Ελένη Μαντέλου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Ελένη Μαντέλου

     

  Η Ελένη Μαντέλου γεννήθηκε στην Κύμη το 1950. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με το έντεχνο τραγούδι. Συνεργάστηκε με σημαντικούς Έλληνες συνθέτες (Μ. Θεοδωράκη, Σ. Ξαρχάκο, Χ. Λεοντή κ.α.) και ένας από τους κύκλους των ηχογραφήσεών της για το Τρίτο Πρόγραμμα την εποχή που Διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεύοντας Έλληνες ποιητές, με ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη μελοποιημένα από τον Δημήτρη Λέκκα, κυκλοφόρησε στη δισκογραφία με τον τίτλο «Οι καιροί της Άνοιξης.»

    Τα τρία πρώτα βιβλία της εκδόθηκαν ταυτόχρονα τα Χριστούγεννα του 1987. Έχει γράψει μυθιστορήματα για νέους, παραμύθια και ιστορίες για παιδιά. Δημοσίευσε ποίηση  (περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, ηλεκτρονικό περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ).

    Είναι παντρεμένη με τον αρχιτέκτονα Μιχάλη Σουβατζίδη και έχουν δυο παιδιά, την Ναρίνα και τον Γιώργο.

    

  

κείμενο της Ελένης Μαντέλου

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΗΣ:
«ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΟΣ»

 

Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση αφιερωμένη στον πεζογράφο Βασίλη Λούλη, που έγινε στις 19 Νοεμβρίου 2002 στο ξενοδοχείο Αμαλία στην Αθήνα, οργανωμένη από τον Σύλλογο των εν Αττική Κυμαίων

Ο πεζογράφος Βασίλης Λούλης στο έργο αλλά και στην προσωπική του ζωή επέμενε να αντλεί την έμπνευση από τις ίδιες αφορμές και τις αφετηρίες, που είχαν σχέση με τη μοναχικότητα αλλά και με το όραμα που αφορούσε στους ανθρώπους ως ένα σύνολο.

    Στην Κύμη λοιπόν το φθινόπωρο όταν οι παραθεριστές αναχωρούσαν για να επιστρέψουν στη χειμερινή διαμονή τους στην Αθήνα, καθώς τα παράθυρα πολλών σπιτιών σφάλιζαν για να ξανανοίξουν παραμονές του Πάσχα ή το επόμενο καλοκαίρι, ο ουρανός έχει αρχίσει κιόλας να παίρνει τα γκρίζα χρώματα της μελαγχολίας.

     Για τα παιδιά που έπαιζαν το σούρουπο στην πλατεία απόμεναν μετρημένες οι παρουσίες των αμετακίνητων Κυμαίων να περιδιαβάζουν την ορισμένη ώρα στους τριγύρω κεντρικούς δρόμους.

    Μια απ’ αυτές τις σταθερές παρουσίες ήταν κι εκείνη του Βασίλη Λούλη. Συνήθιζε ν’ ανηφορίζει τα απογεύματα από το σπίτι του για να καθίσει σ’ ένα τραπεζάκι καφενείου σιωπηλός. Ένα ποτό μοναχικό όσο και οι συλλογισμοί που περνούσαν από το νου του εκείνη την ώρα του δειλινού.

    Πίσω από τη δική του τη μοναξιά, τη σιωπή τη μαθημένη στη σιωπή, διέκρινε κανείς τη φυσιογνωμία ενός παρόντος διαφορετικά άδειου από τους ανθρώπους. Η μοναξιά αυτή έδειχνε να βρίσκεται ωστόσο σε κάποια αναμονή, εφ’ όσον είχε να ανταποδώσει σ’ εσένα ένα βλέμμα γεμάτο ζεστασιά έναντι των άλλων ενηλίκων.

    Υπάρχουν όμως, φαίνεται, άνθρωποι που είναι γεννημένοι να ζούν σαν ενήλικες. Υπάρχουν άλλοι που γλιστρούν πάνω στις ράγες της ενηλικίωσης σε χρόνο ανύποπτο, έτσι που κανείς να μην το καταλαβαίνει. Αλλά υπάρχουν και κάποιοι διαφορετικοί με την ψυχή προσηλωμένη σε μια πρωτογενή ανθρώπινη ηλικία, αφού το αίσθημά τους το έχουν αφιερωμένο στο όραμα εκείνου του πρωτογενούς κάποτε κι εκείνου του τότε.

    Ενας τέτοιος κρυφός νοσταλγός της ουσιαστικότητας υπήρξε, πιστεύω, ο Βασίλης Λούλης, ο οποίος έχοντας συνάψει ένα είδος... αγαπητικής ασυμφωνίας με το παρόν αγωνιούσε μπροστά σε ένα αδιέξοδο, που ήταν η πραγματικότητά του.

Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από τα κείμενα του ίδιου που φανερώνει το χαρακτήρα ετούτης της μοναξιάς:                                  

    «Ήμουνα κάτω στη θάλασσα, στο Μαύρο Κάβο τότε δα  πήγαινα ταχτικά, καθόμουν τέσσερις-πέντε μέρες και μάζευα τ’ αλάτι ‘ πο τις σουβάλες· σα γέμιζα το μπουρδάκι μου το φορτωνόμουνα και δρόμο τον ανήφορο για κάνα τσοπάνικο κονάκι. Ψωμί, τυρί, ό,τι μου δίνανε, δεν έκανα παζάρια, τα ‘παιρνα και χυνόμουνα στο δάσος ή σε καμιά σπηλιά ώσπου η πείνα μ’ έκανε να πάρω δρόμο για τ’ αλάτι πάλι.

   Πόσα πράματα έμαθα τότε δα στη μοναξιά μου, κείνους τους εφτά μήνες! Πόσα πράματα! Για φίδια, ποντικούς, χελώνες, κοράκια, γίδια και κριάρια, και... μη γελάτε, για τους ανθρώπους· ναι, ναι, για τους ανθρώπους. Κόντευα να γεράσω ανάμεσά τους και δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτούς, μόνο τότες πάνω κει στην ερημιά που έβλεπα στη χάση και στη φέξη ‘πο κανέναν άρχισα κάτι να μαθαίνω· και τώρα συμπληρώνω τις σπουδές μου -ιδιαίτερο φροντιστήριο για το ωραίον φύλον- μόνο τα δίδαχτρα που ΄ναι πολύ αλμυρά και λέω να παρατήσω, δεν αντέχω άλλο.

    Όμως πιο καλά, πολύ πιο καλά ήτανε τότες στη μοναξιά κει πάνω· αν καθόμουνα άλλους εφτά μήνες σίγουρα θα γινόμουνα ένας σοφός.»

    Αυτό το απόσπασμα από το δεύτερο βιβλίο των απάντων του, στις εκδόσεις του Κέδρου, φανερώνει ένα καίριο χαρακτηριστικό του ανθρώπου αλλά και του λογοτέχνη, που μέσα στη μόνωση έχει τη δυνατότητα να επιφυλάσσει στον εαυτό του την άγνωστη μαγεία και στον αναγνώστη  των βιβλίων του,  μέσα από μια κοινή περιγραφή, το απρόοπτο.

    Δοσμένος στα προσωπικά του οράματα με έναν τρόπο δυσανάγνωστο για τους άλλους, ο κυρ’ Βασίλης ακολούθησε λοιπόν τη μοίρα των μοναχικών που εννοούν να οραματίζονται ακόμη και όταν όλα, άνθρωποι και θεοί, στέκουν ενάντιά τους.

    Ξεκίνησα να σας περιγράψω τα όσα στο πρόσωπό του έβλεπε τότε ένα παιδί που αγνοεί την αλήθεια για τα ανθρώπινα και για τη σκοτεινή φύση της Ιστορίας. Εικόνες που αποτυπώνονται στη συνείδηση μιας ηλικίας ανυποψίαστης για τα όσα μπορεί να φτεροκοπούν πίσω από τα ομοιόμορφα συναισθήματα των ενηλίκων.

    Για τον κυρ’ Βασίλη όμως έχω μέσα μου φυλαγμένο ένα είδος ευγνωμοσύνης που ξεκινά από την εποχή εκείνη, αφού στάθηκε ο πρώτος άνθρωπος που διέκρινε τη δική μου κρυμμένη έφεση για τη γλώσσα και για τα όσα εκείνη εκφράζει. Στη συνέχεια ο ίδιος με προμήθευσε βιβλία γραμμένα από τους καλούς ποιητές της εποχής του. Θυμάμαι ακόμη εκείνα τα αυστηρά στην αισθητική τους έντυπα με τις λέξεις χειροποίητα τυπωμένες στη μέση της σελίδας, ίδια μηνύματα που έφταναν από τη χώρα του βιώματος και της γνώσης. Σήμερα θα τα παρομοίαζα με τα γλυπτά των μοντέρνων καλλιτεχνών, εφ’ όσον με τις ασυνήθιστες φόρμες τους έστελναν στους θεατές εμπειρίες, όταν εκείνοι στέκονταν απέναντί τους διστακτικοί και ίσως υποψιασμένοι ότι ετούτα τα πρωτόγνωρα σινιάλα κάτι παράξενο και πολύτιμο είχαν να τους αποκαλύψουν.

    Πίσω απ’ αυτή την πρωτοβουλία του κυρ’ Βασίλη διαισθανόμουν το ενδιαφέρον να μυούμαι στην ανάγνωση των ποιητικών κειμένων, που άλλοτε με μάγευαν και όταν δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω το ενήλικο περιεχόμενό τους να δειλιάζω, ενώ η στιβαρότητα και η πρωτοτυπία τους με έπειθαν την ίδια στιγμή ότι μέσα στην περιπέτεια της ανάγνωσής τους κάτι σημαντικό για μένα συντελείται. Μπορώ να πω, έτσι, ότι υπήρξα ένας δέκτης του λογοτεχνικού κλίματος μέσα στο οποίο έζησε ο Βασίλης Λούλης.

    Με συγκίνηση μου έρχεται ακόμη  στο νου εκείνο το πρωινό της Κυριακής, που έφτασε στο ζαχαροπλαστείο του πατέρα μου βαστώντας ένα δεματάκι τυλιγμένο με εφημερίδες για να με παρακαλέσει να το παραδώσω μυστικά στον κριτικό της λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου, που είχε έρθει στην Κύμη για το σκοπό αυτό και βρισκόταν στο ξενοδοχείο Κρίνειον. Τα χειρόγραφα της Εκάβης είχε έρθει να τα παραλάβει ο κριτικός την εποχή της Δικτατορίας, επρόκειτο να εκδοθούν αργότερα από τις εκδόσεις Διογένης. Ετούτη η «συντροφική» δράση προς χάριν ενός τέτοιου σκοπού με είχε γεμίσει ρίγος και είχε κάνει την καρδιά της εφηβείας μου να χτυπήσει αλλιώτικα.

    Το λογοτεχνικό έργο του Βασίλη Λούλη συνθέτει την εικόνα ενός δημιουργού που έζησε τη ζωή του μέσα σε μια δραματική αντίθεση: Την προσήλωση, την αγάπη του για το παρελθόν και την ανάγκη του για κάτι καινούριο που θα αναμόρφωνε την υπάρχουσα πραγματικότητα χαρίζοντας στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη. Πάνω σε τούτη την κόχη ο ίδιος πάλεψε ενάντια σε δύσκολα συναισθήματα με ένα πείσμα αθώο μαζί και παραπονεμένο. Πολλοί τον θυμόμαστε να κάθεται να διαβάζει στο κατώφλι του σπιτιού του βαστώντας ένα παλιωμένο λογοτεχνικό περιοδικό. Ένας αναγνώστης ειδικός μπροστά στο κατώφλι της κοινωνίας των ανθρώπων. Ήταν εν τέλει ένας καλαίσθητος άνθρωπος που περνούσε την καθημερινή του ζωή εξοικονομώντας τα πάντα: Τα λίγα του χρήματα, τις εντυπώσεις και τις λέξεις. Ένας απροσπέλαστος από την κοινή αισθητική και τα συνήθη συναισθήματα.

    Δύσβατο δρόμο διάνυσε ο Βασίλης Λούλης, δύσκολη στάθηκε και η εποχή του. Αλλά οι ανθρώπινες υπάρξεις και οι εποχές περνούν έτσι κι αλλιώς και χάνονται ξεθωριάζοντας μέσα στα χρόνια. Τα λιγοστά βιβλία ετούτου του διστακτικού λογοτέχνη έχουν μείνει στο πνευματικό δυναμικό της πόλης μας να περιμένουν τους αναγνώστες, που θα αναζητήσουν κάποτε κάποιες απ’ τις εικόνες της καταγωγής τους. Μέσα στο ακατέργαστο συχνά υλικό της εξόρυξής τους βλέπεις εδώ κι εκεί ν’ αστράφτουν τα ευγενή μέταλλα. Και μπροστά σε τούτη την κοπιώδη μοναξιά, έτσι όπως ξανάρχεται στη θύμησή μας τώρα να την έχει εκείνος βιώσει, αναρωτιέται κανείς πόσο βαθιά να ήταν για τους κατατρεγμένους η αγάπη και πόσο λαμπερό τα όραμα για τη δικαιοσύνη για να κρατήσουν σ’ εγρήγορση μια ζωή ολόκληρη∙  τη ζωή τη δική του.

Επιστροφή στα βιβλία της Ελένης Μαντέλου

 

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών