ΤΟ «ΦΟΝΙΚΟ»

 Διήγημα  Του Τάσου Πορφύρη Σεπτέμβριος 2022

Η μουσική του Μίκη μας "Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις" προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»

Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!

Τάσος Πορφύρης

Ο πατέρας μου, έχοντας γυρίσει απ’ το χωριό μετά την Απελευθέρωση, ξανάνοιξε το μαγαζί, τη «Μπέρτσια», που στην Κατοχή είχε γίνει θρύψαλα, μια και οι τοίχοι της ήταν από ημικρύσταλλα. Μέχρι τη γωνία Γ΄ Σεπτεμβρίου 22 και Χαλκοκονδύλη -δυο βήματα- ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ε.Λ.Α.Σ. που κατεδαφίστηκε από τα πυρά του Σκόμπυ. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναχτιστεί στο οικόπεδο πολυκατοικία. Ο ιδιοκτήτης το καθάρισε μεταφέροντας τα συντρίμμια κι έχτισε ένα μικρομάγαζο. Το νοίκιασε σ’ έναν εστιάτορα που έκανε χρυσές δουλειές. Φύτεψε και μια κληματαριά που κάλυπτε όλη σχεδόν τη σκεπή και μέρος της πόρτας της εισόδου.

Όταν έκλεινα το μαγαζί το καλοκαίρι στις 10 το βράδυ πήγαινα εκεί για φαγητό. Έτρωγα συνήθως συκωτάκια πουλιών και αυγά μάτια. Το κρασί ήταν ρετσίνα ή κοκκινέλι. Μετά το δείπνο πήγαινα στην πλατεία Κάνιγγος να πάρω το λεωφορείο -το τελευταίο- που πήγαινε μέχρι το Μπογιάτι -τον τωρινό Άγιο Στέφανο- και περνούσε από τη Δροσιά -πρώην Ρωσσοχώρι- όπου και κατέβαινα να πάω σπίτι. Οι γονείς μου με τ’ αδέρφια μου έλειπαν στο χωριό, στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου. Οι επιβάτες εκείνη την ώρα ήταν ελάχιστοι. Διάλεγα παράθυρο για να ακουμπήσω το κεφάλι μου πάνω του και παρακαλούσα τον εισπράκτορα να με ξυπνήσει λίγο πριν τη στάση «Δροσιά». Κατέβαινα, περνούσα από το μαγαζί του θείου, «Μήτσος - Δροσιά», έλεγα μια καληνύχτα και πήγαινα στο σπίτι για ύπνο. Το πρωί, πηγαίνοντας στη στάση, περνούσα πάλι από το μαγαζί του θείου και τον έβλεπα να ποτίζει με το λάστιχο τα σκίνα που βρίσκονταν γύρω-γύρω στα πεύκα. Είναι τα μόνα φυτά που ευδοκιμούν κοντά σε πεύκα και όταν τα χάιδευες στα χέρια σου παρέμενε μια φίνα λεπτή μυρωδιά για ώρες. Το Ρωσσοχώρι και η έκταση γύρω του ήταν γεμάτη πεύκα. Οι βελόνες τους φορτωμένες ρετσίνι αιχμαλώτιζαν ό,τι περνούσε ανάμεσά τους απαλλάσσοντας το περιβάλλον από κάθε βλαβερό στοιχείο που θα μπορούσε να επιβαρύνει τη σύστασή του.

Στον γειτονικό Διόνυσο, ανάμεσα σε πανύψηλα πεύκα φιγουράριζαν επιβλητικά μονώροφα κτήρια με τρίγωνη σκεπή· τα θλιβερά σανατόρια, οι εστίες αντιστάσεως κατά της φυματίωσης. Τα θύματα ήταν καθημερινά από τον βάκιλο του Κωχ μέχρι το 1952 -νομίζω- που κυκλοφόρησε το φάρμακο Ριμιφόν, φάρμακο - πανάκεια κατά της φυματίωσης. Ξανάσανε ο κόσμος! Ακόμα κι ο θείος Μήτσος, που ήταν φυματικός καραμπινάτος, τη γλίτωσε.

Αργότερα, όταν παρ’ όλ’ αυτά -και το Ριμιφόν- η κατάστασή του επιδεινώθηκε, χρειάστηκε να ταξιδέψει στη Βιέννη μαζί με τη θεία Ειρήνη και να επισκεφτεί τη νευρολογική κλινική του Χωφ. Εκεί έμεινε αρκετούς μήνες· όσους χρειάστηκαν για να τον θεραπεύσουν αντικαθιστώντας όλο του το αίμα. Το διάστημα αυτό, το κατάστημα «Μήτσος - Δροσιά» δούλευε με τα ανίψια της θείας Ειρήνης, Γιάννη και Γιώργο Γεωργιλάκη με τις γυναίκες τους. Τη γενική εποπτεία είχε ο Γιώργος (Ζώρας) Φιλιππίδης, σύζυγος της πρώτης μας ξαδέρφης Όλγας Παπακώστα, ο οποίος κρατούσε το ταμείο και έδινε λογαριασμό στο θείο και στη θεία άπαξ της εβδομάδας ταχυδρομικώς. Ο Ζώρας ήταν υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας (υποδιευθυντής τότε στο κατάστημα επί της οδού Καραγεώργη της Σερβίας). Έτσι τα χρήματα - κέρδη που του παρέδιδαν τα αδέρφια Γιάννης και Γιώργος Γεωργιλάκης τις Κυριακές που επισκεπτόταν το κατάστημα- κατετίθεντο στο λογαριασμό Δημητρίου και Ειρήνης Πορφύρη. Φαντάζομαι πως όταν γύρισαν από τη Βιέννη θα βρήκαν ένα σεβαστό ποσό να τους περιμένει γιατί το μαγαζί δούλευε πολύ καλά. Βέβαια τα έξοδα ήταν πολλά για τη θεραπεία του θείου και για τη διαμονή τους στη Βιέννη. Παρ’ όλ’ αυτά, στο γυρισμό βρήκαν ένα μαγαζί με την πελατεία του να τους περιμένει για να συνεχίσουν την απρόσκοπτη λειτουργία του.

Όλα τα καταστήματα -εστιατόρια, ταβέρνες- που υπήρχαν στο Ρωσσοχώρι (Δροσιά) προεξάρχοντος του καταστήματος «Πηγή» που πρωτοέφτιαξε πεϊνιρλί, έκαναν και κάνουν χρυσές δουλειές πουλώντας τα με μεγάλο περιθώριο κέρδους. Το πεϊνιρλί είναι καθαρά ποντιακό κατασκεύασμα νοστιμότατο. Φτιάχνεται από σκληρό αλεύρι, ξερή μαγιά, κασέρι τριμμένο και βούτυρο. Έχει σχήμα βαρκούλας και μπορεί να δεχτεί -αν ο πελάτης το επιθυμεί- αυγά, ζαμπόν, λουκάνικα και ό,τι άλλο, με τη σχετική οικονομική επιβάρυνση. Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαθάς, συνεργάτης   των «Νέων», το διαφήμιζε δεόντως -Πόντιος ων-.

Κάποτε έφτασε ο καιρός να περάσω περιοδεύον συμβούλιο γιατί σε ένα χρόνο θα παρουσιαζόμουν σε κάποιο Κ.Ε.Ο. ως υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός ή απλός οπλίτης. Έφτασα μια μέρα του μηνός Οκτωβρίου του 1952 στο αρμόδιο γραφείο Σ.Ε.Ο.. Τρεις υποψήφιοι πριν από μένα περίμεναν στο διάδρομο. Όταν ήρθε η σειρά μου χτύπησα την πόρτα.


Τάσος Πορφύρης

_ Έμπα και κλείσε την πόρτα!

Ένας λοχαγός -προφανώς του Α2- καθόταν σ’ ένα μεγάλο γραφείο γεμάτο φακέλους.

_ Λέγεσαι;

_ Πορφύρης Αναστάσιος του Κωνσταντίνου και της Καλλιρρόης γεννηθείς εν Αγίω Κοσμά Πωγωνίου Ιωαννίνων Ηπείρου το 1931.

_ Για να δούμε.

Βρήκε το φάκελό μου και διάβασε:

_ Στέλεχος των «Αετόπουλων», φέρει όπλο Μάνλιχερ, τρομοκρατώντας τους εθνικόφρονες συγχωριανούς. Τι έχεις να πεις;

_ Αετόπουλο ναι, αλλά Μάνλιχερ; Έντεκα χρονών παιδί; Κάτι λάθος σας πληροφόρησε ο καλοθελητής συγχωριανός!

_ Θέλεις να γίνεις έφεδρος αξιωματικός;

_  Κι αν σας πω ναι, θα με προτείνατε;

_ Όχι βέβαια!

Έκανε και χιούμορ ο έρμος!

Παρένθεση: και τι δεν θα ’δινα να κρατούσα στα χέρια μου το φάκελό μου που υπήρχε στο παράρτημα Ασφαλείας του Αστυνομικού τμήματος  της περιοχής μου! Να μάθω για τα καθίκια που δίναν πληροφορίες, για τους υπάνθρωπους που έρχονταν στην ταράτσα του σπιτιού νύχτα καλοκαίρι και μας τύφλωναν με το φως των φακών που κρατούσαν αναμμένους και χαχάνιζαν: Συγγνώμη, λάθος ταράτσα! Και τους άλλους που έδιναν διαταγές στους αστυφύλακες να ’ρχονται στο σπίτι μεσάνυχτα κλωτσώντας την πόρτα και φωνάζοντας: Πού τον κρύβεις μωρή τον εαμοβούλγαρο, το κομμούνι, τον συμμορίτη; Να ξυπνάμε όλοι και να κλαίμε! Η γιαγιά, η μάνα, η αδερφή, ο αδερφός κι εγώ. Ψάχναν για τον πατέρα. ο πατέρας κρυβόταν στο σπίτι ενός φίλου. Όμως γιατί δεν τον συλλαμβάνανε μέρα; Στο μαγαζί; Όλη μέρα εκεί βρισκόταν. Γιατί απλούστατα δεν θέλαν να κάνουν συλλήψεις για να μην κακοχαρακτηριστούν από τους συμμάχους και αμαυρωθεί η συμπεριφορά τους: ήταν ένα δημοκρατικό κράτος η Ελλάδα! Καίγοντας και καταστρέφοντας -ύστερα από χρόνια- τους φακέλους προστάτεψαν τα καθίκια -τους πληροφοριοδότες- για να μπορούν να κυκλοφορούν με καθαρό μέτωπο· τα τσογλάνια!

Κι ήρθε ο καιρός να παρουσιαστώ στο Κ.Ε.Ν. Τριπόλεως ως έφεδρος οπλίτης στις 15 Οκτωβρίου του 1953. Ύστερα από τρίμηνη εκπαίδευση -νυχτερινές πορείες, ασκήσεις ακριβείας, λογχομαχίες, νυχτερινές εκπαιδεύσεις, βολές, ασκήσεις ετοιμότητας-, απ’ όλ’ αυτά εκείνο που θυμάμαι έντονα είναι οι πορείες με πλήρη οπλισμό· 4,5 χιλιόμετρα την ώρα και το ντουφέκι κρατημένο με την παλάμη του δεξιού χεριού σ’ όλο το διάστημα της πορείας. Τα δάχτυλα ήταν παγωμένα· δεν τα ορίζαμε. Και εκτός από αυτά, τότε διάλεγε ο εκπαιδευτής να φωνάζει: Τραγούδι! Κι όχι ψόφια γιατί θα σας στείλω τροχάδην στο στέμμα! Τώρα ποιος θα ’φτανε όρθιος στο στέμμα φαίνεται πως δεν τον ένοιαζε. Αχολογούσε η περιοχή: «Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός» και «Έχω μια αδερφή κουκλίτσα αληθινή, τη λένε Βόρειο ήπειρο, την αγαπώ πολύ»! Όταν φτάναμε στη μονάδα οι αξιωματικοί υπηρεσίας «ξεκλείδωναν» τα δάχτυλα της παλάμης από τον κορμό του όπλου κι ήταν αρκετά επώδυνο. Στέμμα ήταν το όνομα του φαλακρού λόφου πάνω από το στρατόπεδο σχεδόν κάθετου, ύψους περίπου 500 μέτρων που στην κορυφή του ήταν σχηματισμένο ένα στέμμα, με μεγάλες άσπρες πέτρες για να είναι ορατό από το Κέντρο. Το ανεβοκατέβασμά του ήταν η συνηθισμένη τιμωρία για την μη εκτέλεση διαταγής του αξιωματικού εκπαιδευτή. Για μια φορά όμως, ήταν υποχρεωτικό για όλους τους στρατιώτες: όταν επρόκειτο να διαβούν το στίβο μάχης. Από τους πρόποδες του λόφου άρχιζε ένας διάδρομος πλάτους δώδεκα μέτρων σημαδεμένος από άσπρες -ασβεστωμένες- πέτρες. Ζερβόδεξα και σε αποστάσεις πέντε μέτρων μεταξύ τους, υπήρχαν πολυβόλα που οι κάνες τους -κατάλληλα ρυθμισμένες στο σώμα των πολυβόλων- έριχναν σφαίρες πάνω από 2 μέτρα ώστε να αποκλειστεί οποιοδήποτε δυστύχημα μια και η ανάβαση των στρατιωτών γινόταν με σκυμμένο το κορμί, τρέχοντας μέχρι το στέμμα. Αυτή ήταν η διέλευση στίβου μάχης. Η πιο θεαματική άσκηση και μ’ αυτήν τελείωνε η βασική εκπαίδευση στο Κ.Ε.Ν. Τριπόλεως.

Στο λόχο μας υπηρετούσε κι ένας οπλίτης δικηγόρος -λόγω αναβολής- που κάθε μέρα έβγαινε στην αναφορά από τον διμοιρίτη λόγω αναρμόστου συμπεριφοράς. Του αντιμιλούσε και έκανε πως δεν τον άκουγε όταν τον φώναζε με τ’ όνομά του. έτσι, ο «δικηγόρος» ήταν συνέχεια τιμωρημένος με στέρηση εξόδου και δεν μπόρεσε να δει την πολιτεία κατά τη διάρκεια της θητείας μας. Με παρακαλούσε να του αγοράσω μπισκότα και σοκολάτες όταν είχαμε έξοδο, δηλαδή Σαββατοκύριακο απόγευμα. Μια μέρα μου λέει:

_ Πορφύρη, θέλεις να πάρεις μια εξαήμερη για Αθήνα;

_ Το ρωτάς;

_ Τότε άκου: την επόμενη φορά που θα έχουμε βολές επιδόσεις και που θα είμαστε ο ένας πλάι στον άλλο -όπως γίνεται μέχρι τώρα- θα προσπαθήσω να ρίξω στο στόχο σου τόσα φυσίγγια όσα μαζί με τα δικά σου να αποτελέσουν το σύνολο των απαραίτητων βαθμών ώστε να χαρακτηριστείς επίλεκτος· δηλαδή με την εξαήμερη στην τσέπη. Έπρεπε μαζί με τις πετυχημένες βολές μου οι δικές του να είναι τόσες ώστε το άθροισμά τους να φτάνει τον επιθυμητό αριθμό για την άδεια! Και, ω του θαύματος! Ο στόχος μου είχε δεχτεί τον απαιτούμενο αριθμό βλημάτων! Πήρα ένα ταξί και, με την άδεια στην τσέπη, ντουγρού Αθήνα. Παρακάλεσα τον οδηγό να πηγαίνει σιγά στις στροφές του Αχλαδόκαμπου για να αποφύγω δυσάρεστες καταστάσεις. Τότε η διαδρομή Αθήνα - Τρίπολη απαιτούσε έξι ώρες ενώ τώρα μόλις δύο. Το πρωί παίρνεις τον καφέ σου μαζί μ’ ένα γαλακτομπούρεκο από το διπλανό ζαχαροπλαστείο, αν ξεκινήσεις στις 8 π.μ.

Έφτασα στην Αθήνα απόγευμα. Δεν με περίμεναν. Ο πατέρας στο μαγαζί, η Μάνα με τ’ αδέρφια και τη γιαγιά στο σπίτι. Αγκαλιές, φιλιά που μου είχαν λείψει τόσον καιρό και φαγητό που είχε περισσέψει από το μεσημεριανό· μελιτζάνες με κρέας. Η αγαπημένη μου Μυρτώ -χρόνια αργότερα- έλεγε πως όταν τις Κυριακές τρώγαμε όλοι μαζί, η μυρωδιά απ’ αυτό το φαγητό πολιορκούσε τα ρουθούνια μόλις στρίβαμε στην οδό Νιρβάνα από την Αχαρνών! Και το σπίτι είχε τον αριθμό 13. Τέτοιο βεληνεκές! Ο πατέρας δεν με περίμενε -και ποιος άλλωστε;- _ Πώς κι ήταν αυτό; Του εξήγησα. Μου φάνηκε κουρασμένος. _ Είσαι καλά πατέρα; _ Καλά παιδί μου, μην ανησυχείς. Την άλλη μέρα που έφυγε για το μαγαζί, ρώτησα στη Μάνα: _Έχει τίποτα ο πατέρας; Δεν τον είδα καλά. Τα αδέρφια ήταν σχολείο, η γιαγιά ακόμα στο κρεβάτι. _ Θα στα πω με τη σειρά, είπε η Μάνα, αλλά θα κάνεις πως δεν ξέρεις· ούτε κουβέντα στον πατέρα σου!

Προ ημερών τον είχαν καλέσει στο Αστυνομικό τμήμα της περιοχής να του ανακοινώσουν πως το διάστημα της Κατοχής που βρισκόταν στο χωριό, μαζί με το ανιψιό του από αδερφή, Γιάννη Ντάκα, σκότωσαν έναν κάτοικο Τσαραπλανών -γιατρό- για να τον ληστέψουν. Ο πατέρας μου αρνήθηκε βέβαια την κατηγορία και ζήτησε να του πουν το όνομα του κατηγόρου αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Του ζήτησαν να απολογηθεί σε διάστημα τριών μηνών αλλιώς θα δικαζόταν. Πήγε σε δικηγόρο. Εκείνος τον συμβούλεψε να ψάξει για το «θύμα» αν βρίσκεται πουθενά. Ήταν ο μόνος τρόπος να αθωωθεί.


 Πωγώνι, Χωριό Άγιος Κοσμάς, Το πατρικό μου σπίτι

Γύρισα πολύ στεναχωρημένος στην Τρίπολη. Στις 5-1-1954 πήρα μετάθεση για το 593 Τάγμα Ευζώνων που βρισκόταν στο χωριό Κολοκούρι έξω από την Κατερίνη· σε απόσταση βολής. Χειμώνας, κρύο, βροχές, λάσπη κι οι κορυφές του Ολύμπου απέναντι κατάλευκες από το χιόνι. Στις 6-1-1954 εγγράφομαι στη δύναμη των οπλιτών του τάγματος και της δύναμης του 3ου Λόχου. Εκπαίδευση ζόρικη. Νυχτερινές πορείες και νυχτερινές μάχες. Διανυκτέρευση σε σκηνές για 2 άτομα που το πρωί ήταν παγωμένες από την υγρασία και το κρύο τόσο που δεν μπορούσαν να διπλωθούν και τις κρατούσαμε -περπατώντας- με τα χέρια υψωμένα ως το Τάγμα, μια ώρα και, για να γυρίσουμε σ’ αυτό. Ευτυχώς μέλη του Λόχου ημιονηγών είχαν κουβαλήσει καζάνια, φασόλια, ελιές και ψωμί. Όλοι μας περιμέναμε να γίνει η φασολάδα γιατί μας θέριζε η πείνα. Κι όλοι στη δεύτερη σειρά για συμπλήρωμα. Μάγουλα κόκκινα κι η επιστροφή στο Τάγμα παιχνιδάκι. Το βράδυ δεν μ’ έπιανε ύπνος. Σκεφτόμουν τον πατέρα και τι κακό τον βρήκε· όπως και τον Γιάννη. Η επιταγή ερχόταν κάθε μήνα τακτικά για τις εξόδους: κινηματογράφο Σαββατοκύριακο και ταβερνάκια όποτε ήμαστε ελεύθεροι. Αυτό ήταν καλό σημάδι. Σε λίγες μέρες έλαβα ένα πολυσέλιδο γράμμα από τη Μάνα. μια μέρα -μου ’γραφε- μπήκε στο μαγαζί ένας γνωστός του πατέρα που ’χαν να ιδωθούν από την Κατοχή.

_ Βρε Κώστα!

_ Βρε Μήτσο!

_ Τυχαία μπήκα στο μαγαζί σου να πάρω ένα ταψί γλυκά για μια επίσκεψη σ’ έναν συγγενή μου. Στη συνέχεια του είπε πως έμενε στη Σαλονίκη όπως αρκετοί από το Πωγώνι.

_ Πώς τα πάτε εκεί; Έχεις οικογένεια;

_ Παντρεύτηκα κι έχουμε δυο παιδιά, δόξα τω Θεώ!

_ Έχει πολλούς πατριώτες η Σαλονίκη;

_ Έχει.

Και του ανέφερε ονομαστικά αρκετούς κι ανάμεσά τους και το «θύμα» του πατέρα και του Γιάννη! Ο πατέρας αντραλίστηκε· κόντεψε να τρελαθεί. Τον ξαναρώτησε κι εκείνος τον διαβεβαίωσε για τα λεγόμενά του και τον ρώτησε:

_ Κώστα, είσαι καλά;

_ Περισσότερο απ’ ό,τι νομίζεις, μονάχα που μου ήρθαν απότομα τα λεγόμενά σου!

Στη συνέχεια, του διηγήθηκε την ιστορία της κατηγορίας για το «φόνο» του γιατρού -ο οποίος ζούσε και βασίλευε στη Σαλονίκη-. Ο πατέρας τον ρώτησε:

_ Πότε επιστρέφεις στη Σαλονίκη;

_ Αύριο λέω.

_ Με σώζεις· θα βγάλω 2 εισιτήρια να πάμε με την Τ.Α.Ε.

Δώσαν ραντεβού στο αεροδρόμιο. Φτάσαν στη Σαλονίκη και πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του γιατρού. Ο γιατρός -το «θύμα»- δέχτηκε να βοηθήσει τον πατέρα να αποδείξει την αθωότητά του και την άλλη μέρα ταξίδεψαν με το πρώτο αεροπλάνο για την Αθήνα. Από το αεροδρόμιο, κατευθείαν στο Δ΄ Αστυνομικό τμήμα, στον αρμόδιο Αξιωματικό Ασφαλείας.

_ Τι νέα έχουμε, κύριε Πορφύρη;

_  Θαυμάσια, αποκρίθηκε ο πατέρας και, δείχνοντας τον γιατρό, ιδού το «θύμα»!

Ο Αξιωματικός βεβαιώθηκε από τα στοιχεία της ταυτότητάς του ότι επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο. Ζήτησε από τον παρευρισκόμενο αστυφύλακα να του φέρει το φάκελο του πατέρα. Πήρε ένα στυλό κι έγραψε στο εξωτερικό του με παχιά γράμματα, ορατά από μακριά: ΑΡΧΕΙΟΝ.

_ Κλείνει ο φάκελός σας, κύριε Πορφύρη, λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας και μπαίνει στο αρχείο.

Έτσι γλίτωσαν ο πατέρας και ο Γιάννης! Από ένα τυχαίο γεγονός! Πόσοι όμως από τους «κατηγορούμενους» είχαν αυτή την τύχη; Ελάχιστοι, για να μην πω και κανένας άλλος από τον πατέρα και τον Γιάννη.

Δεν με χωρούσε ο τόπος! Το επόμενο Σαββατόβραδο τραπέζωσα όλη τη διμοιρία του λόχου σε μια ταβέρνα στην Κατερίνη λέγοντας πως ο μικρότερος αδερφός μου έβγαλε το Γυμνάσιο με Άριστα!


Πωγώνι, Χωριό Άγιος Κοσμάς, Το στενό με γκαλντερίμι που οδηγεί δεξιά στο πατρικό μου σπίτι

Την άλλη μέρα το πρωί, μετά την ημερήσια διαταγή, ο διοικητής του Τάγματος ανακοίνωσε: _ Όποιος οπλίτης είναι απόφοιτος Μέσης Εμπορικής, ένα βήμα μπροστά. Έκανα το βήμα και παρουσιάστηκα.: _ Στρατιώτης Πορφύρης Αναστάσιος του 3ου Λόχου του ημετέρου Τάγματος 32ας Ε.Σ.Σ.Ο., διατάξτε! Ήμουν ο μοναδικός απόφοιτος απ’ ό,τι φάνηκε, μια και δεν υπήρχε άλλος να κάνει ένα βήμα μπροστά. Ο Διοικητής Μπάγιος -ξεχνώ το μικρό του όνομα- μου είπε: _ Από σήμερα ανήκεις στο Λόχο Διοικήσεως. Αναλαμβάνεις τη Διεύθυνση Χρηματικού και απαλλάσσεσαι των ασκήσεων. Έτσι απέκτησα δικό μου γραφείο πλάι στο γραφείο του Διοικητού με ξύλα μια σταβιά για την ξυλόσομπα, μια γραφομηχανή για να καθαρογράφω την ημερησία διαταγή και τις καταστάσεις πληρωμής των αξιωματικών. Στις στήλες τους αναφερόταν το ονοματεπώνυμο του αξιωματικού, ο βαθμός του, η ειδικότητά του και εάν υπήρχε κάποιος που δεν υπέγραφε όταν έπαιρνε προκαταβολή ή το μηνιαίο μισθό του από αμέλεια ή εκ συστήματος. Γι’ αυτό έπρεπε να προσέχω.

Μια μέρα ήρθε να πάρει προκαταβολή ο Αξιωματικός του Α2 που δεν με χώνευε γιατί ήμουν χαρακτηρισμένος «Α». Πήρε τα χρήματα και κινήθηκε προς την πόρτα να φύγει όταν του απηύθυνα το λόγο:

_ Κύριε υπολοχαγέ, δεν υπογράψατε!

_ Δεν υπέγραψα γιατί ήθελα να διαπιστώσω αν κάνεις καλά τη δουλειά σου, τσόγλανε! ούρλιαξε.

Το διπλανό γραφείο ήταν του Διοικητή. Άνοιξε η πόρτα και μισοφάνηκε ο Διοικητής:

_ Ελάτε στο γραφείο μου, είπε στον αξιωματικό.

Μιλούσαν σιγά και δεν άκουγα τι έλεγαν. Μονάχα τη γροθιά πάνω στο τραπέζι του Διοικητή άκουσα. Κι ήταν αρκετή ικανοποίηση για μένα. Μια μέρα ήρθε στο γραφείο ο πρώην λοχαγός μου του 2ου Λόχου. Σηκώθηκα να παρουσιαστώ:

_ Κάθισε παιδί μου, μου είπε· και στη συνέχεια: Με συγχωρείς γι’ αυτά που θα σου πω. Είμαι παντρεμένος εδώ και αρκετά χρόνια κι έχουμε με τη γυναίκα μου τρία παιδιά· και τα τρία πηγαίνουν στο δημοτικό. Αντιμετωπίζω οικονομικό πρόβλημα· η προκαταβολή που παίρνω δεν μου φτάνει να τα φέρω βόλτα και θα σε παρακαλούσα να μου δίνεις ορισμένα χρήματα στα μέσα των μηνών και στο τέλος, με την εξόφληση του μισθού μου, να σου τα επιστρέφω.

Φαίνεται πως ο λοχαγός είχε μάθει από τον ταχυδρόμο του τάγματος πως κάθε μήνα έφτανε από τον πατέρα ένα σεβαστό ποσό στο όνομά μου και αποφάσισε να μου ζητήσει αυτή τη χάρη. Αποφάσισα να τον βοηθήσω. Κάθε τέλος του μήνα, με την εξόφληση του μισθού του, μου έδινε τα χρωστούμενα. Σε δύο μήνες περίπου μετά την εγκατάστασή μου στο Γραφείο Χρηματικού ήρθε μια ονομαστική διαταγή από την Β14/Γ.Ε.Σ. (Στρατιωτική Δικαιοσύνη) για μετάθεσή μου στην Αθήνα. Ο Διοικητής του Τάγματος απάντησε -όπως είχε δικαίωμα- πως ο εν λόγω στρατιώτης είναι απαραίτητος στο Τάγμα. Εντύπωση του έκανε η ονομαστική μετάθεση ενός απλού στρατιώτη. Ζήτησε από το Α2 τον φάκελό μου. είχε πληροφορηθεί απ’ τον αρμόδιο αξιωματικό πως «ο εν λόγω στρατιώτης ανήκε στην κατηγορία Α, δηλαδή στρατιώτης που ο πατέρας του ήταν αριστερός και ο ίδιος μέλος των Αετόπουλων ή της Ε.Π.Ο.Ν. Δεν ήξερε τι να υποθέσει και στη δεύτερη ονομαστική διαταγή μετά τρεις μήνες, φρόντισε να μετατεθώ στην Αθήνα. Δεν ασχολήθηκε περισσότερο· δεν ήταν δική του δουλειά.


Μιχαήλ Πορφύρης, Κωνσταντίνος Πορφύρης, Τάσος Πορφύρης, Μυρτώ Δουλή, Νατάσσα Κεσμέτη
    

Έτσι, βρέθηκα γραφέας στα γραφεία της Β14/Γ.Ε.Σ. με προϊστάμενο τον Στρατηγό, ο οποίος είχε εκδώσει τη διαταγή για την μετάθεσή μου. Εργαζόμουν ώρες γραφείου, κυκλοφορούσα με πολιτικά και είχα το κοστούμι μου στη ντουλάπα του γραφείου μου το οποίο φορούσα μόλις ήμουν έτοιμος να πάω σπίτι μου. Δια παν ενδεχόμενον, είχα στη τσέπη μου και μια άδεια απεριορίστου διαρκείας -για τον φόβο των Ιουδαίων-.


Μυρτώ Δουλή Η αγαπημένη του γυναίκα

Μια μέρα, άκουσα το κουδούνι από το γραφείο του Στρατηγού να χτυπάει. Παρουσιάστηκα και μου ζήτησε να του πάω έναν φάκελο. Στο κάθισμα των επισκεπτών  καθόταν ένας λοχαγός που κάτι μου θύμιζε. Ήταν ο λοχαγός του Λόχου Διοικήσεως που είχε μετατεθεί και στον οποίο είχα παρουσιαστεί από το 593 Τάγμα Ευζώνων. Δεν φανταζόμουνα τι θα επακολουθούσε! Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω το φάκελο και να τον πάω στο Στρατηγό. Όταν πήγα στο γραφείο του ήταν μόνος. Ο λοχαγός είχε φύγει.

_ Δεν μου λες, μου είπε ο Στρατηγός, είσαι κομμουνιστής και δεν το ’ξερα; Τι φίδι κρύβω στον κόρφο μου;

Μου πήρε αρκετή ώρα να του εξηγήσω πως είχα πέσει θύμα κακόβουλων πληροφοριών διαφόρων καλοθελητών  του χωριού μου -κυρίως από τον πρόεδρο της Κοινότητας-, ο οποίος ζήλευε πάρα-πολύ τον πατέρα μου που είχε ξανανοίξει το μαγαζί του στην Αθήνα -ζαχαροπλαστείο- και οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν ένας μακρύς κατάλογος προϊόντων του μαγαζιού -σοκολατάκια, καραμέλες, πλάκες σοκολάτας, λουκούμια, φοντάν αμυγδάλου- που έπρεπε να του φέρω την επομένη για να του γλυκάνω την πικρία που ένιωσε από τα λεγόμενα του λοχαγού του Λόχου Διοίκησης.

Αυτά τα ολίγα από εκείνη την εποχή που ταλαιπώρησε τη ζωή μας!

 

Τάσος Πορφύρης

Σεπτέμβριος 2022 

  Περισσότερα για τον Τάσο Πορφύρη

   

      αριθμός επισκεπτών