ΓΙΑΝΝΕΝΑ  ΠΟΛΗ  ΤΩΝ  ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ

Ευεργέτες

Κωνσταντίνος Θ. Πέτσιος

Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας

 

Ευεργέτες και Παιδεία τον 17ο αιώνα:

Η διδασκαλία της φιλοσοφίας στη Σχολή Γγιόνμα,
σύμφωνα με χειρόγραφα τεκμήρια

 Αυτόγραφα κείμενα του Βησσαρίωνος και Μιχαήλου  Μακρή

Ο Κωνσταντίνος Θ. Πέτσιος

Το φαινόμενο της Ηπειρωτικής Ευποιίας που κορυφώνεται κατά τον 18ο και το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, με σημαντικότερους εκφραστές τους αδελφούς Μαρούτζη, τον Ζώη Καπλάνη και την τετρακτύν των Ζωσιμάδων, αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο, με διαφορετικούς ιδεολογικούς επικαθορισμούς, τους αδελφούς Ριζάρι, τον Κωνσταντίνο και Ευάγγελο Ζάπα και τον Γεώργιο Αβέρωφ, έχει τις απαρχές του στον 17ο αιώνα. Είναι ο αιώνας κατά τον οποίο εντός της ηπειρωτικής διασποράς η έννοια της «φιλανθρωπίας» νοηματοδοτείται όχι μόνον με τη παραδοσιακή βιβλική σημασία της φροντίδας για τον πάσχοντα «πλησίον», αλλά και με την ουμανιστική αντίληψη της μέριμνας για την Κοινότητα και τους θεσμούς της με πρώτιστο μέλημα την ίδρυση Σχολείων, στα οποία να έχουν τη δυνατότητα να «φοιτούν», σε αρκετές περιπτώσεις με υποτροφίες, οι «πτωχοί». Στη συζυγία «Ευεργέτες – Παιδεία» κατοπτρίζεται με τον πλέον έκδηλο τρόπο η κοινωνική αξιοποίηση του πλούτου (ίδρυση και οικονομική συντήρηση φερώνυμων Σχολείων, χρηματοδότηση διδασκόντων, χορήγηση υποτροφιών, εκδόσεις βιβλίων) και επιβεβαιώνεται η συμβολική παρουσία των διαθετών στο πεδίο της συλλογικής μνήμης.

 

Στις απαρχές της εκδήλωσής της η Ηπειρωτική Ευποιία καταγράφεται ως βούληση υπέρβασης της φοράς των πραγμάτων και της ειωθυίας ακηδίας, και τόσο ο Επιφάνιος Ηγούμενος και ο Μάνος Γκιόνμας όσο και ο Πάνος Ιερομνήμων και ο Νικόλαος Καραγιάννης συνέβαλαν με τις δωρεές τους στη θεμελίωση και τη λειτουργία των Σχολών που ανέδειξαν τα «κλεινά Ιωάννινα» σε ένα πνευματικό κέντρο με ιδιαίτερη ακτινοβολία. Σύμφωνα με μία μαρτυρία του 1706 «μηδέν είναι ξένον είγε τοιν εν τοις χρυσοίς έμοι γε Ιωαννίνοις ακμαζόντοιν λυκίοιν, λυκίοιν τω όντι πολλών περιπατητικών εγκωμίων αξίοιν (ων το μεν υπ’ αυτών των Ιωαννηνιτών, το δε υπό τινος Εμμανουήλ Γκιόνμα ενίδρυται) πάσαι, ολίγου δειν, αι εν ταις γείτοσι χώραις και πόλεσιν ούσαι νυν σχολαί, τοιν δυοίν τούτοιν οιονεί ευθαλείς παραφυάδες εισί, τοιούτων μεν αεί διοικητών φιλοθέων, ευπατριδών, φιλοπατριδών, οίοι αυτοίν εισίν οι Ιερομνήμονες, οι Γλυκείς, οι Καραϊωάνναι, ναι δη και αυτός ο της εκείσε μητροπόλεως προστατεύων, αρχιερεύς πολλών ένεκα αξιάγαστος».

 

Το κείμενο προέρχεται από έναν σημαντικό λόγιο, τον Αναστάσιο Μιχαήλ, που μαθήτευσε στη Σχολή Γκιόνμα, κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της, στην οποία θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στη συνέχεια, για να σχηματίσουμε όμως μία ευκρινή εικόνα του τοπίου και να κατανοήσουμε την κοινωνική, οικονομική και κυρίως πολιτιστική τομή την οποία επιφέρουν οι Ευεργέτες την περίοδο αυτή θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στα Ιωάννινα των αρχών του 17ου απουσιάζει ένα θεσμοποιημένο κέντρο σπουδής. Καλιεργούνται όμως, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, τα «εγκύκλια γράμματα» και υπάρχουν «πυρήνες λογιοσύνης». Από το 1609 έως το 1615 διδάσκει και συγγράφει στα Γιάννινα αρκετά από τα έργα του ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, και στα 1628-1629 παρέδιδε μαθήματα ο Κύπριος μισιονάριος της Καθολικής Εκκλησίας Νεόφυτος Ροδινός, ο οποίος έγινε αφορμή για την πρόκληση δογματικών συγκρούσεων. Γύρω στα 1645 ο ιερομόναχος και αρχιμανδρίτης Ιάκωβος συνθέτει «δι’ επιστημονικής γραμμής και μεθόδου θαυμασίας» τη Βακτηρία Αρχιερέων, ένα σύγγραμμα ιδιαίτερα σημαντικό για την Ιστορία του Μεταβυζαντινού Δικαίου και οι πηγές από τις οποίες αντλεί μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι στην πόλη εκείνη την περίοδο υπήρχε εμπλουτισμένη Βιβλιοθήκη. Το ενδιαφέρον για την παραγωγή νομοκανονικών κειμένων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο βιβλιογράφος Γκίνος το 1640 εκπονεί αντίγραφο του Νομοκάνονος του Ματθαίου Βλάσταρη «διά συνδρομής και εξόδου […] του Μητροπολίτη Ιωαννίνων […] κυρίου Καλλινίκου».

 

Στις αρχές του 17ου αιώνα η πνευματική αφύπνιση σε συλλογικό επίπεδο αντανακλάται στο αίτημα για αποδέσμευση από την αχλύ της αμάθειας και μεταλλαγή των αντιλήψεων που υπαγόρευαν οι επιτακτικές ανάγκες της βιομέριμνας και η εστίαση του ενδιαφέροντος στην αντιμετώπιση της οικονομικής δυσπραγίας. Οι ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στον ελληνικό χώρο γενικότερα και στην Ήπειρο ειδικότερα, αναμφίβολα ευνοούσαν τη διαμόρφωση μιας νοοτροπίας, η οποία υπό την επίδραση της αδήριτης αναγκαιότητας και την οπωσδήποτε περιορισμένη προοπτική της κοινωνικής κινητικότητας δεν φαίνεται να θεωρούσε ως πρώτιστο μέλημα τη μετοχή στα αγαθά της παιδείας. Στη «μόρφωση», για να χρησιμοποιήσουμε ένα περιγραφικό όρο, δεν αναγνωριζόταν η σπουδαιότητα με την οποία αντιμετωπίσθηκε στη συνέχεια από το κοινωνικό σύνολο, αλλά οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες φαίνεται ότι ευνοούσαν την αδιαφορία για την πνευματική καλλιέργεια. Όπως διαβάζουμε σε ένα στιχούργημα του 1620, που προέρχεται από τη γραφίδα του βιβλιογράφου Γκίνου,

 

«Σπουδαίον άνδρα να ιδούν πολλά τον εμισούσιν

και ως εχθρόν επίβουλον στέκουν και τον θωρούσιν·

χαρτί να ιδούν ότι κρατεί σπουδαίος να διαβάζη

τους φαίνεται ότι τινάς το μάτι τους εβγάζει.

Έτσι το έχουν και αυτοί που τους πονούν τα μάτια· 

Τον ήλιον δεν θέλοσιν να τον ιδούν αγνάντια».

 

Παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι δεν διεκδικούν ποιητικές δάφνες είναι αξιοπρόσεκτοι γιατί μας αποκαλύπτουν τις κοινωνικές σκληρύνσεις και αγκυλώσεις, τις οποίες προσπάθησαν να αμβλύνουν όχι μόνον οι λόγιοι αλλά και οι Ευεργέτες. Η δυναμική του αξιακού περιεχομένου της Παιδείας προβάλλει ανάγλυφα στη διαπίστωση του Επιφάνιου Ηγουμένου, με τον οποίο εγκαινιάζεται ουσιαστικά η Ηπειρωτική Ευποιία, ότι «το Γένος» καταφρονείται επειδή «ευρίσκεται εστερημένον από τον μεγάλον θησαυρόν της σοφίας». Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγκεκριμένος Έμπορος πριν από τη γνωστή Διαθήκη του με την οποία προβλέπει την ίδρυση Σχολής («Ιεροσπουδαστηρίου», «Seminario») χρηματοδοτοδoτούσε έναν διακεκριμένο, αλλά αγνοημένο από την έρευνα λόγιο, τον Νικηφόρο Πριγγιλέα, ο οποίος δίδαξε στα Γιάννινα τουλάχιστον για δύο χρόνια (1645-1647) και σώζεται μία σημαντική μαρτυρία σχετικά με τη συμμετοχή του στη φιλοσοφική συζήτηση που «διεξαγόταν» εκείνη την περίοδο ανάμεσα στους μαθητές του Νικολάου Κούρσουλα (1602 – post 1652) και του Θεόφιλου Κορυδαλλέως (1574 – 1646).

 

Τον Πριγγιλέα τον γνωρίζουμε ήδη ως βιβλιογράφο στα 1620 και ο ίδιος το 1637 μεταφράζει το έργο του Διοσκουρίδη (1ος μ.Χ. αι.) Περί ύλης ιατρικής στην καθομιλουμένη. Κώδικες με το όνομά του και βέβαιη χρονολογία (1636) περιέχουν έργα του Αυγουστίνου (De Trinitate, Περί της Αγίας Τριάδος, σε μετάφραση του Μάξιμου Πλανούδη) και του Θωμά του Ακινάτη (Contra Gentiles, Κατά των Εθνικών), ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν ένας Λόγος κατά του λατινόφρονος Νεόφυτου του Ροδινού και τρεις Επιστολές προς τον Λόγιο Ευγένιο Γιαννούλη.

Μνημονεύουμε τη συγκεκριμένη παρουσία, διότι όπως προκύπτει από σπαράγματα πηγών, παρά το γεγονός ότι μέχρι τουλάχιστον το 1658 δεν υπάρχει Σχολή στα Γιάννινα, αναπτύσσονται με άξονα Λογίους πνευματικές εστίες, εντός των οποίων συντελούνται, σύμφωνα με τη μεσαιωνική αντίληψη για τη μετοχέτευση της γνώσης, η διακίνηση των ιδεών και η πνευματική καλλιέργεια. Στα Γιάννινα διδάσκει γύρω στα 1645 ο Ζακύνθιος Φιλόσοφος Νικόλαος Κούρσουλας, τα κείμενα του οποίου προσφέρουν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο της αριστοτελικής φιλοσοφίας επηρεασμένο από τη μεσαιωνική σύζευξη «γνώσης – πίστης» ενώ το 1658 «άνοιξε σχολείον» στην πόλη ο «λογιώτατος» Σπυρίδων Τριανταφύλλου και παρέδιδε «γραμματικά», «ποιητικά» και φιλοσοφικά μαθήματα, κυρίως «λογικήν». Τα τεκμήρια που επιβεβαιώνουν την πνευματική όσμωση που πραγματοποιείται σε ευάριθμους πυρήνες μαθητείας προέρχονται από τη γραφίδα του Στέφανου Τζιγαρά, ο οποίος κατέχει αντίγραφο του έργου Περί Φυσικής Ακροάσεως του Κούρσουλα, του έτους 1654 και του Μιχαήλου Μακρή, του αδελφού του Βησσαρίωνα, ο οποίος ολοκληρώνει την αντιγραφή του ομότιτλου χειρογράφου του Κούρσουλα το 1669. Ήδη από το 1666 αξιοποιείται στα Γιάννινα και το έργο του Γεράσιμου Βλάχου (1605/ 1607 – 1685), Περί Ρητορικής Τέχνης, όπως προκύπτει από ένα βιβλιογραφικό σημείωμα, στο οποίο διαβάζουμε ότι το κείμενο «εγράφη παρ’ εμού Μιχαήλ Πάντου του εκ της περιφήμου χώρας Ιωαννίνων εν έτει αχξστ΄».

 

Αναμφίβολα, η πρώτη συστηματική προσπάθεια για παροχή δημόσιας παιδείας, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά επιστημονικά πρότυπα διαπιστώνεται στη Διαθήκη του Επιφάνιου Ηγουμένου το 1647, στην οποία εκφράζεται η βούληση να χρηματοδοτηθεί από το κληροδότημά του ένας «διδάσκαλος» «ελλόγιμος και έμπειρος εις τας επιστήμας [και] τα ελληνικά δόγματα» που «να είναι υποχρεωμένος να διδάσκη γραμματικήν, ανθρωπισμόν και άλλας επιστήμας και γράμματα ελληνικά εις τα παιδία και τα κοράσια τα οποία θα θελήσουν να μάθουν».Ο ορίζοντας της σπουδής διευρύνεται και δεν είναι τυχαίο ότι τόσο τα προσόντα του διδάσκοντος, όσο και τα αντικείμενα της διδασκαλίας προσδιορίζονται επακριβώς, ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι η αναφορά στην ανάγκη παίδευσης όλων των νέων αδιακρίτως φύλου, διότι αποκαλύπτει μία πρώιμη αντίληψη για την καθολική εκπαίδευση, που θα αποτελέσει αργότερα έναν από τους προγραμματικούς στόχους των Νεοελλήνων εκφραστών των ιδεών του Διαφωτισμού.

 

Είναι γνωστό ότι η Σχολή του Επιφανίου λειτούργησε το 1687, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο αναφορικά με τη Σχολή Γγιόνμα, της οποίας η έναρξη χρονολογείται από το 1672/74. Στη Διαθήκη του (1676) ο Μάνος Γγιόνμας προβλέπει την ανέγερση Σχολής («Ιεροσπουδαστηρίου», «Seminario»), προς όφελος «του φιλτάτου Ελληνικού Έθνους», και την πρόσληψη ενός διδασκάλου ο οποίος θα παραδίδει «Γραμματικήν, ανθρωπισμόν και επιστήμας». Ανάμεσα στις δύο Διαθήκες υπάρχουν πρόδηλες συνάφειες ως προς τις κατευθυντήριες αρχές, γεγονός που μπορούμε να ερμηνεύσουμε ως σύστοιχη ανταπόκριση των εμπόρων της διασποράς στο αίτημα του κοινωνικού συνθέματος της γενέθλιας πόλης τους για διευρυμένη παιδεία που  θα πληρούσε τις προϋποθέσεις της ομόλογης ευρωπαϊκής.

 

Παραμένει όμως ένα ουσιώδες κενό, δεν είναι άλλωστε το μοναδικό, που αφορά το περιεχόμενο των σπουδών, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται ανιστορικές προσεγγίσεις που επαναλαμβάνουν άκριτα «κοινούς τόπους» της ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στα δεδομένα του ύστερου 17ου αιώνα. Στα όρια της σημερινής ανακοίνωσης θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε ακροθιγώς το περιεχόμενο της φιλοσοφικής διδασκαλίας στη Σχολή Γγιόνμα, εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας στις μαρτυρίες των χειρογράφων της πρώτης περιόδου, κατά την οποία σχολάρχησε ο Βησσαρίων Μακρής (†1699).

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προσφερόμενες γνώσεις κατά τον 17ο αιώνα διαβαθμίζονταν σε γενικές γραμμές σε δύο επίπεδα, εκ των οποίων το πρώτο προσδιορίζεται από τις διατυπώσεις «κυκλοπαιδεία», «ελληνική παιδεία», «ελληνικά γράμματα» ή «εγκύκλια μαθήματα», ενώ το δεύτερο δηλοποιείται με τους όρους «επιστήμες» ή «επιστημονικά» ή «θεωρητικά μαθήματα». Υπάρχει μία πλειάδα κειμένων των οποίων οι προγραμματικές εκπαιδευτικές θέσεις συγκλίνουν στο παραπάνω περίγραμμα σπουδών, για τη Σχολή Γγιόνμα όμως διαθέτουμε μία αναξιοποίητη από την έρευνα αυθεντική μαρτυρία ενός μαθητή της δεκαετίας του 1690, «σχολάζοντος», όπως γράφει ο ίδιος, «ταις των εγκυκλίων μαθημάτων στοιχείοις εν τω των Ιωαννίνων Φροντιστηρίω». Η παρεχόμενη σπουδή διαβαθμιζόταν σε πέντε «κλάσεις». Στην πρώτη παραδίδονταν κείμενα του Ισοκράτους, η Ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου «Όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων», καθώς και «φιλοσόφων αποφθέγματα», τα οποία «ετεχνολογούντο» και «παραφράζονταν»· η δεύτερη ήταν «η των ποιητικών», την οποία διαδέχονταν «η κλάσις […] των λογογράφων και ιστορικών» και «η των Ρητορικών», ενώ η σπουδή ολοκληρωνόταν με τα «λογικά και θεωρητικά μαθήματα», εδραίος άξονας των οποίων ήταν η φιλοσοφία και τα μαθηματικά.

 

Πρώτος διδάσκαλος της «δημοσίας Σχολής» ορίσθηκε από τον Μάνο Γγιόνμα ο Βησσαρίων Μακρής με ετήσια αντιμισθία 20.000 άσπρα, ο οποίος, σύμφωνα με τον μαθητή του Παϊσιο τον μικρό,  μόλις «ήρξατο των παραδόσεων […] πληθύς μαθητών πολλαχόθεν συνέρρευσαν εις ακρόασιν των υψηλών μαθημάτων του». Πράγματι ο Μακρής, ο οποίος είχε ολοκληρώσει έναν ευρύ κύκλο σπουδών στα Γιάννινα, πλησίον του Κούρσουλα και του Τριανταφύλλου και στην Κωνσταντινούπολη, μαθητεύοντας στον Ιωάννη Καρυοφύλλη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και όπως προκύπτει από τους αυτόγραφους κώδικες, σε ορισμένους εκ των οποίων θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ήταν κάτοχος μίας συγκροτημένης φιλοσοφικής, θεολογικής και μαθηματικής παιδείας, γεγονός που αιτιολογεί την επιλογή του ως Σχολάρχη, αφού ήταν σε θέση να διδάσκει «γραμματικήν, ανθρωπισμόν και επιστήμας».

 

Δεν θα επιμείνω στην πρώτη ενότητα των μαθημάτων που συγκροτούσαν την «εγκύκλια παιδεία», αρκούμενος να σημειώσω ότι εκτός από τη Γραμματική που ο ίδιος εκπόνησε με τίτλο Σταχυολογία Τεχνολογική, στη διδαχή της Γλώσσας ο Μακρής αξιοποιούσε το χειρόγραφο Ελληνικό Λεξικό του Ιωαννινιώτη «ιατροφυσικού» Νικολάου Κεραμέως (1650) και το Λεξικό της Σούδας (του Σουίδα, σύμφωνα με την παλαιότερη φιλολογική έρευνα), και σώζονται μαθηματάρια με τον Ψ-ισοκρατικό Λόγο Προς Δημόνικον, τον Τίμωνα του Λουκιανού και την Γαλεωμυομαχία του Θεοδώρου Προδρόμου. Η διδασκαλία της Επιστολογραφίας, της Μετρικής και της Ομιλητικής εδραζόταν σε πονήματα του Γεράσιμου Βλάχου, με τον οποίο ο Βησσαρίων διατηρούσε επιστολιμαία επικοινωνία, και αξίζει να σημειώσουμε ότι ένα από τα κατ’ εξοχήν διαδεδομένα εγχειρίδια την περίοδο της Τουρκοκρατίας αναφορικά με την πρώτη θεματική, Οι Επιστολές του Ισίδωρου Πηλιουσιώτη, υπήρχε στη Βιβλιοθήκη του.

 

Το 1676 ο Μακρής συνέθεσε στα Γιάννινα το έργο Ρητορική Τέχνη, ενώ στη διδασκαλία της Λογικής αξιοποιούσε, ανάμεσα σε άλλα, τα χειρόγραφά του Εις άπασαν την της Λογικής του Αριστοτέλους μέθοδον (1662) και Εις άπασαν την του Αριστοτέλους λογικήν πραγματείαν. Την επεξεργασία των «διαλεκτικών τόπων» συγκεφαλαίωνε το χειρόγραφο Συλλογισμός της Λογικής και αξίζει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι ο Μακρής ήταν εξοικειωμένος όχι μόνον με την ελληνική αλλά και την αραβική σχολιαστική παράδοση, όπως προκύπτει από τις αποσημειώσεις του που τιτλοφορούνται Της λογικής λέξαις εκ της αρραβικής βίβλου. Πρόκειται για 124 όρους της αριστοτελικής αναλυτικής και όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, «αυταίς ταις  λέξαις ταις εβγάλαμεν από ένα βιβλίον της λογικής αράπικον, διατί και οι αράπηδες έχουν την λογικής του Αριστοτέλους αρραβιστί».

 

Η ερμηνεία του αριστοτελικού Οργάνου, δηλαδή των λογικών συγγραμμάτων του Σταγειρίτη, επερειδόταν, όπως ήταν ευνόητο, στη μακραίωνη σχολιαστική παράδοση, από την οποία μνημονεύονται ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς, ο Ιωάννης Φιλόπονος, ο Ευστράτιος Νικαίας, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και ο Γεώργιος Παχυμέρης. Όπως ο Μακρής σημειώνει το 1675 «ευμοίρησα και βιβλίων εις τα “Πρότερα και Ύστερα των Αναλυτικών”· των του Φιλοπόνου και Ευστρατίου του πάνυ Προέδρου Νικαίας εις το βον τωνΥστέρων, ά και μετήλθον», τονίζει, «μετά σκέψεως ου της τυχούσης και τεθαύμακα τον φιλόσοφον της τε δεινότητος και βραχυλογίας και του βάθους των νοημάτων». Τύχη αγαθή, σώζεται ένας αυτόγραφος κώδικας που παραδίδει και τα συναφή με την παραπάνω θεματική κείμενα του Μιχαήλ Ψελλού, Επίλυσις εις τους της φιλοσοφίας τρόπους και Σύνοψις των πέντε φωνών και των δέκα κατηγοριών της φιλοσοφίας, καθώς και τις ομόθεμες αναπτύξεις του Νικηφόρου Βλεμμύδη.

 

Η διδασκαλία της φιλοσοφίας βεβαίως δεν εξαντλείτο στη Λογική αλλά περιελάμβανε και την ανάλυση των φυσικών συγγραμμάτων του Αριστοτέλη, την οποία επικουρούσαν τα υπομνήματα του Νικολάου Κούρσουλα και του Θεόφιλου Κορυδαλλέως, η διαφοροποιημένη ερμηνευτική μέθοδος των οποίων ήταν γνωστή στον Μακρή, ο οποίος ήδη από το 1669 είχε εκπονήσει αντίγραφα του έργου τους. Στην κατεύθυνση του μεσαιωνικού αριστοτελισμού εντάσσεται και η προσέγγιση του Γεράσιμου Βλάχου, του οποίου το υπόμνημα Εις τα περί Ψυχής του Αριστοτέλους βιβλία εμπεριέχεται επίσης σε αυτόγραφο κώδικα, που φέρει το βιβλιογραφικό σημείωμα «μνήσθητε του γράψαντος οι αναγινώσκοντες Βησσαρίωνος Μακρή του εξ Ιωαννίνων, ού και κτήμα το παρόν προς τοις άλλοις τυγχάνει, αχξγ΄».

 

Ταυτόχρονα όμως με τον αριστοτελισμό και με δεδομένο τον εσωτερικό του διαφορισμό, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα του Κούρσουλα και του Κορυδαλέα, την ίδια περίοδο συναντούμε στη Σχολή Γκιόνμα και κείμενα τα οποία συγκεφαλαιώνουν ένα ρεύμα σκέψης που αποτέλεσε ιστορικά τον θεωρητικό αντίποδα του αριστοτελισμού. Ανάμεσα στα χειρόγραφα του Βησσαρίωνος συναριθμείται το έργο «Αλκινόου φιλοσόφου εισαγωγή των δογμάτων Πλάτωνος», του οποίου συγγραφεύς δεν είναι βεβαίως ο Αλκίνοος, αλλά ο πλατωνικός φιλόσοφος του 2ου μ.Χ. αιώνα Αλβίνος, μαθητής του Γαου, του γνωστού ερμηνευτή του Πλάτωνος, και ένας από τους βασικούς εκφραστές του Μέσου Πλατωνισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι «Ιδέες» δεν έχουν αυθύπαρκτη υπόσταση αλλά η οντολογική τους αυτάρκεια προσδιορίζεται από το γεγονός ότι κατανοούνται ως «νοήσεις του Θεού». Στο κείμενο του Αλβίνου, του οποίου ο ακριβής τίτλος είναι «Λόγος διδασκαλικός των Πλάτωνος δογμάτων», συναντούμε έναν γόνιμο προβληματισμό αναφορικά με τη διαίρεση των υπαρκτών σε «αισθητά» και «νοητά», τη σχέση «Δημιουργού – Ιδεών (Νοήσεων)», τη συνάφεια «Θεού – Κόσμου», καθώς και τη λειτουργία των «Ιδεών» ως «Παραδειγμάτων». Αρκούμαι να υπομνήσω αυτή τη διάσταση στον θεωρητικό προβληματισμό που έχει υπόψη του και μετοχετεύει στους μαθητές του ο Μακρής και να συσχετίσω τις εδραίες θέσεις του κειμένου του Αλβίνου με τις πλατωνίζουσες (και νεοπλατωνίζουσες) απόψεις του Ψελλού, κείμενα του οποίου επίσης γνωρίζει και κατέχει ο Βησσαρίων, καθώς και με τον οντολογικό προβληματισμό που διατυπώνει ο Ιωάννης Φιλόπονος, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, υπομνηματίζοντας την Αριθμητική του Νικόμαχου Γερασινού, την οποία για πρώτη φορά δίδαξε στα Γιάννινα ο Σχολάρχης του «Γγιονματικού Φροντιστηρίου».

 

Τόσο στη Διαθήκη του Γκιόνμα όσο και στην προγενέστερη του Επιφανίου υπάρχει ρητή αναφορά στις «επιστήμες» και βεβαίως το γνωσιακό υπόβαθρο του περιληπτικού αυτού όρου θα πρέπει να κατανοηθεί στα ιστορικά του συμφραζόμενα, έτσι ώστε να αποφευχθούν αναχρονισμοί. Κατά τον μεταβατικό προς την περίοδο της νεότερης επιστημονικής σκέψης 17ο αιώνα, οι τέσσερις μαθηματικές επιστήμες, η Αριθμητική, η Γεωμετρία, η Αστρονομία και η Μουσική, που συγκροτούνταν ως περιεχόμενο με άξονα τα κείμενα του Νικόμαχου Γερασινού, του Ευκλείδη, του Θέωνος, του Κλεομήδους, του Πτολεμαίου και του Πρόκλου αποτέλεσαν στο Βυζάντιο και τη Δυτική Ευρώπη το πλαίσιο εντός του οποίου κυοφορήθηκαν υπομνήματα και συναγωγές που αξιοποιήθηκαν ευρύτατα στη σχολική πράξη.

 

Τα κείμενα των παραπάνω στοχαστών συναριθμούνται στις πρώτες εκδόσεις του 16ου αιώνα και αντίγραφά τους εντοπίζονται διάπαρτα σε κώδικες που προέρχονται από πνευματικές εστίες του υπόδουλου Ελληνισμού στις οποίες είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της επιστημονικής σκέψης. Η τελευταία κατανοείται από τους Λογίους του 16ου και κυρίως του 17ου αιώνα ως αναβίωση και επιβεβαίωση της αρχαιοελληνικής παρακαταθήκης και μέσα από το πρίσμα αυτό συγκροτούν τη διδασκαλία τους.

 

Ένα από τα έργα που συνόψιζαν την αρχαιοελληνική μαθηματική σκέψη ήταν και το Ευσύνοπτον Σύνταγμα εις τας τέσσερας επιστήμας, το οποίο συνέθεσε το 1008 ο Γρηγόριος ο ανεπώνυμος και λόγω της ευρύτατης διάδοσής του τους επόμενους αιώνες εκδόθηκε το 1532 από τον Αρσένιο Αποστόλη, αλλά με το όνομα του Μιχαήλ Ψελλού, με το οποίο το συναντούμε και σε κώδικα του Μακρή, που ολοκληρώθηκε το 1670. Παράλληλα όμως με το συγκεκριμένο εγχειρίδιο ο Μακρής εισάγει, όπως προκύπτει από αυτόγραφό του, στο πρόγραμμα των επιστημονικών σπουδών της Σχολής για πρώτη φορά το έργο του Νικόμαχου Γερασηνού Αριθμητική Εισαγωγή, στο οποίο έμφαση αποδίδεται στο φιλοσοφικό υπόβαθρο των αριθμών, το οποίο σχηματοποιείται μέσα από έναν εύτακτο συγκερασμό πυθαγόρειων, πλατωνικών, αριστοτελικών και στωϊκών αντιλήψεων. Το συγκεκριμένο κείμενο του Νικόμαχου, του οποίου η σκέψη είναι έμπλεη από τη νεοπυθαγόρεια φιλοσοφία και τη θεολογία των αριθμών, αποτέλεσε ένα βιβλίο αναφοράς όχι μόνον για τη μεσαιωνική επιστήμη (παραφράσθηκε και σχολιάσθηκε από τον Cassiodorus και τον Boethius) αλλά και για τους νεότερους χρόνους (μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 17ου αιώνα).

 

Ο Νικόμαχος και η ερμηνευτική παράδοση που συνόδευε το κείμενό του εντάσσονται σε ένα πλαίσιο φιλοσοφικών και μαθηματικών σπουδών, των οποίων η αφετηρία εντοπίζεται στη Σχολή του Αμμωνίου του Ερμείου (435/45 – 517/26) στην Αλεξάνδρεια και οι μεταγενέστερες ερμηνευτικές προσθήκες συνιστούν απλώς εγγραφές σε μία αποκρυσταλλωμένη θεματική. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση της φιλοσοφίας του Νικόμαχου από τον Μακρή επιβεβαιώνεται από έναν άλλο κώδικα («κτήμα Βησσαρίωνος του Μακρή»), ο οποίος περιείχε τη σύνθεση «Γερασηνού Αριθμητικής εισαγωγής των εις δύο το πρώτον΄, όπερ εξηγείται ο φιλόσοφος Πρόκλος».

 

Παρά το γεγονός ότι ένα τμήμα της χειρόγραφης παράδοσης απέδιδε τον σχολιασμό της Αριθμητικής του Νικόμαχου στον Πρόκλο, την ίδια άποψη, άλλωστε, συναντούμε αργότερα και στον Ευγένιο Βούλγαρη, η σύγχρονη έρευνα προσέγραψε το υπόμνημα στον Ιωάννη Φιλόπονο (490 – 570), ο οποίος πριν την αποδοχή του Χριστιανισμού είχε μαθητεύσει πλησίον του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αμμωνίου. Οι διασαφηνίσεις του Φιλόπονου αναφορικά με τη σημασία της φιλοσοφίας, τη διαίρεση νοητών-αισθητών, τον ορισμό των όντων, τη φύση των αριθμών, ή τον ρόλο του θεού – δημιουργού εγγράφονται σε έναν φιλοσοφικό καμβά που προϋποθέτει τη μεταστοιχείωση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μέσα από το πρίσμα της χριστιανικής σκέψης. Ας μην διαφεύγει της προσοχή μας ότι ο Μακρής έχει να επιδείξει ταυτόχρονα ένα αναγνωρισμένο από τους συγχρόνους του θεολογικό έργο και η κατάφαση μεθερμηνευμένων θέσεων της πλατωνικής φιλοσοφίας δεν πρέπει να μας προκαλεί απορίες. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι το γεγονός ότι τόσο η Αριθμητική του Νικόμαχου όσο και το ερμηνευτικό υπόμνημα του Φιλόπονου συνεχίζουν να αποτελούν περιεχόμενο της μαθηματικής – φιλοσοφικής παιδείας και κατά την περίοδο της Σχολαρχίας του Γεωργίου Σουγδουρή, όπως διαπιστώνουμε από έναν κώδικα που φέρει βέβαιη τοποχρονολογία: «εν Ιωαννίνοις 1707 Οκτωβρίου α΄».

 

Για να ολοκληρώσουμε τα σχετικά με τις «επιστήμες»  μαθήματα, σημειώνουμε ότι η Γεωμετρία διδασκόταν με βάση τα Στοιχεία του Ευκλείδη, το οικείο χειρόγραφο του Μακρή, φαίνεται να είναι αντιγραφή από εκδεδομένο κείμενο, ενώ για την Αστρονομία ο Μακρής αξιοποιούσε το έργο του Κλεομήδους, Κυκλικής Θεωρίας Μετεώρων και της συνθέσεις του Πρόκλου Διαδόχου, Περί Σφαίρας και Υποτύπωσις των αστρονομικών υποθέσεων. Πρόκειται για κείμενα που αξιοποιήθηκαν όπως είναι γνωστό ευρύτατα στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο, αφού συγκεφαλαίωναν, μαζί με την Μεγάλη Σύνταξιν του Πτολεμαίου τον θεωρητικό προβληματισμό σχετικά με το γεωστατικό κοσμοείδωλο. Βεβαίως στην αρχαιοελληνικής και βυζαντινής αφετηρίας φυσικοφιλοφική του σκευή ο Μακρής ενοφθαλμίζει τις αναλύσεις και των Νεοελλήνων στοχαστών Νικολάου Κούρσουλα και Θεόφιλου Κορυδαλέως.

Κυρίες και Κύριοι,

 

Το πρόγραμμα σπουδών που διαμόρφωσε ο Βησσαρίων Μακρής εγγράφεται βεβαίως στον καμβά της παραδεδομένης σκέψης, είναι εμφανής άλλωστε η επενέργεια του πνεύματος της Πατριαρχικής Σχολής, στην οποία ο ίδιος μαθήτευσε, χαρακτηρίζεται όμως αναμφίβολα από ένα υψηλών προδιαγραφών γνωσιακό περιεχόμενο, το οποίο εμπλουτίσθηκε στη συνέχεια από τον Γεώργιο Σουγδουρή (1645/47–1725), που διαδέχθηκε τον βραχύβιας θητείας Νικόδημο Μαζαράκη (†1682).

 

Η πνευματική εμβέλεια της Σχολής κατά τη συγκεκριμένη περίοδο αλλά και ο καθοριστικός για τη λειτουργία της ρόλος των Ευποιητών αποτυπώνονται με ενάργεια στο Επίγραμμα του Φραγκίσκου Προσαλέντη « Προς το εν τη Ιωαννίνων πόλει Φροντιστήριον».

 

«Πάλαι ποτέ στοά τε και λύκειον ένη

Και περίπατος Αθήναις μέγιστος φιλοσόφων

Πόλει δ’ αρίστη νυν γε Ιωαννίνων

Μουσών εϋκόμων δώμ’ υπάρχει πασέων.

Το δε Καραϊωάννης, Γλυκύς θ’ ομού, μόνοι

Κοσμήτορε δύ’ αμφιδιέπουσ’ Ιωαννίνων

Ο μεν γε πάντων Ιωαννίνων κάρη πέλει,

Ο δ’ αύ Γλυκύς πάσι γλυκύτατος τυγχάνει»

 

Στη συλλογική μνήμη, για να ανακαλέσουμε στη συνείδησή μας τον τίτλο της σημερινής Ημερίδας, η πόλη των Ιωαννίνων καταγράφτηκε αρκετά ενωρίς ένεκα της προαίρεσης των Ευεργετών της και της δυναμικής τής παιδείας και όχι χάρη σε κάποια ιδεολογικοποιημένη ρητορική.

 

 

                                                                 

 

 
  αριθμός επισκεπτών