Ελένη Μαντέλου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Ελένη Μαντέλου

     

  Η Ελένη Μαντέλου γεννήθηκε στην Κύμη το 1950. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με το έντεχνο τραγούδι. Συνεργάστηκε με σημαντικούς Έλληνες συνθέτες (Μ. Θεοδωράκη, Σ. Ξαρχάκο, Χ. Λεοντή κ.α.) και ένας από τους κύκλους των ηχογραφήσεών της για το Τρίτο Πρόγραμμα την εποχή που Διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεύοντας Έλληνες ποιητές, με ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη μελοποιημένα από τον Δημήτρη Λέκκα, κυκλοφόρησε στη δισκογραφία με τον τίτλο «Οι καιροί της Άνοιξης.»

    Τα τρία πρώτα βιβλία της εκδόθηκαν ταυτόχρονα τα Χριστούγεννα του 1987. Έχει γράψει μυθιστορήματα για νέους, παραμύθια και ιστορίες για παιδιά. Δημοσίευσε ποίηση  (περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, ηλεκτρονικό περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ).

    Είναι παντρεμένη με τον αρχιτέκτονα Μιχάλη Σουβατζίδη και έχουν δυο παιδιά, την Ναρίνα και τον Γιώργο.

    

  

 Μιχάλης Γ. Μερακλής

«ΛΑΪΚΟ  ΚΑΙ  ΕΝΤΕΧΝΟ  ΠΑΡΑΜΥΘΙ»

Διαβάστηκε στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Ελένης Μαντέλου

«Στο χρώμα της αγάπης»


Μιχάλης Γ. Μερακλής

Ως ένας που μελετά το λαϊκό παραμύθι, αλλά και την προσωπική λογοτεχνία, θα ήθελα προκαταρκτικά να κάνω δυο τρεις παρατηρήσεις για την έννοια «έντεχνο παραμύθι», που είναι σε ικανή έκταση διαδεδομένη - πιθανώς όμως και με κάποια ασάφεια - στις μέρες μας, ως προσδιοριστική ενός είδους παιδικής ή νεανικής λογοτεχνίας κι αυτό γιατί ως έντεχνα παραμύθια χαρακτηρίζω τις ιστορίες του βιβλίου της κυρίας Μαντέλου.

   Η έννοια λοιπόν αυτή έρχεται από πολύ παλιότερα, από την εποχή, όπου οι Γαλλίδες femmes galentes πρώτα κι ύστερα οι Γερμανοί ρομαντικοί άρχισαν να γράφουν δικές τους παραμυθιακές ιστορίες, χρησιμοποιώντας πολλά θέματα και μοτίβα από τα λαϊκά παραμύθια, τα οποία είχαν αρχίσει να γίνονται όχι απλώς γνωστά, αλλά και εξαιρετικά προσφιλή σε αυλικούς κύκλους (στη Γαλλία) και σε κύκλους διανοουμένων (στη Γερμανία) με τη δημοσίευση της συλλογής του Charles Rerrault στο τέλος του 17ου αιώνα (1697) και των αδελφών Grimm (1812 και 1815).

   Είπα ήδη, ότι χρησιμοποιούσαν θέματα και μοτίβα από τα λαϊκά παραμύθια. Όμως αυτά είταν κατά κανόνα η αφορμή, για να προχωρήσουν σε δικές τους ιστορίες, οι οποίες πολύ διέφεραν στη γλώσσα, στο ύφος, στο ήθος από τα λαϊκά παραμύθια. Τo Volksmarchen και το Kynstmarcen είταν τελικά σχεδόν δύο διαφορετικά είδη, μολονότι ξεκινούσαν από την ίδια αφετηρία, την προφορική λαϊκή παράδοση (αν και πρέπει ορθότερα να σημειώσω, ότι το έντεχνο παραμύθι χρησιμοποιούσε την αφετηρία της προφορικής παράδοσης έμμεσα, αντλώντας δηλαδή από τα καταγεγραμμένα και δημοσιευμένα ήδη από τους εκδότες τους λαϊκά παραμύθια).

   Σε τελευταία ανάλυση η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη συνίστατο, ότι στα λαϊκά παραμύθια, όσο και αν πλείστα όσα θέματα, μοτίβα και άλλα στοιχεία έμοιαζαν - και είταν, πλέον, -  της πιο τολμηρής φαντασίας, εντούτοις αυτά ανταποκρίνονταν, τουλάχιστον σ’ ένα απώτερο παρελθόν, - γιατί υποστηρίζεται, ότι τουλάχιστον τα μαγικά λεγόμενα παραμύθια έρχονται από πανάρχαιους χρόνους, - σε συγκεκριμένες δοξασίες και στα αντίστοιχα δρώμενα και έθιμα. Αυτό θέλησε να δείξει (και το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό) ο διεθνώς γνωστός σοβιετικός λαογράφος και φιλόλογος Βλαδίμηρος Προπ στο διάσημο πλέον βιβλίο του «Οι ιστορικές ρίζες του μαγικού παραμυθιού», που εξέδωσε το1946 στη Μόσχα.

   Βέβαια ο Προπ δεν παραλείπει να πει, και μάλιστα επανειλημμένα, ότι, όσο το παραμύθι απομακρυνόταν από τις αρχικές συνθήκες δημιουργίας του, τόσο χαλάρωνε και αδυνάτιζε η σχέση του περιεχομένου του εν γένει με τις νέες κάθε φορά αντικειμενικές συνθήκες, τόσο περισσότερο σχηματιζόταν γενικά η ιδέα, ότι το παραμύθι είναι προϊόν της συλλογικής φαντασίας, κι έτσι επινοούνταν νέα θέματα, νέα μοτίβα, καθαρά φανταστικά, για να προστεθούν κάθε φορά στο αρχικό σώμα του παραμυθιού (λένε, και αληθεύει, ότι τα παραμύθι είναι πολυστρωματικό). Έτσι, όταν οι περίφημοι σχολιαστές των παραμυθιών της συλλογής Grimm, οι Bolte και Rolinka, θέλησαν να δώσουν έναν ορισμό του λαϊκού παραμυθιού, όπως αυτό είχε πλέον διαμορφωθεί, το όρισαν ως εξής: «Με τη λέξη παραμύθι εννοούμε (…) μια διήγηση δημιουργημένη με ποιητική φαντασία, παρμένη ιδιαίτερα από τον κόσμο του μαγικού, μιαν ιστορία του θαύματος, που δεν εξαρτάται από τους όρους της πραγματικής ζωής, και την ακούμε με ευχαρίστηση μεγάλοι και μικροί, έστω και αν δεν είναι πιστευτή».

   Θα έλεγα λοιπόν, ότι το ποσοστό αυτό καθαρά φανταστικών στοιχείων, που ήδη υπάρχει αυξημένο στα μεταγενέστερα λαϊκά παραμύθια, είναι ακόμη μεγαλύτερο (ανάλογα και με την περίπτωση του συγγραφέα) στο έντεχνο παραμύθι.

   Έντεχνα παραμύθια, το σημείωσα ήδη, είναι οι ιστορίες της κυρίας Μαντέλου. Στη δεύτερη ιστορία π.χ. (με τίτλο: «Για πάντα») κεντρικό είναι το θέμα της μεταμόρφωσης, όπως συμβαίνει και στα αρχαϊκά και στα νεώτερα παραμύθια. Στη μεταμόρφωση πίστευε, με τρόπο καθολικό, ο αρχαϊκός άνθρωπος. Είταν μια διαδικασία που έβλεπε να πραγματοποιείται στο φυτικό και το ζωικό βασίλειο (ο σπόρος γίνεται φυτό, υπάρχει πλήθος προνυμφικών σταδίων, απ’ τα οποία περνούν διάφορα ζώα – η μεταμόρφωση αποτελεί ήδη ξεχωριστό κεφάλαιο στην επιστήμη της ζωολογίας)∙ και μ’ έναν αυθόρμητο συνειρμό την άπλωνε και στον άνθρωπο και με μορφές διάφορες∙ π.χ. σε καταγραμμένες ιστορίες ιθαγενών ένας άνθρωπος μπορεί να μεταμορφώνεται «φυσικά» σε ζώο, όπως και αντίστροφα ζώα μετασχηματίζονται σε ανθρώπους (σ’ αυτό το τελευταίο βασίζονται πολλές τοτεμικού χαρακτήρα διηγήσεις).

   Στο μεταγενέστερο λαϊκό παραμύθι το θέμα άρχισε να μεταπλάθεται, θα έλεγα, ποιητικά. Υπάρχει π.χ. το πολύ διαδεδομένο θέμα της μεταμόρφωσης ενός (πολύ όμορφου μάλιστα) νέου σε απαίσιο τέρας. Όμως δεν πρόκειται για «φυσική» (κατά την αντίληψη ενός ιθαγενούς) μεταμόρφωση. Μια κακή μάγισσα π.χ. θέλοντας να τιμωρήσει ή να εκδικηθεί τον νέο, που δεν ενέδωσε στις επιθυμίες της (ή για κάποιον άλλο λόγο), τον μεταμόρφωσε σ’ ένα πλάσμα αποκρουστικό∙ ώσπου ήλθε ένα αγαθό κορίτσι, του αφοσιώθηκε, - γιατί και το τέρας της συμπεριφέρθηκε καλά,- και με τη μαγική δύναμη των δακρύων της, που κύλησαν πάνω της, ή του φιλιού της, που δεν δίστασε να του δώσει παρά την τερατώδη ασχήμια του, τον επανέφερε στην πρώτη του μορφή. Η μεταμόρφωση, από ένα φυσικό φαινόμενο, έγινε ένα φαινόμενο σχεδόν μεταφυσικό και πάντως ποιητικό και υποβλητικό, την έννοια του οποίου μπορούμε και εμείς να προεκτείνουμε ερμηνευτικά, όπως έκανε ο διάσημος παραμυθολόγος Max Luthi, παραπέμποντας και σε εργασία μαθήτριάς του, που ήδη ο τίτλος της είναι ενδεικτικός: «Formosa deformitas. Η ωραιότητα της ασχήμιας στη μεσαιωνική σκέψη και λογοτεχνία». Η παραμυθιακή ηρωίδα διέγνωσε, πίσω από την τερατώδη μορφή, μιαν ωραία ψυχή.

   Και η κυρία Μαντέλου δεν πιστεύει βέβαια στην πραγματικότητα ενός νέου σε πουλί, μιας νέας σε πεταλούδα, όπως βλέπουμε να γίνεται στην ιστορία της. Η λειτουργία της μεταμόρφωσης – όπως και άλλων παραμυθιακών θεμάτων ή μοτίβων κ. λ. π.  – είναι, στα κείμενά της, ποιητική και ακόμα, μπορεί να είναι μεταφορική: Να παραπέμπει σε κάτι άλλο, να υποδηλώνει κάτι άλλο, το οποίο εξάλλου ενδέχεται και να συμπίπτει, περισσότερο ή λιγότερο με αυτό που εννοείται και στο λαϊκό παραμύθι. Διαβάζουμε στη δεύτερη ιστορία, όπου μεταξύ άλλων η πεταλούδα διηγείται λυπημένη τη μεταμόρφωσή της: «Κάποτε ζούσα με τους γονείς μου σ’ ένα μικρό κοντινό βασίλειο. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός και η μητέρα μου υφάντρα. Τα πρωινά, που οι δικοί μου έπιαναν δουλειά, κατέβαινα κι εγώ στο ποτάμι να φέρω νερό για να κάνω τη λάτρα του μικρού μας σπιτιού.

   «Μια μέρα ένας ζηλιάρης μάγος, που φθονούσε γιατί ζούσαμε στην οικογένειά μας μονιασμένοι, με ακολούθησε μέχρι το ποτάμι. Εκεί με πλησίασε και μου ζήτησε να γίνω βοηθός στο άσκημο εργαστήρι του. Εγώ αρνήθηκα. Με την κακή του δύναμη εκείνος τότε με μεταμόρφωσε». Επειδή όμως, όπως και στο λαϊκό παραμύθι, κυρίαρχος είναι ο νόμος της συμπάθειας, - δηλαδή τα πάντα, δυνάμει, συμπάσχουν και συνενεργούν, - και ο νόμος του παμψυχισμού, συνέβη κάτι, μας λέει η πεταλούδα στη συνέχεια της λυπημένης ιστορίας της, που άφηνε και μια ελπίδα λύτρωσής της, επιστροφής της δηλαδή στην υπόσταση του ανθρώπου: «Και δε θα είχα καμιά ελπίδα να ξαναβρώ το χαμένο μου εαυτό, αν τη στιγμή που γινόταν το κακό δε συνέβαινε κάτι ανέλπιστο: τα νερά του ήρεμου ποταμού αναταράχτηκαν και μια απόκοσμη φωνή ακούστηκε να λέει: «Εγώ, το πνεύμα του νερού, μιας και δεν είναι δυνατό την κατάρα ετούτη να την σβήσω, την αλλάζω: Η πεταλούδα να ξαναγίνει το κορίτσι που είταν, αν εκείνος που θα αγαπήσει καταφέρει να σβήσει από τον κόσμο το κακό». (Δεν κρίνω άσκοπο, προκειμένου να δείξω την ουσιαστική οικειότητά της κ. Μαντέλου με τον κόσμο της λαϊκής παράδοσης και της προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας, - τον οποίο δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να αγνοεί όποιος θέλει να γράφει, πράγματι, έντεχνο παραμύθι, - να μεταφέρω μια σελίδα μου σχετική «με το πνεύμα του ποταμού», όπως λέει η συγγραφέας: «Τα ποτάμια είναι πολλές φορές στοιχειωμένα στη λαϊκή παράδοση. Περιορίζομαι να αναφέρω (…) μερικές παραλλαγές από το τραγούδι του Γεφυριού της Άρτας από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τα Θρακικά νησιά, τα Δωδεκάνησα, τη Μ. Ασία (ιδιαίτερα του Πόντου), όπου την εξαγγελία της ανάγκης να θυσιαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα κάνει σ’ αυτόν όχι το πουλί (που είναι, βέβαια, το πιο συνηθισμένο, 60,96% στο σύνολο των παραλλαγών), ούτε μια φωνή από τον ουρανό (10,51%), αλλά το στοιχειό ή ο δράκος του ποταμού (13,81%). Το στοιχειό, ακούγοντας τους μαστόρους να κλαίνε, γιατί το γεφύρι γκρεμίζεται ολοένα, «απηλογιέται ‘πο την ‘ποπέρα μπάντα»:

                            Του πρώτου πρώτου μάστορα, του πρώτου την γυναίκα

                            θεμέλιου να την βάλετε, να στέσει η καμάρα.

«Η επιταχτική αυτή φωνή ακούγεται σ’ όλες τις ποντιακές παραλλαγές του τραγουδιού, αποτελώντας ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά της («ντο δις με, πρωτομάστορα, και στένω το γεφύρι σ’;»).

Χαρακτηριστικές είναι και κάποιες θρακιώτικες παραλλαγές. Ρωτάει ο πρωτομάστορας:

                             Ποιος είναι όπου το γκρεμνά, ποιος ένι που το ρίχνει;

                              Θέλει βενέτικα φλουριά, θέλει μαργαριτάρια

                              Και την καλύτερ’ του χωριού, να μπω να του διαλέξω;

Και το τραγούδι συνεχίζει έτσι:

                             Κι ο δράκος πηλογήθηκε ‘πο μεσιακά καμάρα:

                             Δε θέλω γω μηδέ φλουριά μηδέ μαργαριτάρια.

                             μηδέ ‘ν’ καλύτερ’ του χωριού, να μπεις να την διαλέξεις,

                             μον’ θέλω την κυρά-Βδοκιά την αηδονολαλούσα».

   Ο Γεώργιος Μέγας έγραφε, ότι στην περίπτωση αυτή ο «ποτάμιος δαίμων» ζητούσε εξιλέωση, γιατί ο αρχιμάστορας επενέβαινε στην επικράτειά του, επιχειρώντας να ζεύξει με τη γέφυρα το ποτάμι. Το ουσιώδες πάντως είναι η ύπαρξη του «δαίμονος», ή του πνεύματος του ποταμού, του στοιχειού, το οποίο, εξάλλου, δεν είναι πάντα κατ’ ανάγκην απειλητικό και επικίνδυνο, ακόμα και στη λαϊκή παράδοση. Στις λαϊκές δοξασίες τα στοιχειά δεν είταν εξάπαντος εχθρικά και βλαπτικά∙ υπήρχαν όχι μόνο κακοποιά, αλλά και αγαθοποιά στοιχειά. Και πάντως το πνεύμα του νερού και στην ιστορία της κ. Μαντέλου, θέτει όρους, προκειμένου να βοηθήσει τον άνθρωπο.

   Επανέρχομαι στο θέμα της μεταμόρφωσης και παρατηρώ ότι, ενώ στο παραμύθι συνήθως είναι ένα επεισόδιο, εντασσόμενο μέσα σε μια ευρύτερη αφήγηση, εδώ αυτό διαστέλλεται, και μάλιστα διπλασιαζόμενο, γιατί προηγείται και η μεταμόρφωση του νέου-βασιλόπουλου σε πουλί από κακές μάγισσες, ώστε να καλύπτει, θα έλεγα, ολόκληρο το αφηγηματικό εύρος ενώ, από την άλλη μεριά, ανάλογα αξιοποιείται το ζήτημα της σύγκρουσης του καλού και του κακού. Πάντως σε σχέση με αυτό το τελευταίο θέλω να πω, ότι η κ. Μαντέλου γνωρίζει, ότι η αποστολή ενός ηθικού, διδακτικού μηνύματος δεν πρέπει να περνά στο κέντρο της προσπάθειάς της, η οποία, απεναντίας είναι αναγκαίο να κατατείνει στο να δημιουργείται μια ποιητική ιστορία διάσπαρτη από τη μαγεία και τα θαύματα του παραμυθιού, που αποδεδειγμένα είναι ελκυστικό για ένα κοινό αποτελούμενο από παιδιά έξι ετών και πάνω, όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, όπου επίσης διαβάζω αυτή τη φράση, η οποία τα λέει όλα: «Όμως τ’ όνειρο, που κρύβεται ζητώντας να το ανακαλύψουμε εμείς μέσα στην πραγματικότητα, τα παραμύθια του βιβλίου, αποτυπωμένα πάνω σε κάνναβο κυρίως σημερινό, φυλαγμένα στις σελίδες της παιδικής αυτής συλλογής, πρωταγωνιστές έχουν τη δημιουργικότητα, τη στοργική σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τη λαχτάρα του καλού, την περιπέτεια της αγάπης».

Ο κ. Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφος, φιλόλογος και πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας.

Επιστροφή στα βιβλία της Ελένης Μαντέλου

 

  

  

 

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών