτος επειδή σύμφωνα με επίσημο ρωσικό έγγραφο συνημμένο στη Διαθήκη του (σελ. 69) «ενδήμησε (αυτός) εις την Ρωσίαν, λέει, υπέρ τα πεντήκοντα έτη» κι ένα άλλο που βεβαιώνει «την επέκεινα των 50 χρόνων σταθεράν διαμονήν του Νικολάου εις την Ρωσίαν», ολίγα δε χρόνια κατόπι ο εξ αυτών Ζώης, όλων ο εξοχώτερος, μετώκησε στη Μόσχα. Πότε βέβαια έφθασε εκεί δεν είναι ακριβώς γνωστό. Το 1795, εν τούτοις, καθώς σχετική αναγραφή σε ισολογισμό αυτού του έτους του Γραφείου Σταύρου Ιωάννου φανερώνει, βρίσκεται ήδη εγκατεστημένος εκεί και συναλλασσόμενος με τον στη Βιέννη Γιαννιώτη μεγαλέμπορο. Τον αμέσως μάλιστα επόμενο χρόνο (1796) καταβάλλει μαζί με τους συμπατριώτες εμπόρους Στεφανή Μπούμπα και Γεώργιο Γοργόλη τα έξοδα στην έκδοση από την «αυτοκρατορική τυπογραφία της Ουνιβερσιτάς» Γραμματικής της Ρωσικής διαλέκτου αφιερωμένης, καθώς το λέει ο τίτλος της, «τη τιμία των εν Μόσχα πραγματευομένων Ρωμαίων Αδελφότητα». Είναι μ' άλλα λόγια το 1796 ο Ζώης μόνιμος κάτοικος τής Μόσχας και μέλος επιφανές της εκεί Αδελφότητας των Γραικών πραματευτάδων.
       Στην πόλη λοιπόν αυτή, αποφεύγοντας κάθε επίδειξη και δαπάνη περιττή, διαμένει σε μία πτέρυγα του εκεί Γραικικού Μετοχίου της μονής των Ιβήρων και μάλιστα σ' εκείνη που δεν έβλεπε προς το μεγάλο δρόμο - στην άλλη έμενε ο Καπλάνης και την έκράτησε κι αυτή ο Ζώης, καθώς λέει δ Γούδας, μετά το θάνατο εκείνου (1806)- και στην ταπεινή αυτή κατοικία ζώντας ο ίδιος ασκητικά και «εν μοναξία», καθώς ο βιογράφος ο ανώνυμος γράφει, οικείος, φαίνεται, και συνομιλητής του Ζώη, «συστείλας τον κύκλον της γνωριμίας του εις ολίγους δεδοκιμασμένους -το πλείστον πεπαιδευμένους- φίλους και ασμένως παραδεχόμενος τους περιηγητάς οίτινες ελόγιζον ευτυχίαν των να συγνωρισθώσι με τον περίφημον άνδρα...» συλλάβαινε και πραγματοποιούσε τα εθνοφωτιστικά, πατριωτικά και φιλάνθρωπα σχέδιά του με τη συγκατάθεση πάντοτε και πρόθυμη συνδρομή και των άλλων αδελφών, κατήρτιζε συλλογές πολυτίμων πραγμάτων με σκοπό να της αφιερώσει στη μέλλουσα ν' αναστηθεί πατρίδα, αλληλογραφούσε με διάφορους λόγιους της Ευρώπης και εδέχονταν τις επισκέψεις εξεχόντων προσώπων της εποχής Ελλήνων και ξένων.
       Μάλιστα γνωρισμένος ο Ζώης με τον Καποδίστρια, ευρισκόμενο από το 1809 στη Ρωσία, και με σύστασή του, προσέλαβε στην υπηρεσία του τον από την Προύσσα της Μικρασίας λόγιο Παναγ. Καλεβρά, φιλικό και αγωνιστή της ελευθερίας μετέπειτα, τον οποίο διώρισε βιβλιοθηκάριο τής μεγάλης δικής του βιβλιοθήκης, όταν δε, με την εισβολή των Γάλλων στη Μόσχα (1812), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη ο ίδιος, τον άφησε (τον Καλεβρά) γενικό φύλακα και επιστάτη της περιουσίας του.
       Το 1793, καθώς «από τας ανακρίσεις των επί της διαθήκης επιτρόπων» προκύπτει, πεθαίνει νέος κι «αδιάθετος ο καλός Θεοδόσιος, ο οξυνούστερος, κατά τα φαινόμενα, των λοιπών: Μικρήν ιδέα της έξοχης προσωπικότητας και του χαρακτήρα του Ζωσιμά αυτού δίνουν τα όσα ολίγα σχετικά γράφει ο Δωρόθεος Πρώϊος Σχολάρχης τής Μεγάλης τον Γένους Σχολής σε γράμμα του από Βασιλεύουσα της 29/11/1804 προς τους εις Ρωσίαν αδελφούς. Ευχαριστώντας εκεί ο Δάσκαλος για αντίτυπο των Μαθηματικών του Θεοτόκη δώρο τους προς αυτόν, αναφωνεί: «Αλλ' ώ μακαρία ψυχή του Θεοδοσίου Ζωσιμά του επιστηθίου μου φίλου ει εστίν αίσθησις τοις οιχομένοις δέξου και ταύτην την ευχαρίστησιν και αποκρίσου με το συνηθισμένον σου χαροποιόν πρόσωπον, μακράν τα τοιαύτα μεταξύ φίλων. Ίσως φαίνομαι οχληρός με το να ξαίνω πληγήν συνουλωθείσαν πλην ουδέ τα Μαθουσάλεια έτη δύνανται να απαλείψουν από της ψυχής μου τας εν Τοσκάνη διατριβάς μου μετ' εκείνου του αοιδίμου ανδρός και ειλικρινεστάτου μου φίλου...». Ας σημειωθεί πώς ο Πρώϊος, ανάμεσα, πιθανώτατα, στα έτη 1790-2, παρακολούθησε φιλοσοφικά μαθήματα στα Πανεπιστήμια Πίζας και Φλωρεντίας, σε κάποια δε από τις πόλεις αυτές της Ιταλικής Τοσκάνης και το Λιβόρνο, γνωρίστηκε με τον Θεοδόσιο και συνδέθηκαν μαζί με στενή φιλία.
       Αυτόν μάλιστα το δεσμό του θα υπενθυμίζει συχνά στα προς τους αδελφούς κατοπινά γράμματά του ο Πρώϊος καθώς: «εγώ ως φίλος παλαιός του μακαρίτου αδελφού σας και της λοιπής ευγενούς αδελφότητος».
       Η φράση του δε εκείνη ότι «ξαίνει, αναγορεύοντας τον Θεοδόσιο, πληγήν συνουλωθείσαν» δείχνει πώς είχε περάσει από το χαμό του αρκετός καιρός (11 περίπου χρόνια), ώστε η πληγή στις καρδιές των αδελφών να είχε πια «συνουλωθεί».
       Ο Θάνατος του Θεοδοσίου Ζωσιμά υπήρξε σταθμός για τη ζωή των άλλων, γιατί μετ' αυτόν αποφασίζουν ομόθυμα όλοι τους, ακολουθώντας τις προτροπές και το παράδειγμα εκείνου, να μείνουν στο εξής άγαμοι, αφιερώνοντας τις δυνάμεις και τον τεράστιο αποκτημένο με το εμπόριο πλούτο τους, «εις φωτισμόν και παρηγορίαν» της θλιβόμενης πατρίδας. « Βλέποντας την δυστυχίαν του γένους των, λέει ο ίδιος ανώνυμος της Διαθήκης του Νικολάου, έδωσαν αμοιβαίον λόγον να περάσουν όλην των την ζωήν εν μοναξία να μην εξοδεύουν δια τον εαυτόν των ει μη το απαραίτητον και να Θυσιάσουν όλην των ην περιουσίαν - συγκροτουμένην τότε από κάμποσα εκατομμύρια ρουβλίων - εις την συνδρομήν μεν και φωτισμόν των ομογενών των ευεργεσίαν δε εις τα φιλοξενήσαντα αυτούς μέρη...».
       «Λησμονήσαντες λοιπόν την σάρκα και προς τα πνευματικά ατενίσαντες, προσθέτει ο Λαμπρίδης, κατέπνιξαν τας ορμάς της φύσεως, επιμόνως εαυτοίς τον γάμον και τα τέκνα αρνηθέντες, ίνα εν άκρα οικονομία βιώσαντες και άκληροι αποθανόντες κληροδοτήσωσιν εις τους συμπατριώτας αυτών και το έθνος τα μέσα του εξανθρωπισμού και της προστασίας, νυμφευθέντες ούτως ειπείν την πατρίδα και δαψιλεστάτας αυτή δωρεάς αντί τέκνων προσενεγκόντες...». Το 1809 Ιουλίου πρώτη πεθαίνει στο Λιβόρνο 47 χρονών και ο Μιχαήλ, που χρημάτισε, συνεχώς από της ίδρυσής του (1805), επίτροπος του εκεί υπό τον Γρηγόριο Παλιουρίτη Ελληνομουσείου και πρόξενος της Ιόνιας Πολιτείας σ' αυτή την πόλη. Στην τιμητική αυτή θέση του προξενικού της πράκτορα διώρισε η Ιόνια Πολιτεία το Μιχαήλ με ειδικό της 1 Αυγούστου 1803 διάταγμα της Γερουσίας κατά σύσταση του πληρεξούσιου της Ρωσίας στην Κέρκυρα κόμητα Μοντσενίγου και σε αντικατάσταση για διαχειριστικές ανωμαλίες του Βιτζέντζου Κάλβου, θείον του ποιητή. Στη θέση αυτή έμεινε ο Ζωσιμάς από 4-10-1803 ως τις 10-8-1807. Καθώς δε γράφει ο Γούδας «και σήμερον έτι ενθυμούνται πολλοί εν Ιταλία την ελευθεριότητα μεθ' ής εξετέλει τότε την υπηρεσίαν ταύτην ο εν άλλοις φειδωλός ίσως Μιχαήλ Ζωσιμάς».
       Δείγμα μάλιστα της προσωπικής ακτινοβολίας του Μιχ. Ζωσιμά και της προς αυτόν τιμής και ευγνωμοσύνης των Ιόνιων υπήρξε και η κατασκευή στη Ρώμη το 1808 από τους Κερκυραίους γλύπτες Δημήτριο Τριβώλη Πιέρη και Π. Προσαλένδη μαρμάρινης προτομής του, που δεν ξέρουμε τι απόγινε.
       Ας σημειωθεί πώς το θάνατο του Ζωσιμά στο Λιβόρνο ανάγγειλε στον Κοραή με γράμμα του (11-7-1809), ευρισκόμενος εκεί τότε, αυτός ο ποιητής Κάλβος.
       Τον έθαψαν στο παλιό νεκροταφείο της εκεί ελληνικής Κοινότητας και στην πλάκα του τάφου του επέγραψαν το ακόλουθο, έργο του όσον ουκ ήδη παρούσης / ελληνικής ευδαιμονίας - τελευτήσας / ηλικίας έτη μζ' / α' Ιουλίου αωθ' ».
       Απόμειναν έτσι μετά και του Μιχαήλ την έκλειψη οι της Ρωσίας αδελφοί Νικόλαος, Αναστάσιος και Ζώης, που συνέχισαν με την ίδια πάντα πατριωτική ζέση το πλούσιο εθνωφελές έργο τους ενισχύοντας τη λειτουργία Σχολείων, εκδίδοντας και δωρεάν μοιράζοντας παντοειδή βιβλία, ανεγείροντας η επισκευάζοντας ναούς, υποθάλποντας ιδρύματα πνευματικά και φιλανθρωπικά και παρέχοντας πλούσια τα ελέη τους στους ομογενείς της διασποράς και της πατρίδας.
       Το 1819, μέσα Μαΐου πιθανώτατα, πεθαίνει στη Νίζνα ο Αναστάσιος και το 1827 στις 29 Αυγούστου στη Μόσχα ο Ζώης, γνωστότερος στους Φιλικούς με το ψευδώνυμο «Πατήρ», «αφού είδε και μακρόθεν της αναστάσης ήδη μερίδας των αδελφών την βεβαίωσιν...». Στο άγγελμα του θανάτου του «όλοι οι σπουδασταί των καταστημάτων εκείνων, τα οποία είχεν αγαθοεργήσει επερικύκλωσαν το κατάλυμα και ομού με τους προκρίτους της πόλεως τον εσυνόδευσαν μετά δακρύων μέχρι του τάφου...».
       Ας σημειωθεί, πώς ο Ζώης αυτός είχε καταφέρει και τον άλλον αοίδιμο Ζώη, φίλο και σύνοικο και συντοπίτη του (από του Γραμμένου επίσης), τον Καπλάνη, καθώς ο βιογράφος αυτού του τελευταίου μαρτυρεί, ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των Ζωσιμάδων διαθέτοντας κι αυτός τον πλούτο του σε έργα ευποιΐας κι εθνικής ωφέλειας. «Δευτέρα, γράφει, χειραγωγία αυτού (του Καπλάνη) προς ταύτα τα σωτήρια έργα ην και ο ήδη ζων εν τω αυτώ Γραικικώ μοναστηρίω του Αγίου Νικολάου έκπαλαι γνήσιος αυτού φίλος συνώνυμος και γείτων, ευγενής Γραικός ευπατρίδης Ιωαννίνων Ζώης Ζωσιμάς».

V

       Μετά και του Ζώη Ζωσιμά το θάνατο απομένει μόνος ο Νικόλαος, που βρίσκεται την εποχή αυτή, άγνωστο από πότε, στη Μόσχα. Γιατί σε γράμμα του από την πόλη αυτή με ημερομηνία 6-9-1829 προς τον Κυβερνήτη Καποδίστρια με το οποίο του αναγγέλλει γενναία, «προς εκπαίδευσιν ορφανών τέκνων των υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντων», χορηγία της Αδελφότητας, του γράφει κοντά στ' άλλα: «από το άλλο μέρος το γήρας μου με παρακινεί να αναχωρήσω εντεύθεν εις Νίζναν δια να απεράσω εκεί το επίλοιπον των ημερών μου...».
       Πράγματι θα κατέλθει σε λίγο στην αγαπημένη του πόλη, όπου θα διαμείνει αμετακίνητος ως τα στερνά του.
       Απ' εδώ και καθόλη την υπόλοιπη ζωή του θα κατευθύνει τον όμβρο των αγαθοεργιών του προς τη γενέτειρα μάλλον, ιδρύοντας τη Ζωσιμαία Σχολή και το φερώνυμο Γηροκομείο, ανοικοδομώντας και λαμπρά διακοσμώντας τις καταστραμμένες εκκλησίες της, πλουσιοπάροχα δε ελεώντας τους ενδεείς και τους πάσχοντες. Από τη Ρωσική αυτή πόλη ως την ημέρα σχεδόν του θανάτου του -«όστις ηκολούθησε κατά τας 16 Φλεβάρη 1842»- βρίσκεται σε στενή πάντα επιστολιμαία ανταπόκριση με τους εδώ επιτρόπους και συγγενείς του, παρακολουθώντας την επωφελή διάθεση των αποστελλόμενων δωρεών του και τη λειτουργία των πνευματικών και εναγών ιδρυμάτων του και μάλιστα του Σχολείου του Ελληνικού για το οποίο διεξοδικά θα μιλήσουμε.
       Πέθανε λοιπόν ο τελευταίος Ζωσιμάς στη Νίζνα, σε ηλικία 83 χρονών περίπου, μετά μακρά, φαίνεται, και επώδυνη αρρώστεια, γιατί καθώς λέει, στον πνευματικό του πατέρα ιερομόναχο και κατόπι Φιλικό Γρ. Συχνή «δια την επίπονον και πολυκαιρινήν επιμέλειάν του εις την αρρωστίαν του» διορίζει σε προσθήκη της Διαθήκης, να δοθούν «ρούβλια εκατόν αργυρά και μια εικόνα της Θεοτόκου».
       Την είδηση του θανάτου τον Ν. Ζωσιμά ως εξής ανέγραψε η εφ. «Ταχύπτερος Φήμη» της Αθήνας (φύλ. 30-3-1842): «Με λύπην μας ανέκφραστον αναγγέλλωμεν τον θάνατον του μακαρίτου Νικολάου Ζωσιμά. Ο αοίδιμος ούτος ευεργέτης του Ελληνικού Έθνους ετελεύτησε την 16 Φεβρουαρίου εν Νίζνη της Ρωσίας. Θέλομεν εκπληρώσει χρέος ιερώτατον αναφέροντας προσεχώς τα περί του ενάρετου και φιλογενούς τούτου συμπολίτου μας...». Τι δε έγραψε «προσεχώς» κι αν έγραψε η εφημερίδα περί του Ζωσιμά, δεν μπόρεσα να μάθω.
       Θα σημειώσω με την ευκαιρία, πώς από τους προαποθανόντες του Νικολάου αδελφούς Ζωσιμάδες μόνο ο Αναστάσιος άφησε διαθήκη, κατανέμοντας μεταξύ των συγγενών τη χρηματική του κατάσταση, την οποία (διαθήκη) «μετά πολλούς, καθώς σχετικό χειρόγραφο του Αρχείου Φίλιου αναφέρει, ο Νικόλαος Ζωσιμάς έκαψεν αυτήν». Έτσι όλη η περιουσία των αδελφών περιήλθε στον επιζήσαντα Νικόλαο. Εις αυτόν «εις όν απέκειτο μακρόθεν ιδείν και βασιλεύουσαν την πατρίδα, ήτο προωρισμένον να πραγματοποίηση τα τελευταία σχέδια, την τελευταίαν επιθυμίαν της Αδελφότητος».
       Πράγματι, αφού, καθώς είπαμε, διήλθε το υπόλοιπο του βίου του «ευεργετών» και ένα περίπου χρόνο προτού πεθάνει, εσύνταξε (18-3-1841) τη διαθήκη του με την οποία διέθετε «άπασαν την μετά των μακαρίτων Αυταδέλφων του κοινήν και αμέριστον περιουσίαν....., ήτις κατά το παρόν, καθώς ο ίδιος στο β' άρθρο της διαθήκης γράφει, συνίσταται σχεδόν όλη χρηματική εις μπιλιέτα (γραμμάτια) του εν Μόσχα Αυτοκρατορικού Ορφανοτροφείου» ανέρχονταν δε σε 1.004.248 ρούβλια χάρτινα.

VI

       Της διαθήκης αυτής «του αοιδίμου Νικολάου Π. Ζωσιμά ευγενούς Γραικού και ιππότου του Τάγματος του Σωτήρος ελληνιστί γεγραμμένης και επικυρωμένης τη σφραγίδι της Αδελφότητος» συγκείμενης δε από 39 εν όλω άρθρα, που ανατυπώθηκε, καθώς σημειώσαμε, στην Αθήνα το 1913 σε ειδικό εξ 78 σελίδων τεύχος από την έκδοσή της τής Μόσχας του 1844 «δαπάναις της Εφορείας των Εκπαιδευτηρίων Ιωαννίνων» και αποτελεί στο σύνολό της αληθινό ποίημα ευποιΐας, αξίζει να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά.
       Και πρώτα γενικούς επιτρόπους της «και μόνους αυτής εκπληρωτάς» αποκαθιστά ο Νικόλαος «τους προσφιλεστάτους μοι, καθώς γράφει, φίλους ευρισκομένους εις Μόσχαν και διαμένοντας εκεί» Κωνσταντίνον Δημ. Πασχάλην, Νικόλαον Π. Πατζιμάδην και Αντώνιον Π. Κομιζόπουλον, παλαιούς εξέχοντες τους δύο τελευταίους Φιλικούς, στο δε Γραικικόν Μαγιστράτον, την ελληνική δηλ. Κοινότητα της Νίζνας, επιφυλάσσει το δικαίωμα να διορίζει τους οπωσδήποτε ελλείποντες αυτούς επιτρόπους. Παρακαλεί στη συνέχεια τους επιτρόπους του (άρθρον Δ' ) να εκπληρώσουν «δια της φιλαγάθου επιμελείας και παραστάσεώς των» τα όσα η διαθήκη του διαλαμβάνει, παραγγέλλει δε «ότι οψέποτε ήθελε συστηθή γαζοφυλάκιον εις το Βασίλειον της Ελλάδος βάσιμον και τακτικόν, ως εις την ορθόδοξον αυτοκρατορίαν της Ρωσίας, τότε παρακαλώ τους κυρίους επιτρόπους μου, ίνα όλα αυτά τα καπιτάλιά μου μεταφέρωσιν εις το κράτος της Ελλάδος καταθέτοντάς τα αιωνίως και αναφαιρέτως έπ' ονόματι των καταστημάτων τα οποία εμπεριέχονται εις αυτήν την διαθήκην.... ».
       Τα προικοδοτούμενα αυτά από μέρος πάντοτε της Ζωσιμαίας Αδελφότητας καταστήματα, για να συντηρούνται από τους τόκους των υπέρ αυτών κατατεθειμένων κεφαλαίων, είναι στη σειρά τα ακόλουθα:
       Το εν Ιωαννίνοις δημόσιον Ελληνικόν Σχολείον, η κατόπι δηλ. Ζωσιμαία Σχολή (άρθρον Ε' ) με 250.000 ρούβλια για τη λειτουργία του και 40.000 για την ανέγερση νέου διδακτηρίου.
       Το Γηροκομείον Ιωαννίνων (άρθρ. Θ' ) με 100.000 ρούβλια και 5.000 για ανεγερθησόμενο ειδικό κτίριο. Στο Γηροκομείο προσφέρει επί πλέον και «οσπίτιον ονομαζόμενον επτάπολις παρά την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, το οποίον είχον, καθώς λέει, αφιερωμένον πρώτον εις τον Άγιον Νικόλαον».
       Οι εκκλησίες Άγιος Νικόλαος και Αγία Μαρίνα (άρθρ. ΙΒ' ) δια την ανακαίνισιν και καλλωπισμόν των» με 50.000 και 35.000 αντίστοιχα.
       Tο Νοσοκομείον Ιωαννίνων (άρθρ. ΣΤ' ) με 50.000 ρούβλια.
       Η Γραικική Κοινότητα Νίζνας (άρθρ. ΙΔ' ) με 10.000 ρούβλια. Στην ίδια κοινότητα εδώριζε ακόμα και το εκεί λιθόκτιστο σπίτι του αξίας 1.000 ρουβλίων.
       Οι πέντε εκκλησίες των Ιωαννίνων Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Νικόλαος, Αρχιμανδρείο, Αγία Μαρίνα και Περίβλεπτος (άρθρ. ΙΕ' ) με 10.000 ρούβλια.
       Το ορφανοτροφείο και Ελληνικό Σχολείο της Πάτμου (άρθρ. Λ') με 5.000 και 10.000 ρούβλια αντίστοιχα, καθώς και το σχολείο του πατρογονικού χωριού του Γραμμένου με 100 μόνο ρούβλια (άρθρ. Η').
       Μεγάλα επίσης ποσά και με ειδικά άρθρα της διαθήκης διέθετε για την με τους τόκους τους υπανδρεία κάθε χρόνο 25 «πτωχών και ορφανών κορασίων» από τα Γιάννινα και το Ζαγόρι (άρθρ. Ζ'), για τους φτωχούς και ξεπεσμένα σπίτια της γενέτειρας (άρθρ. Η'), για τους φυλακισμένους (άρθρ. ΙΑ'), στα ανεψίδια του και συγγενείς γνωστούς και αγνώστους (άρθρ. ΙΖ' - ΙΘ' και ΛΑ') μικρότερα δε σε δέκα φτωχά κορίτσια της Νίζνας (άρθρ. ΛΔ') κατονομαζόμενα σε συνημμένη του κειμένου της διαθήκης σημείωση, του πνευματικού και γραμματέα του (άρθρ. ΛΕ'), για την έκδοση τέλος στην Αθήνα εις 1.200 αντίτυπα των «Κυριακοδρομίων» του Θεοτόκη και δωρεάν διανομή τους «εις το γένος κατά πόλεις και χώρας» (άρθρ. ΛΖ') και την ανοικοδόμηση φροντίδι των εις Ιωάννινα επιτρόπων του τού μοναστηρίου του Σωτήρος στο Νησί (άρθρ. ΛΗ').
       Τη Διαθήκη έγραψε καθ' υπαγόρευση του Ζωσιμά ο Χρ. Μαυρομμάτης ψάλτης των εκκλησιών της Νίζνας, υπόγραψε ο ίδιος ο Νικόλαος και προσυπέγραψαν σαν μάρτυρες ο ιερομόναχος Γρ. Συχνής εφημέριος της Γραικικής εν Νίζνη εκκλησίας και πνευματικός του, ο σύμβουλος της Αυλής Χρ. Ιερόπαις και τρεις Γραικοί κάτοικοι της ίδιας πόλης οι Γρ. Μακάρωβ, Κων. Ποπόβ και Λαυρ. Αντώνοβιτς, εβεβαίωσε δε το γνήσιο των υπογραφών τους ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου της Κοινότητας. Μαζί με το κείμενο της Διαθήκης και κατόπι του δημοσιεύονται «ταπεινή παρακάλεσις» αίτηση δηλ. του Νικολάου Ζωσιμά με ημερομηνία 6-2-1842 προς την ελληνική κοινότητα της Νίζνας με την οποία καθιστά γνωστό ότι από τα καταθεμένα υπέρ διαφόρων ιδρυμάτων, καθώς στη διαθήκη του ορίζει, κεφάλαια, αγόρασε 500 μετοχές τής νεοΐδρυτης τότε Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και παρακαλεί την κοινότητα «ίνα δεχθή, καθώς γράφει, την ταπεινήν του αναφοράν να την μαρτυρήση και επικυρώση αυτήν» τους δε επιτρόπους του «ίνα μετά την αποβίωσίν του διατάξωσιν αυτοί οι ίδιοι τας πεντακοσίας μετοχάς αναλόγως εις τα καταστήματα τα οποία διαλαμβάνει η διαθήκη μου συμφώνως δια να λαμβάνη κάθε μέρος τον ετήσιον τόκον...».
       Ακολουθεί σε συνέχεια «υστερινή διάταξις» και προσθήκη της κατά το 1841 συνταγμένης Διαθήκης του Ζωσιμά με τοποχρονολογία: «Εν Νίζνη τη 12-2-1842, εξ δηλ. μέρες προτού πεθάνει, με την οποία διαθέτει τα ολίγα εναπομείναντα στην κατοικία του πράγματα και αφήνει διάφορα μικροποσά στους υπηρέτες του. Την υστερνή αυτή διάταξη του Ζωσιμά μη δυναμένου εξ αδυναμίας του να υπογράψει ο ίδιος, υπόγραψε ο γνωστός πνευματικός Γρ. Συχνής και συνυπόγραψαν σαν μάρτυρες γνωστοί του επίσης Γραικοί κάτοικοι της Νίζνας.
       Τέλος, στο ίδιοι αυτό τεύχος της Διαθήκης καταχωρείται σε μετάφραση από τα ρωσικά η απόφαση του 2ου Τμήματος του Πολιτικού Δικαστηρίου της Μόσχας υπό ημερομηνία 5-8-1842 με την οποία επικυρώνεται η διαθήκη που και δημοσιεύτηκε στις 27 ιδίου 1842.
       Αυτές είναι οι αξιολογότερες και πλέον έγκυρες περί της Ζωσιμαίας οικογένειας και της Αδελφότητας των ευεργετών ειδήσεις.
       Ο Ανώνυμος της Διαθήκης του Νικολάου επιχειρώντας, ολίγον μετά το θάνατο του τελευταίου αυτού, την πρώτη περί της ζωής και του έργου των Ζωσιμάδων σύνθεση, που πρόταξε στην κατά το 1844 στη Μόσχα έκδοσή της, έδήλωνε πως: «Όλα όσα εκθέτονται εις το επιπόλαιον ιχνογράφημα τούτο των έξόχων πράξεων της περιβοήτου Αδελφότητος, μολονότι είναι ερανισμένα μετά πάσης επιμελείας και βασίζονται επάνω εις τας μαρτυρίας αξιοπίστων υποκειμένων, απέχουν όμως πολύ από την εντέλειαν εκείνην με την οποίαν η καρδία παντός ευαισθήτου επεθύμει να ίδη έμφανιζομένας τας αμιμήτους αρετάς των αοιδίμων Ζωσιμάδων».
       Από τότε ως σήμερα η κατάσταση προς την κατεύθυνση αυτή, της συναγωγής δηλ. ικανών αφορώντων τους Αδελφούς τεκμηριωμένων βιογραφικών στοιχείων, ολίγο ή ελάχιστα, καθώς και στην αρχή ετόνισα, μεταβλήθηκε. Προβλήματα, μ' άλλα λόγια, χρονικού προσδιορισμού της γέννησης των αδελφών, των σπονδών, της αποδημίας, της εμπορικής των ανά την Ευρώπη δραστηριότητας, τόπου και χρόνου για μερικούς του θανάτου των, της έκτασης τέλος του πατριωτικού και φιλανθρωπικού τους έργου, εξακολουθούν να παραμένουν μάλλον ανεξιχνίαστα.
       Όλοι δε οι μετέπειτα μ' αυτούς ασχοληθέντες (Κων. Οικονόμου, Γούδας κι αυτός ο Σεγκούνης ακόμα), συνέχισαν, καθώς ο πρώτος βιογράφος τους, ακριβώς για την έλλειψη πηγών καθαρών άμεσων ή έμμεσων, να βασίζωνται στη ζώσα του καιρού τους προφορική παράδοση περισσότερο, γι' αυτό και πολλές από τις ειδήσεις τους ελέγχονται σήμερα ανακριβείς. Έτσι τα όσα θετικά περί των Ζωσιμάδων γνωρίζουμε και τα οποία ήδη σχεδόν στο σύνολό τους εκθέσαμε, μόνο σαν «ιχνογράφημα» μπορούν να χαρακτηρισθούν.
       Επανερχόμενοι στους αοίδιμους αδελφούς, θα κλείσουμε το παρόν βιογραφικό τους σχεδίασμα με τα ίδια λόγια, χαρακτηριστικά του ήθους και της γενικώτερης ψυχικής του καθενός απ' αυτούς συγκρότησης, με τα οποία και ο Γούδας, χωριανός και συγγενής μου (αδελφός του πάππου της μάνας μου), έκλειε τη δική του σχετική πραγματεία: «Εξ ιδιαιτέρων, γράφει, πληροφοριών γνωρίζομεν ότι εκ των αδελφών Ζωσιμάδων ο μεν Θεοδόσιος ήτο ο μεγαλεπηβουλότερος ο δε Αναστάσιος και ο Νικόλαος ήσαν ευσεβείς έμποροι, ο δε Ζώης ηρέσκετο κατά τι και εις την επίδειξιν και ο Μιχαήλ ήτο αληθής ιππότης.....».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

       1) Οι ευεργέτες αδελφοί, κατά τα διασωθέντα τουλάχιστον κείμενά τους, ελέγονταν και γράφονταν ο καθένας τους Ζωσιμάς κι όλοι μαζί Ζωσιμάδες, Ζωσιμάδων, που είναι και το σωστό και σύμφωνο με τους κανόνες της Γραμματικής της Νεοελληνικής γλώσσας (κατά το ψωμάς, ψαράς, Μελάς κλπ.). Οι λογιώτατοι όμως ευθύς αμέσως θέλησαν να εξελληνίσουν το όνομά τους κι έγραψαν πληθ. Ζωσιμάδαι, Ζωσιμαδών. Ο καθηγητής Φίλιππος Ιωάννου μάλιστα, τυπικώτερος από τους προηγούμενους, έλεγε (σε λόγο του πανεπιστημιακό της 1-6-1858, αποσπάσματα του οποίου δημοσίεψε ο Γούδας (Βίοι Παρ. Γ' σελ. 126), Ζωσιμαΐ, Βαρβάκαι, Ριζάραι... «Εμείς, λέει ο Γούδας (Β.Π. σελ. 353), αναφερόμενος σ' αυτόν ακριβώς τον τύπο, γράφοντες την καθομιλουμένην προυτιμήσαμεν τους ιδιωματισμούς αυτής μάλλον ή τούς γραμματικούς κανόνες της αρχαίας διότι κατ' αυτούς ηθέλαμεν είσθαι δύσληπτοι, αν μεταχειριζόμεθα π.χ. τον πληθ. του Ζωσιμάς, Ζωσιμαί...». Παρά ταύτα ο ίδιος γράφει πάντοτε, καθώς και ο Κοραής, Ζωσιμάδαι, Ζωσιμάδων και όχι Ζωσιμαδών. Και η ασυδοσία περί τη γραφή του ονόματος των ευεργετών συνεχίζεται.

αριθμός επισκεπτών