Ελένη Μαντέλου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Ελένη Μαντέλου

     

  Η Ελένη Μαντέλου γεννήθηκε στην Κύμη το 1950. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με το έντεχνο τραγούδι. Συνεργάστηκε με σημαντικούς Έλληνες συνθέτες (Μ. Θεοδωράκη, Σ. Ξαρχάκο, Χ. Λεοντή κ.α.) και ένας από τους κύκλους των ηχογραφήσεών της για το Τρίτο Πρόγραμμα την εποχή που Διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεύοντας Έλληνες ποιητές, με ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη μελοποιημένα από τον Δημήτρη Λέκκα, κυκλοφόρησε στη δισκογραφία με τον τίτλο «Οι καιροί της Άνοιξης.»

    Τα τρία πρώτα βιβλία της εκδόθηκαν ταυτόχρονα τα Χριστούγεννα του 1987. Έχει γράψει μυθιστορήματα για νέους, παραμύθια και ιστορίες για παιδιά. Δημοσίευσε ποίηση  (περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, ηλεκτρονικό περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ).

    Είναι παντρεμένη με τον αρχιτέκτονα Μιχάλη Σουβατζίδη και έχουν δυο παιδιά, την Ναρίνα και τον Γιώργο.

    

κείμενο της Ελένης Μαντέλου

«Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ»

Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση αφιερωμένη στους λογοτέχνες Νίκο Καββαδία και Βασίλη Λούλη στην Παραλία της Κύμης στις 24 Αυγούστου 2002, που οργανώθηκε από τον Σύλλογο των εν Αττική Κυμαίων.

      Οικείοι σ’ όλους εμάς οι δυο λογοτέχνες των καραβιών, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας και ο πεζογράφος Βασίλης Λούλης, επιστρέφουν σήμερα σε μια κοινή θαλασσινή πατρίδα.

     Το Βασίλη Λούλη οι συμπατριώτες του τον θυμόμαστε να διανύει σταθερά τη δική του διαδρομή διασχίζοντας το κέντρο της πόλης μας όπου ζούσε. Κομψός και απέριττος με τα ίδια πάντοτε ρούχα, ένας γνωστός άγνωστος, που λες και μια αιδημοσύνη τον εμπόδιζε να φανερώσει τη μυστική λογοτεχνική ζωή και τα ενδιαφέροντά του.

     Προτιμώντας να κρύβει ίσως από σεμνότητα ένα ουσιαστικό κομμάτι απ’ τη ζωή του, ο ίδιος κατά βάθος ένιωθε ένας κοσμοπολίτης. Η πλούσια εμπειρία της ζωής των ναυτικών, η ανάμνηση των μεγάλων ταξιδιών και η συνάντησή του με κάποιους από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής στάθηκαν για κείνον, έστω και με την απόσταση που χώριζε την αλλοτινή πρωτεύουσα από την περιφέρειά της, ό,τι το στάδιο για τους αθλητές και η αρχαία αγορά για τους σκεπτόμενους πολίτες.

     Σαν πεζογράφος ο Βασίλης Λούλης εφοδιασμένος με τη δική του την ταυτότητα και τη χαρακτηριστική κυμαίικη γλώσσα θέλησε να αφιερώσει το έργο του στην αποτύπωση μιας πραγματικότητας γεμάτης μόχθο, αδικία και οδύνη.

    Την ίδια στιγμή ο ποιητής Νίκος Καββαδίας με την αγάπη του για την παράδοση και για τα αρώματα των ξένων πολιτισμών την πραγματικότητα αυτή πιο πολύ προτίμησε να την περιβάλλει με τα χρώματα του μύθου, διαλέγοντας να προστατέψει την προσήλωση στη θάλασσα και λιγότερο να την περιγράψει γυμνή στη δυσκολία της.    

     Ξετυλίγοντας όμως και οι δυο μπροστά στα δικά μας μάτια το πολύπτυχο μιας εποχής ολόκληρης μέσα στο όνειρο της θάλασσας, την προσμονή και τον πόθο για την επιστροφή ή την άρνηση αυτής της επιστροφής στην πατρίδα, ζωγραφίζουν ο καθένας με τα δικά του τα σύνεργα το πορτραίτο μιας εποχής δύσκολης όσο και δοσμένης στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου.

     Εγκαταλείποντας τη στιγμή της αναχώρησης πίσω τους οι ναυτικοί τα προσφιλή πρόσωπα, κουβαλώντας στις αποσκευές τους τις ιδιωτικές μνήμες, μια γοητεία που ξεπερνούσε τον χτιστό κόσμο και τη μέριμνα της πραγματικότητας σαν να τους οδηγούσε στα μονοπάτια της θάλασσας.  Οι δικοί τους το ‘ξεραν και οι υπόλοιποι το ψυχανεμίζονταν∙ τη στιγμή του αποχαιρετισμού οι ναυτικοί άλλα οράματα εναγκαλίζονταν. Αναλαμβάνοντας το τιμητικό καθήκον εκείνου που έθετε τους υψηλότερους στόχους, υπεύθυνοι του ρόλου να συλλάβουν ένα μέλλον που ξεπερνούσε τα κλειστά όρια του τόπου τους, βρίσκονταν αυτονόητα στη δυνατότητα ενός ορίζοντα ανάλογου μ’ εκείνον που ανοιγόταν στα ταξίδια των μεγάλων καραβιών και των καπεταναίων. Που τους αναλογούσε ν’ αντιμετωπίσουν τις υπέρτατες δυσκολίες, καθώς οι οικογένειες τους ταξιδευτές τους περίμεναν να επιστρέψουν με τα δώρα ετούτης της αξιοθαύμαστης ναυτικής πρωτοβουλίας.

     Από ένα τέτοιο πνευματικό ντόκο μοιάζει να έχει λύσει τα σκοινιά της το πλοίο της μυθολογίας του ποιητή, του Νίκου Καββαδία. Και σε ένα τέτοιο ντόκο μοιάζει να έδεσε το καράβι της επιστροφής του πεζογράφου Βασίλη Λούλη προκειμένου να ανακαινίσει, να αναμορφώσει το δικό του το πλεούμενο.

    «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων.» Ο Καββαδίας σαν ένας άνθρωπος της φυγής, η άρνηση της επιστροφής όπως την συναντάμε στο ίδιο ποίημα «κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες» βρίσκεται σε αντίθεση με τα κείμενα του κουμιώτη πεζογράφου. Όπου σε μια χαρακτηριστική μάλιστα στιγμή περιγράφεται με ενάργεια η χαρά να ζεί κανείς στην ιδιαίτερη πατρίδα του με τα εξής λόγια:

   «Και τώρα λέω, γράφει ο Λούλης, πως κάποιο πρωινό, αύριο-μεθαύριο, κάνει κάτι μέρες τώρα, κάτι μέρες, δεν θα μπορέσω να κρατηθώ, θα την κάνω την τρέλα μου και πάλι και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Θα πάρω το μπαστούνι μου και θα ξεκινήσω πορεία 3, Στέρνα - Φαλάριο - Παραλία, να πιώ τον καφέ μου και να γυρίσω με το λεωφορείο. Με φωνάζει η αγράμπελη, η αγριομπελενία, όπως την λέμε εμείς εδώ, θα είναι στις δόξες της και όπως έβρεξε καλά την περασμένη βδομάδα η μοσκοβολιά της δε λέγεται. Τον παλιό καιρό οι φράχτες από ξερολιθιά των αμπελιών ήταν σκεπασμένοι από αγριομπελενία, μοσχοβολούσε ο τόπος το φθινόπωρο... Άμα ξανάρθεις αν είναι καιρός ακόμη κάνε μια βόλτα ένα πρωί, δεν θα το μετανιώσεις...» Όταν ο ποιητής υπογραμμίζει με το στίχο του: «Λακίζετε αλυσόδετοι του στεριανού καημού», εκείνος προτιμά να ονειρεύεται ό,τι θα καθιστούσε τον επίγειο κόσμο του γωνιά του παραδείσου.

     Παρά τη λαϊκότητά του ο Λούλης δεν είναι ένας ευκολοδιάβαστος συγγραφέας. Τα κείμενά του συναρμολογούν ένα ψηφιδωτό αυθεντικό, πιστό στο αίσθημά του.

     Και ενώ ένα τέτοιο κείμενο κυλά χωρίς λογοτεχνικούς εντυπωσιασμούς, τα σύμβολα και οι μύθοι στα ποιήματα του Ν. Καββαδία εναλλάσσονται μέσα σε μια πραγματικότητα που περιγράφεται αφημένη στη δύναμη του πεπρωμένου. Σύμβολα από ξένες πολύχρωμες παραδόσεις και ελληνικά μοτίβα το καθένα και ένα αίσθημα ξεχωριστό: Το μαντίλι, οι γάτες των καραβιών, τα κοχύλια: Ο αποχαιρετισμός, ο ανεκπλήρωτος άδολος έρωτας, το κάλεσμα της θάλασσας. Μια παράδοση που την αναζητά ο ποιητής, κι εκείνη ξαναγυρίζει σαν παρηγορητικό χάδι, σαν το φιλί στο μέτωπο του μικρού παιδιού πριν από τον ύπνο. Σ’ αυτό το όνειρο ο Καββαδίας αφήνεται όντας παραμυθένιος και ο ίδιος.

    Απέναντι σε τούτη την πολυτέλεια των αισθημάτων φυλαγμένη στο ξένο λογοτεχνικό θησαυροφυλάκιο, εκείνο του ποιητή, η εξεγερμένη συνείδηση του πεζογράφου Λούλη στο έργο του Καββαδία διακρίνει μια αίσθηση ζωής αντίθετη με την ψυχή των επαναστατικών ιδεών του καιρού τους. Και το εκφράζει με τρόπο απόλυτο:

«Ας τ’ αφήσουμε τώρα ολ’ αυτά, σαν να του λέει του ποιητή ο πεζογράφος, το παρόν είναι ή δεν είναι ικανό να δημιουργήσει τη δική του τη μυθολογία;»

    Με την ίδια αυστηρότητα κρίνοντας και τις δικές του τις λέξεις ο Λούλης επιδιώκει να κάνει ανάγλυφη τη γοητεία μιας φυσικότητας, που τον ίδιο τον συνεπαίρνει… Όπως συμβαίνει με ένα κλαδί στο δέντρο, δεν προσπαθεί να προσομοιάσει με καμιά γνωστή του από τα πριν ομορφιά, προκειμένου να φανερώσει τη δική του την αρμονία. Και το αίσθημα που μένει σ’ εμάς διάχυτο, όταν ξαναδιαβάζουμε τα κείμενα, είναι εκείνο του σεβασμού για τον λιτό πεζογράφο που αγάπησε τις ανθρωπιστικές αξίες και τη λαϊκή ευαισθησία περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.

    Αισθαντικός πλάι στον ανθρώπινο πόνο ο Καββαδίας, στρατευμένος στην υπόθεση του ανθρώπου ο Λούλης.

    Στο ενδιάμεσο αυτής της αντίθεσης ωστόσο, της επιθυμίας για τη φυγή και της επιθυμίας για την επιστροφή, χαράσσονται τα πατήματα της λογοτεχνικής πορείας του καθενός τους. Την πραγματικότητα ο ένας θα την περιβάλλει με τη γοητεία των παλιών μύθων και ο άλλος θα την σφυροκοπήσει αντιγράφοντας το σκηνικό της με οδύνη. Αλλά όμως τι παράξενο και για τους δυο... Να που ο ποιητής νοσταλγός της παράδοσης γίνεται εν τέλει ο αρνητής της επιστροφής∙ και ο αρνητής πεζογράφος μετατρέπεται σε νοσταλγό από μια ανεξήγητη πρωτοβουλία της συνείδησής τους!

    «Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι - και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.» Μ’ αυτούς τους δυο στίχους τελειώνει ο Καββαδίας ένα του ποίημα...

    Και όπως η περιπέτεια ενός ναυτικού λαού είναι εμπνευσμένη από τούτη την αναζήτηση και η Ιστορία της πατρίδας μας σημειώνει στο βιβλίο της πορείας της μια διαδρομή εξ’ ίσου θαλασσινή και τολμηρή, γι’ αυτούς τους δύο διανοούμενους ναυτικούς, που η χάρη της τέχνης επρόκειτο να πλουτίσει τις ώρες των δικών τους μοναχικών ταξιδιών αλλά και την Ελληνική Λογοτεχνία με τα πολύτιμά τους χειρόγραφα, νιώθει κανείς ιδιαίτερα συναισθήματα.  

    Ετούτη η Κουμιώτικη βραδιά μοιάζει λοιπόν με ένα χαιρετισμό σε μια περιπέτεια που αναζήτησε την ουσία της ύπαρξής της ταξιδεύοντας ανάμεσα σε δυο σημαντικούς ανθρώπινους παράλληλους: Στην εντοπιότητα και στη θάλασσα. Συγγενείς αγαπημένες σε πολλούς από εμάς, που βρεθήκαμε κάποια στιγμή στη συγκυρία να τις αποχωριστούμε και τις δύο.

Επιστροφή στα βιβλία της Ελένης Μαντέλου

  

  

 

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών